Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών δύο πολιτικοί που δεν ανήκουν στα δύο μεγάλα κόμματα απέσπασαν τις περισσότερες ψήφους Το δικομματικό σύστημα της Γαλλίας έχει περάσει πλέον στην ιστορία.

Η μεγάλη αίθουσα στα νότια του Παρισιού, όπου οι οπαδοί του Μακρόν πανηγύρισαν χθες για τη νίκη του, έδειχνε κάπως μεγάλη για τον αριθμό των συγκεντρωμένων. Ωστόσο μόλις ο γάλλος πολιτικός έφτασε εδώ μετά τις 22:30 συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μπριζίτ είχε κανείς την αίσθηση ότι η αίθουσα ήταν κατάμεστη και ότι έπαλλε από ενθουσιασμό. Εκατοντάδες σημαίες της Γαλλίας ανέμιζαν στον αέρα. «Σήμερα νίκησε η Γαλλία» φωνάζει ο Μακρόν πάνω από τη σκηνή.

Οι δημοσκοπήσεις θέλουν τον Μακρόν να επιβάλλεται και στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 7 Μαΐου. Πρώτη φορά στην 5η Γαλλική Δημοκρατία ανέρχεται στην κορυφή ένα πρόσωπο που δεν προέρχεται από την κεντρική πολιτική σκηνή, παράλληλα όμως σημειώνεται και το τέλος του δικομματικού συστήματος, όπως είχε διαμορφωθεί από την επικράτηση των δύο μεγάλων κομμάτων.

Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου δεν προκάλεσαν καμία έκπληξη. Εδώ και εβδομάδες τα προγνωστικά έλεγαν ότι θα επικρατήσει ο Μακρόν ενώ η υποψήφια του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν θα έρθει δεύτερη. Ωστόσο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ανησυχούσαν ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων θα έπεφταν και στη Γαλλία έξω, όπως συνέβη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και στο δημοψήφισμα για το Brexit.


Μία τομή για τη Γαλλία

Στη Γαλλία ο προεκλογικός αγώνας είχε αναδείξει τέσσερα φαβορί. Ανάμεσά τους ο ακροαριστερός Ζαν-Λικ Μελανσόν και ο κεντροδεξιός Φρανσουά Φιγιόν. Οι τέσσερις υποψήφιοι βρίσκονταν τόσο κοντά στις δημοσκοπήσεις, ώστε ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε να περάσει στον δεύτερο γύρο. Την πιθανότητα αυτή ενέτεινε το γεγονός ότι το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος ανήκε στην ομάδα των αναποφάσιστων λίγο πριν από την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας.

Στο τέλος όμως όλα κύλησαν όπως αναμενόταν. Παρ’ όλα αυτά το αποτέλεσμα σηματοδοτεί μία τομή για τη Γαλλία. «Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας που κανένας από τους υποψηφίους της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς δεν περνά στον δεύτερο γύρο» παρατηρεί ο Νικολά Σαρτέν, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Μπαθ της Μ. Βρετανίας. Γι’ αυτό το λόγο και η αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων δεν περιορίστηκε στα κλασικά «δεξιά» και «αριστερά» θέματα. «Αυτή τη φορά διασταύρωσαν τα ξίφη τους υποστηρικτές και αρνητές της παγκοσμιοποίησης».

Ως προς αυτό το θέμα Μακρόν και Λεπέν εκπροσωπούν τα δύο άκρα: η ηγέτις του Εθνικού Μετώπου υποστηρίζει τον οικονομικό προστατευτισμό, ζητά δημοψήφισμα για έξοδο της χώρας από το ευρώ και την ΕΕ και θέλει να εμποδίσει, όπως λέει, «τη μαζική μετανάστευση». Από την πλευρά του ο Μακρόν είναι φιλοευρωπαϊστής και θιασώτης του οικονομικού φιλελευθερισμού.

Ενόψει βουλευτικών εκλογών

Ακόμη και αν επικρατήσει ο Μακρόν στον δεύτερο γύρο, το σημαντικότερο ζήτημα είναι, σύμφωνα με τη γνώμη του πολιτολόγου Βινσέν Μαρτινί, οι βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο. Τότε ο Μακρόν θα πρέπει να έχει με το μέρος του την πλειοψηφία, ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση. Ωστόσο αυτό δεν είναι πιθανό, κατά τον Μαρτινί. «Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πράγματι ένα ιστορικό γεγονός, ένα τόσο νέο κίνημα να έχει με το μέρος του αρκετούς βουλευτές στο κοινοβούλιο» πιστεύει ο γάλλος πολιτολόγος. Ως εκ τούτου είναι πιθανότερο να σχηματίσει ο Μακρόν έναν συνασπισμό με τους Σοσιαλιστές, τους Ρεπουμπλικάνους ή και τους δύο μαζί. Και εδώ υπάρχει το σενάριο να ανασυναταχθούν οι Ρεπουμπλικάνοι μετά το σκάνδαλο Φιγιόν πίσω από έναν νέο ηγέτη, ώστε να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος.

Κάτι αντίστοιχο είναι μάλλον απίθανο για τους Σοσιαλιστές. Ο υποψήφιός τους Μπενουά Αμόν απέσπασε μόνο το 6% των ψήφων. «Οι Σοσιαλιστές δεν προχώρησαν στην αναγκαία ανανέωση του προφίλ τους, όπως συνέβη με το SPD στη Γερμανία ή με τους Εργατικούς στη Μ. Βρετανία» τονίζει ο Σαρτέν. Σε κάθε περίπτωση η επόμενη περίοδος θα είναι για τα δύο κόμματα, τους Σοσιαλιστές και τους Ρεπουμπλικάνους, μία εποχή εσωστρέφειας και ενδοσκόπησης, αφού γλίστρησε μέσα από τα χέρια τους η κυριαρχία στην πολιτική ζωής της Γαλλίας που διήρκεσε 50 χρόνια.

Λίζα Λουί/ Deutsche Welle, Παρίσι