Όταν η Σαλάμα Αλί από την Μομπάσα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κένυας, ξεκίνησε πέρυσι ν’ αναζητά τα δύο νεότερα αδέλφια της, ανακάλυψε όχι μόνο ότι είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί και εγκαταλείψει την πατρίδα τους για να μεταβούν στην όμορη Σομαλία ώστε να ενταχθούν στην – προσκείμενη στην Αλ Κάιντα – τρομοκρατική οργάνωση Αλ Σαμπάμπ, αλλά και πως πάρα πολλές συμπατριώτισσές της είχαν καταλήξει να είναι σκλάβες του σεξ στα χέρια των αφρικανών τζιχαντιστών.

Ψάχνοντας στοιχεία για την τύχη των αδελφών της, η νεαρή Κενυάτισα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο διακριτική καθώς η παραμικρή υπόνοια, βάσιμη ή αβάσιμη, για τις όποιες σχέσεις ή επαφές με την ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση θα μπορούσε να τη θέσει στο στόχαστρο των δυνάμεων ασφαλείας. Με τον καιρό, όμως, διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνη της, πως πάρα πολλές ακόμα γυναίκες, ακριβώς όπως και η ίδια, αναζητούσαν, απεγνωσμένες όντας, τους χαμένους συγγενείς τους. «Ανακαλύψαμε ότι είμαστε πολλές», δήλωσε η ίδια, μιλώντας στο BBC.

Αλλά η Σαλάμα Αλί διαπίστωσε επίσης πως πολλές Κενυάτισες είχαν απαχθεί και μεταφερθεί – παρά τη θέλησή τους και με τη βία – στη Σομαλία. Γυναίκες νεαρές αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας, από κοινότητες μουσουλμανικές και χριστιανικές, της Μομπάσα και άλλων παράκτιων περιοχών της χώρας, οι οποίες συνήθως δελεάζονταν από υποσχέσεις για εργασία με υψηλές απολαβές, είτε κάπου στην Κένυα είτε στο εξωτερικό, πριν καταλήξουν τελικά στα χέρια των τζιχαντιστών.

Έπειτα από τις ιστορίες που άκουσε η Σαλάμα Άλι και αφότου έλαβε την κατάλληλη εκπαίδευση, σύστησε μια μυστική ομάδα παροχής ψυχολογικής υποστήριξης για τις γυναίκες που κατάφεραν να ξεφύγουν. Κάποιες επέστρεψαν με παιδιά στην αγκαλιά τους, κάποιες άλλες είχαν μολυνθεί από τον ιό του HIV ενώ αρκετές υπέφεραν από ψυχικές διαταραχές. Καμία, πάντως, δεν τολμά να μιλήσει ανοιχτά για τον εφιάλτη που έζησε, μην τυχόν και κινήσει την προσοχή των Αρχών ως υποστηρίκτρια ή ακόμα και συνεργάτιδα της Αλ Σαμπάμπ.

«Κατά τα τρία αυτά χρόνια όλοι έρχονταν για να κοιμηθούν μαζί μου. Έφερναν δύο ή τρεις άνδρες για κάθε γυναίκα κάθε βράδυ. Μας βίαζαν κατ΄ εξακολούθηση», δήλωσε μία από αυτές, εξηγώντας πως κάποιες από τις γυναίκες εξαναγκάζονταν να γίνουν «σύζυγοι» των τζιχαντιστών ενώ άλλες κρατούνταν ως σκλάβες του σεξ σε αυτοσχέδιους οίκους ανοχής.

Οι περισσότεροι από 7.000 μαχητές της Αλ Σαμπάμπ μάχονται για τη δημιουργία ενός ισλαμιστικού κράτους στην Σομαλία, εξαπολύοντας τρομοκρατικές επιθέσεις και σε γειτονικές χώρες, στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων συμμετέχουν σήμερα σε μια κοινή επιχείρηση κατά της τρομοκρατικής οργάνωσης υπό την αιγίδα της Αφρικανικής Ένωσης. Η Κένυα αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους των τρομοκρατικών αντεπιθέσεων της Αλ Σαμπάμπ, με τον στρατό της χώρας ν’ αναζητά τα κρησφύγετα των τζιχαντιστών στον εθνικό δρυμό του Μπόνι, ένα πυκνό δάσος κατά μήκος των συνόρων με τη Σομαλία, όπου κατά πάσα πιθανότητα κρατούνταν και οι άτυχες γυναίκες.

Ένα από τα νεαρότερα μέλη της ομάδας της Σαλάμα είναι η Φέιθ. Όταν ήταν μόλις 16 ετών, την πλησίασε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και της προσέφερε εργασία στην πόλη Μαλίντι, 120 χιλιόμετρα από την Μομπάσα. Την επόμενη η έφηβη, τότε, Φέιθ επιβιβάστηκε σ’ ένα λεωφορείο μαζί με άλλες 14 γυναίκες τις οποίες οι συνοδοί τους νάρκωσαν εξαναγκάζοντάς τες να πιουν νοθευμένο νερό.

«Όταν επανακτήσαμε τις αισθήσεις μας, υπήρχαν δύο άνδρες μέσα στο δωμάτιο. Κάλυψαν τα μάτια μας με μαύρα μαντίλια και μας βίασαν», αποκάλυψε. Αφότου την νάρκωσαν ξανά, η Φέιθ ξύπνησε στη συνέχεια σ’ ένα ξέφωτο μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος. Γνωρίζοντας ότι στην περίπτωση που θα προσπαθούσε ν’ αποδράσει θα έχανε τη ζωή της, πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια μαγειρεύοντας για μια ομάδα Σομαλών με «μακριές γενειάδες». Οι αλλεπάλληλοι βιασμοί είχαν ως αποτέλεσμα να μείνει έγκυος και να ν΄ αναγκαστεί στη συνέχεια να γεννήσει το παιδί της ολομόναχη. «Όλα όσα έκανα σ’ εκείνο το δάσος τα έκανα μόνη μου, οπότε έπρεπε να γεννήσω και αυτό το παιδί μόνη μου», δήλωσε.

Τελικά η Φέιθ κατάφερε να δραπετεύσει μαζί με το παιδί της, χάρη σ’ έναν παραδοσιακό θεραπευτή που συνάντησε τυχαία και της έδειξε τον δρόμο προς την ελευθερία. Η κόρη της, ωστόσο, που μεγάλωσε γυμνή μέσα στο δάσος, δυσκολεύεται τώρα να προσαρμοστεί στο νέο της, αστικό, περιβάλλον ενώ αδυνατεί και να κοιμηθεί τις νύχτες εκτός και αν βρίσκεται σε εξωτερικούς χώρους και πάντα στην αγκαλιά της μητέρας της. Μεγάλωσε συνηθίζοντας «να ζούμε σαν ζώα», απολογήθηκε η ίδια.