Post-fact, μετα-δεδομένο. Ο όρος αυτός, που πρωτοεμφανίστηκε πριν από μερικούς μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και χαρακτηρίζει μια πολιτική στηριγμένη, όχι σε πραγματικά, αλλά σε φαντασιακά δεδομένα, κάνει θραύση και στη Γερμανία. Στην αρχή εφαρμοζόταν μόνο στον Ντόναλντ Τραμπ, τελευταία όμως η εφαρμογή του επεκτείνεται και σε ευρωπαίους πολιτικούς. Με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι δεν κατηγορούνται, όπως ο αμερικανός πρόεδρος, για παραποίηση της αλήθειας, ψέματα και αντικατάσταση των πραγματικών δεδομένων από φαλκιδευμένα «εναλλακτικά», αλλά απλώς για αποπλάνηση του κοινού με έναν ακραία απολιτικό τρόπο: με συνθήματα που αφήνοντας στην άκρη τη λογική, διεγείρουν αποκλειστικά το θυμικό.
«Δημαγωγός» ή ρεαλιστής;


Στους τελευταίους κατατάσσεται τώρα και ο πρώην πρόεδρος της Ευρωβουλής και νυν υποψήφιος καγκελάριος των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς. Οι αντίπαλοί του «λαϊκιστή» τον ανεβάζουν, «ευρωπαίο Τραμπ» τον κατεβάζουν. Και αυτό, παρ’ όλο που ο κ. Σουλτς δεν έχει προλάβει ακόμη να ανοίξει το στόμα του για να εκθέσει το πολιτικό του πρόγραμμα. Και μόνο το γεγονός ότι στις λίγες εβδομάδες που πέρασαν από τότε που χρίστηκε υποψήφιος (29.1.2017) έσπασε όλα τα ρεκόρ στις δημοσκοπήσεις, τους φτάνει για να τον αποκηρύξουν ως δημαγωγό και «διαφθορέα» ψυχών.
Η εκτίναξη του ποσοστού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από το ιστορικό χαμηλό του 20% σε 30% και πλέον, καθώς και της δημοτικότητάς του έναντι εκείνης της Ανγκελα Μέρκελ, προσθέτουν, δεν εξηγούνται με όρους του πολιτικού ορθολογισμού. «Είναι σκέτη τρέλα» λέει ο βουλευτής της Linke (Αριστερά) Μίχαελ Σλεχτ. Οι ψηφοφόροι φέρονται ξαφνικά σαν υπνωτισμένοι. Οι «συνειδητοί» ψηφοφόροι, που ήταν λίγο ή πολύ «κολλημένοι» στα κόμματά τους, γίνονται όλο και λιγότεροι. Κι αυτό προκαλεί αποσάθρωση του πολιτικού συστήματος, που μέχρι πρότινος ξεχώριζε στην Ευρώπη για τη σταθερότητά του.
Οχι λίγοι μιλούν τώρα για την έλευση ενός πολιτικού Μεσσία. «Ο Αγιος Μάρτιν», έγραψε το περιοδικό «Der Spiegel», ο πολιτικός «που επιστρέφει από την Ευρώπη στο σπίτι του για να σώσει τη Σοσιαλδημοκρατία». Τα λόγια του αποτελούν βάλσαμο στις πληγές των ψηφοφόρων του κόμματος, που στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις έπρεπε να «υποφέρουν» ως υποψήφιους καγκελάριους δυο κάθε άλλο παρά χαρισματικούς ρήτορες, τον πρώην υπουργό εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ και τον επίσης πρώην υπουργό Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ, ενώ για τις εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου φοβούνταν ότι θα είχαν ως υποψήφιο ένα, πολιτικά και ρητορικά, «βαρύ πεπόνι» –τον ακόμη πρόεδρο του κόμματος και αντικαγκελάριο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

«Η αντικατάσταση του Γκάμπριελ από τον Σουλτς άλλαξε το πολιτικό σκηνικό»
εκτιμούσε ραδιοσχολιαστής. Εκατομμύρια ψηφοφόροι των Σοσιαλδημοκρατών, που είχαν γυρίσει την πλάτη στο κόμμα τους, θέλουν τώρα να το ξαναψηφίσουν. Σε αυτούς κυρίως οφείλεται η δημοσκοπική άνοδός του. Από αυτούς στρατολογεί επίσης καθημερινά χιλιάδες μέλη –κανένα άλλο κόμμα δεν καταγράφει τόσο μεγάλη εισροή κομματικών πιστών.

Ζητείται «επανεφεύρεση»
Επόμενο έτσι, το αρχηγείο των Χριστιανοδημοκρατών να βρίσκεται σε διαρκή συναγερμό. Η μέχρι πρότινος ισχύουσα τακτική της «ασυμμετρικής ακινητοποίησης» (sic!) για τις εκλογές αναθεωρείται εκ βάθρων. Η κυρία Μέρκελ δεν παρουσιάζεται πλέον ως υπερκομματική πολιτικός, ως ένα είδος εθνάρχη, που ανάγκαζε στο παρελθόν τους Σοσιαλδημοκράτες να περιορίζουν την κινητοποίηση εναντίον της. Το ζητούμενο είναι τώρα μια νέα Μέρκελ, όχι απόμακρη όπως παλιά, αλλά πιο «γήινη» και πιο «κοντινή» στο κοινό, που θα μπορεί να αντιπαρατεθεί με ίσους όρους στον συναισθηματικά πληθωρικό Σουλτς.
Μόνο που τέτοια «επανεφεύρεση» δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η κυρία Μέρκελ πάντως δεν δείχνει να τη θέλει, αλλά, αντίθετα, επιμένει στο στυλ τής ορθολογικά σκεπτόμενης πολιτικού.

«Η καρδιά μαζί σου, το μυαλό με τους άλλους»

Στο ελληνικό ζήτημα η διαφορά μεταξύ Σουλτς και Μέρκελ είναι σαφής. Αλλά και αυτή έχει συναισθηματική, όχι πολιτική βάση. «Ξέρεις, η καρδιά μου είναι μαζί σου, το μυαλό μου όμως είναι με τους άλλους» (σ.σ.: τους 27 αρχηγούς κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης) έλεγε ο κ. Σουλτς στον Αλέξη Τσίπρα τον Ιούλιο του 2015, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής των Βρυξελλών, που οδήγησε στη συνθηκολόγηση του έλληνα πρωθυπουργού.

Ορισμένες θέσεις του για ευρωπαϊκά θέματα, όπως εκείνη υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγων, είναι πολύ συμφέρουσες και για την Ελλάδα. Εδώ και καιρό όμως δεν μιλά πλέον για αυτά. Γεγονός είναι ότι ο κ. Σουλτς δεν διακρίθηκε ποτέ για τον ριζοσπαστισμό του. Ως μέλος του Seeheimer Kreis, της δεξιάς πτέρυγας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είχε υποστηρίξει το 2002-2003 την Agenda 2010, τις μεταρρυθμίσεις του τότε καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, που είχαν οδηγήσει στη συρρίκνωση του μέχρι τότε υποδειγματικού γερμανικού κοινωνικού κράτους. Και στις Βρυξέλλες δεν είχε διστάσει να τα κάνει «πλακάκια» με τον συντηρητικό πρόεδρο της Επιτροπής Ζαν Κλοντ-Γιούνκερ εξασφαλίζοντάς του ασυλία για τις «λαδιές» του ως πρώην πρωθυπουργού ενός φορολογικού παραδείσου, του Λουξεμβούργου, για να πάρει, ως αντάλλαγμα, τον θώκο του προέδρου της Ευρωβουλής.

Ομως όλα αυτά είναι, όπως λένε οι Γερμανοί, «χιόνι της περασμένης χρονιάς». Αυτό που μετράει είναι ότι ο κ. Σουλτς φέρνει σήμερα τα πάνω κάτω στη Γερμανία –είτε επειδή ξαναξυπνά στο πλατύ κοινό την ελπίδα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, είτε επειδή οι ψηφοφόροι έχουν «βαρεθεί» πλέον την κυρία Μέρκελ. Αδηλο ωστόσο αν θα συνεχίσει να ανεβαίνει δημοσκοπικά, ή αν θα έχει την τύχη ενός διάττοντος αστέρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ