Η επιτυχία του κεντρώου Εμανουέλ Μακρόν στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι πιθανό να επανεκκινήσει την Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλους υποψηφίους, ο Μακρόν δεν αναγνωρίζει την ανάγκη για ριζοσπαστική αλλαγή στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά θέλει να ξεπεραστούν οι δυσκολίες με μια ευρεία ευρωπαϊκή συνεργασία. Ομως η εκλογική διαφορά του Μακρόν σε σχέση με τη Μαρίν Λεπέν ήταν μικρή και ένα μεγαλύτερο ποσοστό ψηφοφόρων δείχνει υποστήριξη σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό όραμα.
Απομόνωση και λαϊκισμός

Είναι ένα όραμα νοσταλγίας και απομόνωσης που ενστερνίζεται η αρχηγός του Εθνικού Μετώπου και αντίπαλος του Μακρόν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Το σύνθημά της «On est chez nous» (Είμαστε σπίτι μας) υπογραμμίζει την πρόθεσή της να κλείσει τη Γαλλία σε ένα εθνικό κουκούλι που αντιστέκεται στον «άκρατο καπιταλισμό». Αλλά η Λεπέν δεν προωθεί μόνη της αυτό το όραμα. Ενας από τους υποψηφίους, ο οποίος βγήκε τέταρτος, ο ακροαριστερός Ζαν-Λικ Μελανσόν, επίσης έχτισε την υποψηφιότητά του επάνω στον απλοϊκό οικονομικό λαϊκισμό. Για παράδειγμα, όπως και η Λεπέν, δεσμεύθηκε για μια ριζοσπαστική μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, χωρίς να εξηγεί πώς θα το χρηματοδοτούσε.
Αμφότεροι βασίστηκαν στη γερμανοφοβία, εστιάζοντας στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους και στην επιμονή της Γερμανίας για λιτότητα. Η Λεπέν κατηγορεί τον Μακρόν ότι θέλει να γίνει ο αντικαγκελάριος της Ευρώπης, υπό τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, ενώ η ίδια παρουσιάζεται ως «αντι-Μέρκελ». Ο Μελανσόν υποστηρίζει ότι η Γερμανία υποκινείται από τον ριζοσπαστικό ατομικισμό, τον νεοφιλελευθερισμό και τα οικονομικά συμφέροντα ενός γηρασμένου πληθυσμού. Ακόμη και αν ο Μακρόν νικήσει στον δεύτερο γύρο, όπως αναμένεται, θα πρέπει να τον απασχολήσει τι είναι αυτό που οδήγησε επάνω από 40% των γάλλων ψηφοφόρων να υποστηρίξουν αυτό το αντιευρωπαϊκό όραμα στον πρώτο γύρο. Και αν θέλει να δώσει νέα πνοή στην Ευρώπη, θα πρέπει να εξετάσει τι έκανε την Ευρώπη θελκτική στο παρελθόν –και πώς έχασε αυτό το προνόμιό της.


Η Ευρώπη των Αντενάουερ και Ντε Γκολ

Η Ευρώπη έγινε περισσότερο θελκτική επειδή θεωρήθηκε ως ένα μέσο για να απομακρυνθούν όσα ήταν άσχημα και διεφθαρμένα στις εθνικές παραδόσεις. Τη δεκαετία του 1950, όταν ο γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ και ο γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ επεδίωξαν να επανασχεδιάσουν τα κράτη τους εξέτασαν το πώς οι παραδόσεις τους υπονομεύτηκαν από τις ελίτ τους. Η Γερμανία καταστράφηκε από τον ναζισμό, ο οποίος κατά την άποψη του Αντενάουερ επιβλήθηκε στη χώρα από τους πρώσους αριστοκράτες και μιλιταριστές. Στη Γαλλία, σύμφωνα με τον Ντε Γκολ, οι ελίτ αποδυνάμωσαν τη χώρα προτού ψηφίσουν για την ανατροπή της Δημοκρατίας μετά τη στρατιωτική ήττα.
Αλλά σε αντίθεση με σήμερα η μεταπολεμική αντίδραση κατά των ελίτ δεν έκανε τις κοινωνίες εσωστρεφείς. Αντίθετα, ο Ντε Γκολ πίστευε ότι οι βαθιές ιστορικές πληγές της Γαλλίας θα θεραπεύονταν μόνο μέσω της συνεργασίας με τη Γερμανία. Με την κρίση του ευρώ, τα όρια της συμφιλίωσης έγιναν εμφανή. Η Γερμανία και η Γαλλία χρειάζονταν η μία την άλλη αλλά ήταν δύσκολο να κατανοήσουν η μία την άλλη. Καθώς η κρίση της ευρωζώνης εξελισσόταν, οι ψηφοφόροι άρχισαν να αισθάνονται το κοινό νόμισμα σαν ζουρλομανδύα και πίστεψαν ότι αν ξέφευγαν από αυτόν θα λύνονταν τα προβλήματα που είχαν προκύψει.


Η αναγκαία υπέρβαση

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η αίσθηση είναι κοινή και στους οφειλέτες και στους δανειστές. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία παρουσιάζεται ως ο μεγάλος ωφελημένος από την κρίση της ευρωζώνης, τα εμπορικά κέρδη της χώρας είναι μικρότερα από αυτά που υποθέτουν πολλοί, ειδικά καθώς οι χρεωμένες χώρες του Νότου εισάγουν λιγότερα γερμανικά αγαθά. Το έργο του Μακρόν θα είναι επομένως μια υπέρβαση σαν αυτή που περιέγραψε ο Ντε Γκολ τη δεκαετία του 1960. Η Γαλλία χρειάζεται τη Γερμανία για να δημιουργεί μη κρατικές θέσεις εργασίας. Η Γερμανία χρειάζεται τη Γαλλία για να διεκδικήσει τη θέση της στον κόσμο. Η συμφιλίωση στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας είναι δύσκολο εγχείρημα, επειδή σημαίνει ότι τα κράτη θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωπα με αδυναμίες και λάθη του παρελθόντος. Αλλά είναι αναγκαία.
Ο κ. Harold James είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον στις ΗΠΑ.

HeliosPlus