Ηταν η αρνητική έκπληξη του τουρκικού δημοψηφίσματος: το πλειοψηφικό «Ναι» (63,1%) των λεγόμενων Deutschtürken (Τούρκων της Γερμανίας) υπέρ της αύξησης των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Με αυτόν τον τρόπο βρέθηκαν σε αντίθεση με τους συμπολίτες τους στην Τουρκία που υπερψήφισαν «μόνο» κατά 51,4% τον τούρκο πρόεδρο και ακόμα περισσότερο με εκείνους στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά που τάχθηκαν εναντίον του.
Η έκπληξη μετατρέπεται σε σοκ αν ληφθεί υπόψη ότι οι Τούρκοι που διαθέτουν εκλογικό δικαίωμα στη Γερμανία ψήφισαν στις γερμανικές εκλογές του 2013 κατά 64% τους Σοσιαλδημοκράτες, κατά 12% τους Πράσινους και τους Αριστερούς, και μόνο κατά 7% τους Χριστιανοδημοκράτες. Αν κρίνει λοιπόν κανείς από αυτήν την ψήφο δεν υπάρχουν στην Ευρώπη πιο αριστεροί ψηφοφόροι και κατά συνέπεια πιο ορκισμένοι εχθροί του κ. Ερντογάν από ό,τι οι Deutschtürken.
Σχιζοφρένεια; Ορισμένοι γερμανοί πολιτικοί απαντούν με «ναι», επεξηγώντας ότι αδυνατούν να καταλάβουν πώς άνθρωποι που ζουν στο πιο δημοκρατικό κράτος της Ευρώπης τάσσονται υπέρ της επιβολής ενός αυταρχικού καθεστώτος στη χώρα καταγωγής τους.
Πολιτικός διχασμός
Ομως η «σχιζοφρένεια» δεν έπεσε από τον ουρανό. Πολλοί Τούρκοι της Γερμανίας μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το ένα και το άλλο: «αριστεροί» επειδή τα αριστερά κόμματα τάσσονται υπέρ των δικαιωμάτων τους στη Γερμανία, όπως την παροχή διπλής υπηκοότητας. Και «αντιδραστικοί» στον βαθμό που ζουν εν πολλοίς ως παρίες στη γερμανική κοινωνία, ενώ η «Ευρώπη» ανοίγει μόνο σπιθαμή προς σπιθαμή τις πύλες της στην Τουρκία από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν υπογράφηκε το πρώτο σύμφωνο της σύνδεσής της με την τότε κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Η «σχιζοφρένεια» αντανακλά δηλαδή αντιθετικά συμφέροντα. Και από αυτήν κερδίζει κυρίως ο κ. Ερντογάν, ο οποίος εκμεταλλευόμενος εθνικιστικά συνθήματα εμφανίζεται ως ο «προστάτης» των όπου γης τούρκων κατατρεγμένων.
Η τουρκική κοινότητα στη Γερμανία που ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια άτομα έχει διαφοροποιηθεί βέβαια πολύ με τον καιρό. Η τρίτη και τέταρτη γενιά της –με σημείο αναφοράς το 1960, όταν έφθασε στη χώρα το πρώτο κύμα των «γκασταρμπάιτερ», των φιλοξενούμενων εργατών –έχουν πλέον λίγα κοινά στοιχεία με τις δύο πρώτες. Τα εγγόνια και δισεγγόνια είναι λίγο ή πολύ προσαρμοσμένα στη γερμανική πραγματικότητα. Πολλά από αυτά μάλιστα συγκροτούν τη λεγόμενη διαμετανάστευση, το όλο και πλατύτερο στρώμα μεταναστών, που μιλά περισσότερες από δύο γλώσσες και μπορεί να αλλάζει άνετα τόπο διαμονής και απασχόλησης ανάμεσα στη Γερμανία, στην Τουρκία και σε άλλες χώρες. Οι διαμετανάστες έχουν κατά κανόνα κοσμοπολίτικη συνείδηση και μοιράζονται τις πολιτικές και κοινωνικές απόψεις των μέσων Γερμανών.

Αυταρχικές κοινότητες
Οι πρώτες γενιές όμως συνεχίζουν να ζουν σε «παράλληλες κοινωνίες» (όχι σε γκέτο!) που δημιουργούνται από τη μία από τις διακρίσεις που επιβάλλει η πλειοψηφική μερίδα των «καθαρόαιμων» Γερμανών και από την άλλη από τον πολιτιστικό αυτισμό αυτών των κοινωνιών. Ο αυτισμός οφειλόταν κατ’ αρχάς στον φόβο των «γκασταρμπάιτερ», που δεν ήξεραν συνήθως τη γερμανική γλώσσα, ότι θα χάσουν την πολιτιστική ταυτότητά τους αν «ανοιχθούν» έναντι των γλωσσικά και μορφωτικά «ανώτερων» Γερμανών και ενισχύθηκε στη συνέχεια από την άρνηση των γερμανικών Αρχών να δώσουν πολιτικά δικαιώματα στους νέους συμπολίτες. Η συνέπειά του μέχρι σήμερα είναι η αναπαραγωγή των αξιών και μηχανισμών της πατριαρχικής τουρκικής οικογένειας που χαρακτηρίζεται βασικά, πρώτον, από τη «δικτατορία του γέρου» και, δεύτερον, από την «κατήχηση» των παιδιών, ιδίως των κοριτσιών, από τις μητέρες στους κανόνες της υποταγής έναντι του «γέρου». Αυτό αποτυπώνεται και στις αμέτρητες τουρκικές κοινότητες. Παρότι η οργάνωση των τελευταίων είναι –κατά το πρότυπο της νέας τους πατρίδας –τελείως δημοκρατική, ο τρόπος λειτουργίας τους είναι αυταρχικός, τον τόνο δίνει ο «συλλογικός γέρος», η ομάδα των ηλικιωμένων, που είναι κατά κανόνα συντηρητικός έως αντιδραστικός. Ετσι, ακόμα και σε πόλεις όπως το Εσεν που βρίσκεται στο επίκεντρο της γερμανικής βιομηχανίας και θα έπρεπε κατά τεκμήριο να επηρεάζει δημοκρατικά τους «ξενόφερτους» κατοίκους του, το 75,5% των Τούρκων ψήφισε υπέρ του κ. Ερντογάν. Αυτό που μέτρησε στην εκλογική συμπεριφορά τους, δηλαδή, δεν ήταν το γερμανικό δημοκρατικό ιδεώδες αλλά τα ανακλαστικά της ανατολίτικης παράδοσης που περιφρουρούν την κληροδοτημένη πολιτιστική ταυτότητά τους.
Ελλιπής ενσωμάτωση
Σίγουρο είναι ότι οι πρώτες γενιές των Deutschtürken δεν κατορθώνουν να ταυτισθούν συναισθηματικά με τη δεύτερη πατρίδα τους. «Χρειαζόμαστε μια στρατηγική που θα στοχεύει στο μυαλό και στην καρδιά τους» λέει ο τουρκικής καταγωγής πρόεδρος των Πρασίνων Τζεμ Εζντεμίρ. Μόνο αν αυτή εφαρμοστεί αμέσως στα σχολεία προσθέτει θα μπορέσει να αρχίσει η ουσιαστική ενσωμάτωσή τους.
Για ορισμένους ειδικούς, ωστόσο, η ενσωμάτωση παραμένει ανοικτό θέμα. Αυτή μπορεί να επιτύχει λένε μόνο αν καταργηθούν με το «μαχαίρι» οι διακρίσεις εις βάρος των τούρκων μεταναστών και αν συγχρόνως απαλλαχθούν οι ίδιοι από τις αυταρχικές δομές τους. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, οι τουρκικές κοινότητες θα λειτουργούν σαν παράλληλες κοινωνίες –όχι εκτός αλλά εντός της γερμανικής. Και αυτές θα απειλούν ως ωρολογιακή βόμβα το γερμανικό πολιτικό σύστημα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ