Μετά από πολυετή καθυστέρηση, το Ανώτερο Ομόσπονδο Δικαστήριο της Βιέννης αποφάσισε σήμερα την παραπομπή σε δίκη, για ανάμιξή του σε σκάνδαλο διαφθοράς, τον Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας στην δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ, ενώ ο οποίος υπήρξε ηγετικό κομματικό στέλεχος και έμπιστος του αρχηγού του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων Γεργκ Χάιντερ.

Ο Καρλ-Χάιντς Γκράσερ και άλλοι 14 συγκατηγορούμενοι, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν συνεργάτες του, αντιμετωπίζουν ποινές κάθειρξης μέχρι και δέκα ετών, παραπέμφθηκαν με την κατηγορία της απιστίας και της δωροδοκίας για την πώληση κατοικιών που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία του αυστριακού δημοσίου, και κατά την ενοικίαση το 2006 από τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών και των αυστριακών Τελωνείων του πύργου στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης Λιντς.

Σύμφωνα με αποψινές πληροφορίες, η έναρξη της δίκης κυρίως για την πολύκροτη υπόθεση πώλησης των κατοικιών του δημοσίου επί υπουργίας Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, η οποία είχε απασχολήσει επί χρόνια την αυστριακή κοινή γνώμη χωρίς όμως να κινείται καμία διαδικασία εναντίον του και που στο πλαίσιο της είχαν καταβληθεί «μίζες» ύψους δέκα εκατομμυρίων ευρώ, δεν πρόκειται να γίνει πριν από το καλοκαίρι.

Οπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο κατηγορητήριο, κατά την ιδιωτικοποίηση των κατοικιών του δημοσίου το 2004 από τον τότε υπουργό Οικονομικών, Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, είχε κατατεθεί μυστικά μέσω της Κύπρου σε λογαριασμό στο Λίχτενσταϊν από την εταιρεία που είχε πλειοδοτήσει στο διαγωνισμό χάρη στις διασυνδέσεις της με τον ίδιο, ως «μίζα» το ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ –που αντιπροσώπευε το 1% της υποτιμημένης αξίας των κατοικιών– με το οποίο ο πρώην υπουργός ισχυρίζεται πως δεν έχει καμία σχέση.

Η κυβέρνηση συνασπισμού του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος και του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων του Γεργκ Χάιντερ, είχε αναλάβει καθήκοντα τον Φεβρουάριο του 2000 υπό τον καγκελάριο Βόλφγκανγκ Σιούσελ, αρχηγό τότε του Λαϊκού Κόμματος και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το Δεκέμβριο του 2006.

Η συμμετοχή των Ελευθέρων στην πλέον αμφιλεγόμενη μεταπολεμικά κυβέρνηση της Αυστρίας έμελλε να σημαδέψει για αρκετά χρόνια την πολιτική ζωή της χώρας, καθώς, για πρώτη φορά στην ιστορία της βρισκόταν στη διακυβέρνησή της ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα, κάτι που αποτελούσε τότε και «καινοτομία» στην Ευρώπη μια και ήταν, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το πρώτο κόμμα με τέτοια πολιτική που αναλάμβανε κυβερνητική εξουσία.

Το γεγονός αυτό έφερε την Αυστρία επανειλημμένα στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος αλλά και εντονότατης κριτικής που συνοδεύτηκε τότε από πολύμηνησ διάρκειας μέτρα πολιτικής και διπλωματικής απομόνωσης της.
Στα πρώτα χρόνια από τον Φεβρουάριο του 2000 που ανέλαβε ο αμφιλεγόμενος κυβερνητικός συνασπισμός, η Αυστρία, η οποία μέχρι τότε ίσχυε ως πρότυπο στην Ευρώπη σε πολλούς τομείς, δέχθηκε πλήγματα στην αίγλη και στο κύρος που διέθετε τις προηγούμενες δεκαετίες στο εξωτερικό.

Στο ίδιο το εσωτερικό της, η χώρα γνώρισε ίσως τις εντονότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις μετά το 1945, με τις απόπειρες εγκατάστασης ενός αυταρχικού κράτους, την αμφισβήτηση της ελεύθερης έκφρασης, την απειλή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των Μέσων Ενημέρωσης, αλλά συγχρόνως και την επαναπολιτικοποίηση των πολιτών της.
Ακόμη, στο διάστημα αυτό αμφισβητήθηκε, και στη συνέχεια άρχισε να καταργείται το επί αρκετές δεκαετίες υποδειγματικό στην Ευρώπη, «αυστριακό κράτος πρόνοιας».

Ο Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, ο οποίος για κάποια χρόνια εμφανιζόταν ως ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς της χώρας, υπήρξε ηγετικό στέλεχος του Κόμματος των Ελευθέρων και ένας από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του Γεργκ Χάιντερ, ενώ αργότερα, μετά την διάσπαση των Ελευθέρων από τον Χάιντερ τον Απρίλιο του 2005, προσχώρησε στο Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ.