Από όλες τις διαμάχες, τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις και τις εμπρηστικές αναρτήσεις στο Twitter που συνοδεύουν τους δύο μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ, είναι η υπόθεση της Ρωσίας που ο Λευκός Οίκος δείχνει να μην μπορεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά.
Την περασμένη εβδομάδα, ο διευθυντής του FBI, Τζέιμς Κόμι, επιβεβαίωσε ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής στη Βουλή των Αντιπροσώπων ότι η υπηρεσία του διεξάγει επίσημη έρευνα γύρω από το εάν στελέχη του επιτελείου της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ συνεργάστηκαν με τη Ρωσία για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών του περασμένου Νοεμβρίου.
Ανεξαρτήτως της πορείας των ερευνών, η κατάθεση του Κόμι –ο οποίος θεωρήθηκε ο «άνθρωπος-κλειδί» των αμερικανικών εκλογών, με τη Χίλαρι Κλίντον να τον κατηγορεί ουσιαστικά για την ήττα της, αφού λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές ήταν εκείνος που επανέφερε στο προσκήνιο την υπόθεση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της –έρχεται να ρίξει βαριά τη σκιά της στην κυβέρνηση Τραμπ. Ειδικά καθώς ο ίδιος ο πρόεδρος έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει τα δημοσιεύματα για την ύπαρξη επίσημων ερευνών που αφορούν την πολύκροτη υπόθεση ως «ψευδείς ειδήσεις».
Ο Κόμι δεν αποκάλυψε τίποτε άλλο πέρα από το γεγονός ότι το FBI διεξάγει την έρευνα για τις σχέσεις συνεργατών του Τραμπ με ρώσους αξιωματούχους ήδη από «τα τέλη Ιουλίου». Πολύ προτού τελειώσει η ακροαματική διαδικασία στην επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Τραμπ ή κάποιος συνεργάτης του προεξόφλησε στο Twitter το αποτέλεσμά της, γράφοντας ότι «η NSA και το FBI επιβεβαίωσαν ότι η Ρωσία δεν επηρέασε την εκλογική διαδικασία».
Ενα από τα πρόσωπα που βρίσκονται στο επίκεντρο των ερευνών και στη δυσχερέστερη θέση είναι ο πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Πολ Μάναφορτ, ο οποίος παραιτήθηκε τον περασμένο Αύγουστο εν μέσω κατηγοριών ότι προωθούσε επί πληρωμή τα ρωσικά συμφέροντα στην Ουκρανία αλλά και ότι εργαζόταν για λογαριασμό ενός ρώσου ολιγάρχη με στενές σχέσεις με το Κρεμλίνο. Στη διάρκεια που ο Μάναφορτ ηγείτο της προεκλογικής στρατηγικής του Τραμπ, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε μετριάσει την αντιρωσική ρητορική του, υποβαθμίζοντας την ανάμειξη της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τον περασμένο Οκτώβριο, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών με μια ομόφωνη ανακοίνωση κατηγόρησαν επίσημα τη Ρωσία για τη διαρροή των εσωτερικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος (DNC) στον ιστότοπο των Wikileaks, το καλοκαίρι.
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press ανέφερε ότι οι κατηγορίες ενάντια στον Μάναφορτ επιβεβαιώνονται από έγγραφα και συνεντεύξεις που έχει στην κατοχή του. Συγκεκριμένα, ο Μάναφορτ το 2005 και ενώ οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας είχαν ήδη αρχίσει να επιδεινώνονται, προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν να προωθήσει τα συμφέροντα του Κρεμλίνου στην αμερικανική πολιτική, σε επιχειρηματικές συμφωνίες αλλά και στην κάλυψη των ειδήσεων στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.

Κένεθ Μέιερ: «Εχει συνηθίσει να διοικεί χωρίς αμφισβήτηση»

«Αν από τις έρευνες του FBI αποδειχθεί ότι υπήρξε συνεργασία του επιτελείου του Τραμπ με τους Ρώσους, οι Ρεπουμπλικανοί θα προσπαθήσουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τον πρόεδρο, ο οποίος θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση» είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Κένεθ Μέιερ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν-Μάντισον στις ΗΠΑ.

Πώς θα διαχειριστεί επικοινωνιακά η κυβέρνηση Τραμπ την έρευνα του FBI, όταν ο ίδιος ο πρόεδρος έχει χαρακτηρίσει την υπόθεση για διασυνδέσεις του επιτελείου του με τη Ρωσία «ψευδείς ειδήσεις»;
«Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, καθώς ο Τραμπ δεν συμπεριφέρεται σαν τυπικός πρόεδρος. Συνεχίζει να αναλώνεται σε αποκρούσεις, ακόμη και όταν έρχεται αντιμέτωπος με αποδεικτικά στοιχεία. Αυτό που γνωρίζουμε προς το παρόν είναι η ύπαρξη μιας έρευνας, για την οποία ο εκπρόσωπος Τύπου του Τραμπ, Σον Σπάισερ, επιμένει ότι δεν είναι η αληθινή ιστορία. Θέλουν η προσοχή να στραφεί από τις διαρροές πληροφοριών στους δημοσιογράφους. Πιστεύω ότι ο πρόεδρος θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη στρατηγική των «ψευδών ειδήσεων», που έχει απήχηση μόνο μεταξύ των υποστηρικτών του και των στενότερων συμμάχων του στο Κογκρέσο. Αν – και αυτό είναι ένα μεγάλο αν, αφού πολλά δεν γνωρίζουμε και πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία των ερευνών – αποδειχθεί ότι υπήρξε κάποιου είδους συντονισμός μεταξύ των συνεργατών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και ρώσων αξιωματούχων και προκύψουν ποινικές ευθύνες, θα είναι εξαιρετικά καταστροφικό για τον πρόεδρο, και σε αυτή την περίπτωση ακόμη και οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο θα προσπαθήσουν να κρατήσουν αποστάσεις από εκείνον. Ηδη βλέπουμε να γίνεται αυτό, καθώς μερικοί Ρεπουμπλικανοί έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται. Πολλά από όσα πρόκειται να συμβούν δεν θα εξαρτηθούν από το τι θα κάνει και θα πει ο πρόεδρος, αλλά από το τι θα κάνουν άλλοι παράγοντες στην Ουάσιγκτον – τα μέλη του Κογκρέσου συγκεκριμένα. Θα θελήσουν να προστατεύσουν τις εκλογικές τους προοπτικές αλλά και την πολιτική τους παρακαταθήκη. Ο Τραμπ δεν βοηθάει τον εαυτό του με τις αναρτήσεις του στο Twitter ή με το ότι συνεχίζει να προκαλεί, ενώ γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτά που λέει είναι ανοησίες».

Οι έρευνες του FBI αλλά και οι δικαστικές αντιδράσεις στα προεδρικά διατάγματα για την απαγόρευση εισόδου στη χώρα αποτελούν ένδειξη ότι οι αμερικανικοί θεσμοί αντιδρούν ενάντια στον Τραμπ;
«Εν μέρει ναι. Αλλοι θεσμοί – το δικαστικό σύστημα, το Κογκρέσο, η γραφειοκρατία – έχουν την ικανότητα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, ακριβώς δηλαδή αυτό που σχεδιάστηκαν να κάνουν. Ο πρόεδρος μπορεί να κάνει πολλά από μόνος του, αλλά υπάρχουν όρια και τα περισσότερα από όσα επιθυμεί να επιτύχει ο Τραμπ απαιτούν τη συνεργασία άλλων. Δεν μπορεί να καταργήσει το Obamacare χωρίς το Κογκρέσο, δεν μπορεί να υποχρεώσει τους ομοσπονδιακούς δικαστές να αποδεχθούν τα προεδρικά του διατάγματα, δεν μπορεί να αποτρέψει τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους από το να μιλούν σε δημοσιογράφους – ακόμη και όταν αυτό είναι παράνομο, όλοι οι πρόεδροι έχουν να αντιμετωπίσουν διαρροές. Ο Τραμπ δείχνει να μην τα κατανοεί όλα αυτά. Φαίνεται να πιστεύει ότι ο πρόεδρος εκδίδει ένα διάταγμα και αυτό είναι. Αλλά δεν λειτουργεί έτσι το σύστημα. Αυτό είναι συνέπεια της έλλειψης εμπειρίας από μέρους του, αλλά και της έλλειψης κυβερνητικής εμπειρίας από σχεδόν όλους στον Λευκό Οίκο και στο υπουργικό του συμβούλιο. Εχει συνηθίσει να διοικεί τις επιχειρήσεις του χωρίς να τον αμφισβητούν ή να τον εμποδίζουν. Λέει «κάντε αυτό» και γίνεται. Η κυβέρνηση όμως δεν είναι έτσι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ