Ηταν ο διάττων αστέρας στο γερμανικό πολιτικό στερέωμα. Ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς είχε ξεπεράσει σε δημοτικότητα την Ανγκελα Μέρκελ. Επόμενο έτσι να ονειρεύεται ότι θα γίνει διάδοχός της στην Καγκελαρία μετά τις γερμανικές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.
Ομως η λάμψη του αποδείχθηκε εφήμερη. Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στα κρατίδια Σάαρλαντ και Σλέσβιχ-Χολστάιν απέβησαν καταστροφικές για τους Σοσιαλδημοκράτες. Κι αυτό το χρεώθηκε πριν από όλα ο Σουλτς, που είχε χριστεί εν τω μεταξύ και πρόεδρος του κόμματός του. Ο κίνδυνος λοιπόν να υποστεί την τύχη κάθε διάττοντος αστέρα, ήτοι να σβήσει πριν την ώρα του, έγινε ξαφνικά ορατός. Κι αυτό θα μπορούσε να συμβεί ήδη στις σημερινές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία –με 18 εκατομμύρια κατοίκους, το πληθυσμιακά μεγαλύτερο κρατίδιο της χώρας. Τυχόν ήττα της Σοσιαλδημοκράτισσας πρωθυπουργού Χανελόρε Κραφτ θα ήταν εκ νέου δική του ήττα. Και αυτό θα διέλυε οριστικά το όνειρό του. Από δήμαρχος, κλητήρας: «Το μόνο που θα του έμενε μετά είναι η θέση του αντικαγκελαρίου σε νέο μεγάλο συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών» έγραψε το «Spiegel».
Αναδρομή στα παλιά: ο Σουλτς ήταν μέχρι πρότινος πολιτικός δεύτερης διαλογής. Αυτό ισχύει και για τη διάρκεια της προεδρίας του στην Ευρωβουλή, δεδομένου ότι εκείνη που έκανε το πραγματικό κουμάντο στις Βρυξέλλες (και έκλεβε συνεπώς την παράσταση) ήταν η Μέρκελ. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα –λόγω των συχνών επαφών του με έλληνες πολιτικούς και ιδίως με τον Αλέξη Τσίπρα –από ό,τι στη χώρα του. Το ότι με την αναγόρευσή του σε υποψήφιο καγκελάριο έγινε ξαφνικά «φαινόμενο» έχει βρει μόνο μερική εξήγηση. «Σε έναν βαθμό οφείλεται στα μέσα ενημέρωσης που, έχοντας βαρεθεί τη Μέρκελ, στράφηκαν προς ένα άφθαρτο πρόσωπο» έγραψε η εφημερίδα «FAZ». Το υπόλοιπο είναι ωστόσο μυστήριο, μεταφυσική, που δεν εξηγείται με ορθολογικούς όρους.
Η τοπική σημασία των σημερινών εκλογών δεν είναι βέβαια αμελητέα. Η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία είναι, εκτός από πληθυσμιακά, και το οικονομικά ισχυρότερο κρατίδιο της χώρας. Οποιος ή όποια κάνει λοιπόν κουμάντο στην πρωτεύουσά του, το Ντίσελντορφ, ασκεί μεγάλη επιρροή στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες. Γι’ αυτό και έχει εξελιχθεί στο περιβόητο «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» των μεγάλων κομμάτων.
Παράλληλα, η νίκη ενός κόμματος στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία προμηνύει συνήθως και την έκβαση των ομοσπονδιακών εκλογών. Οπως συνέβη το 1998, όταν μετά τη νίκη των Σοσιαλδημοκρατών στις τοπικές εκλογές ακολούθησε ο θρίαμβός τους σε πανγερμανικό επίπεδο –με αποτέλεσμα την ανάδειξη του Γκέρχαρντ Σρέντερ σε καγκελάριο. Και όπως επαναλήφθηκε επίσης (αν και με ανάποδο πρόσημο) το 2005, με νικήτρια αυτή τη φορά τη Μέρκελ.
Μόνο που τώρα τα πράγματα είναι αμφίρροπα. Μερικές δημοσκοπήσεις δίνουν ελαφρύ προβάδισμα στους Σοσιαλδημοκράτες, άλλες στους Χριστιανοδημοκράτες. Ακολουθούν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP, 13%) και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD, 7%,) ενώ η Αριστερά (Die Linke) κινείται στο εκλογικό όριο του 5%, ελπίζει όμως να μπει τελικά στην τοπική Βουλή, επειδή τελευταία έχει μεγάλο «ρεύμα» στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ.
Την πιο θλιβερή εικόνα δίνουν οι Πράσινοι, που από 11,3% στις εκλογές του 2012 πέφτουν τώρα δημοσκοπικά στο 7%. «Δεν θυμίζουν πλέον σε τίποτε τους παλιούς ριζοσπάστες εαυτούς τους» έγραψαν οι εφημερίδες. «Οι γάτες τουλάχιστον πρέπει να μας ψηφίσουν!» ήταν η απάντηση της προέδρου τους Σίλβια Λέρμαν, η οποία υπαινισσόταν με αυτό τα μέτρα προστασίας που πήρε η τωρινή κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων υπέρ των συμπαθών τετράποδων. Ομως ούτε και το μαύρο χιούμορ φαίνεται να κάνει το κόμμα της πιο ελκυστικό.
Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν βέβαια καιρό για τέτοια «αστειάκια». Για αυτούς, το «στοίχημα» είναι πολύ υψηλό: η κρατική εξουσία. Γι’ αυτό και βιάζονται να βρουν τις αιτίες που οδήγησαν στο γρήγορο «ξεφούσκωμα» της δημοτικότητας του Σουλτς.
Το ίδιο κάνουν, για δικούς τους λόγους, και τα μέσα ενημέρωσης. Το «Spiegel», για παράδειγμα, εντοπίζει τρεις τέτοιες αιτίες:
Πρώτον, τη λανθασμένη εκτίμηση των Σοσιαλδημοκρατών ότι η ευφορία για το πρόσωπό του Σουλτς θα διαρκούσε απεριόριστα, ενώ, παράλληλα, θα αυξανόταν η δυσφορία εναντίον της Μέρκελ. Το αντίθετο συμβαίνει: η πλειοψηφία των Γερμανών, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες, τη θεωρεί περισσότερο από ποτέ απαραίτητη για τη διαχείριση των συνεχώς αυξανόμενων διεθνών κρίσεων –ιδίως μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλτ Τραμπ.
Δεύτερον, στις κενές περιεχομένου κορόνες του Σουλτς, όπως «περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη», καθώς και στην επανάληψη χιλιοειπωμένων υποσχέσεων, όπως «δωρεάν Παιδεία –από τον παιδικό σταθμό ως το πανεπιστήμιο».
Τρίτον, στη «βιασύνη» του Σοσιαλδημοκράτη υποψηφίου να μιλήσει για πιθανή συνεργασία με τη Linke. Αυτό, σύμφωνα με τους εκλογολόγους, ξύπνησε τα αντικομμουνιστικά ανακλαστικά πολλών ψηφοφόρων και τους ώθησε έτσι, στο Σάαρλαντ και στο Σλέσβιχ-Χολστάιν, προς τους Χριστιανοδημοκράτες.

Κάν’ το όπως ο Μακρόν;

Το βασικό συμπέρασμα των επιτελών του Σουλτς είναι η ανάγκη ενός ριζικού αναπροσανατολισμού της προεκλογικής τους καμπάνιας. Και το πρότυπο για αυτό είναι ξένο: το προεκλογικό πρόγραμμα του Εμανουέλ Μακρόν. Σε αυτό περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, κοινός προϋπολογισμός των χωρών της ευρωζώνης, ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών, καθώς και η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. «Η επιτυχία του Μακρόν έδειξε ότι μπορεί να κερδίσει κανείς εκλογές και με ευρωπαϊκά θέματα» τονίζει ο ίδιος – υπαινισσόμενος έτσι και το μεγάλο συγκριτικό του πλεονέκτημα σε αυτόν τον τομέα λόγω της πολυετούς θητείας του στην Ευρωβουλή.

Μόνο που οι Χριστιανοδημοκράτες φύλακες γρηγορούν. Υστερα από αρχικές επιφυλάξεις, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τάχθηκε επίσης υπέρ των προτάσεων του νέου γάλλου προέδρου. Αυτό με τον δικό του τρόπο: Οι προτάσεις αυτές, λέει, προϋποθέτουν την αλλαγή των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Σήμερα ωστόσο η αλλαγή τους είναι αδύνατη επειδή προσκρούει στο βέτο πολλών κρατών-μελών. Εφικτή είναι έτσι η εφαρμογή τους μόνο σε επίπεδο λίγων κρατών. Κι αυτή θα είναι αναγκαστικά ατελής και αποσπασματική.

Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: με το «τρικ» αυτό ο Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός κατορθώνει, πρώτον, να δείξει ότι είναι ρεαλιστής και, δεύτερον, να αχρηστεύσει τον καινούργιο, πολλά υποσχόμενο προσανατολισμό του Σουλτς.
Με την εξέλιξη του προεκλογικού αγώνα θα πληθαίνουν σίγουρα τέτοιες «δολιοφθορές». Η μορφή τους θα εξαρτηθεί και από το αποτέλεσμα των σημερινών εκλογών στη Ρηνανία. Το αποκορύφωμά τους θα έρθει όμως όταν θα κατέβει στο ρινγκ η πραγματική πρωταγωνίστρια των εκλογών – η Μέρκελ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ