Καθώς ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει την προσπάθεια αποσταθεροποίησης της μεταπολεμικής παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων, μεγάλο μέρος του κόσμου παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Οι σχολιαστές ψάχνουν τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουν την επίθεσή του στις συμβατικές νόρμες ηγεσίας και ανεκτικότητας σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, αντιμέτωπα με έναν πρόεδρο που ενίοτε είναι εξαιρετικά ανενημέρωτος αλλά παράλληλα πιστεύει όσα λέει, διστάζουν να χαρακτηρίσουν ψέματα τις εμφανώς λανθασμένες δηλώσεις.
Αλλά κάποιοι θα υποστήριζαν ότι πίσω από το χάος και τις μεγαλοστομίες υπάρχει μια οικονομική λογική στην άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης Τραμπ από την παγκοσμιοποίηση. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι ΗΠΑ παραπλανήθηκαν για να επιτρέψουν την άνοδο της Κίνας και μια μέρα οι Αμερικανοί θα το μετανιώσουν. Εμείς οι οικονομολόγοι τείνουμε να θεωρούμε αυτή την παραίτηση των ΗΠΑ από την παγκόσμια ηγεσία ιστορικό λάθος. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι ρίζες του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο βαθιές από τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης.
Για παράδειγμα, κάποιοι οικονομολόγοι αντιτάχθηκαν στη συμφωνία TPP, δικαιολογώντας την άποψή τους με το επιχείρημα ότι αυτή θα έβλαπτε τα συμφέροντα των αμερικανών εργαζομένων. Ωστόσο η απόρριψή της ανοίγει την πόρτα για κινεζική οικονομική κυριαρχία στην περιοχή του Ειρηνικού. Οι αμερικανοί λαϊκιστές, ίσως επηρεασμένοι από τα γραπτά του Τομά Πικετί, δείχνουν να μην εντυπωσιάζονται από το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έβγαλε από τη φτώχεια εκατομμύρια απελπισμένους ανθρώπους στην Κίνα και στην Ινδία, στέλνοντάς τους στη μεσαία τάξη. Η φιλελεύθερη άποψη για την άνοδο της Ασίας είναι ότι κάνει τον κόσμο πιο δίκαιο, αφού η οικονομική μοίρα ενός ανθρώπου δεν εξαρτάται από το πού έτυχε να γεννηθεί. Αλλά μια πιο κυνική άποψη εισχωρεί στη λαϊκιστική λογική, υποστηρίζοντας ότι με την υπερβολική προσκόλλησή τους στην παγκοσμιοποίηση οι ΗΠΑ θερίζουν τους καρπούς της δικής τους πολιτικής και οικονομικής καταστροφής.
Ο τραμπισμός βασίζεται σε αυτή την αίσθηση της εθνικής θνητότητας: ορίστε κάποιος που μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Στόχος δεν είναι να επιστρέψουν στην Αμερική οι θέσεις εργασίας αλλά να δημιουργηθεί ένα σύστημα που θα επεκτείνει την αμερικανική κυριαρχία. «Πρέπει να εστιάσουμε στα δικά μας» είναι το μάντρα του Τραμπ και άλλων. Δυστυχώς με αυτή τη λογική είναι δύσκολο να δούμε πώς η Αμερική θα διατηρήσει την παγκόσμια τάξη από την οποία ωφελήθηκε τις περασμένες δεκαετίες. Και ας μην απατόμαστε: η Αμερική ήταν ο μεγάλος κερδισμένος. Καμία άλλη μεγάλη χώρα δεν είναι το ίδιο πλούσια και η μεσαία τάξη της είναι ακόμη πολύ καλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Ναι, ο Δημοκρατικός υποψήφιος Μπέρνι Σάντερς είχε δίκιο όταν έλεγε ότι η Δανία είναι ένα πολύ ωραίο μέρος για να ζει κανείς και ότι κάνει πολλά πράγματα σωστά. Θα μπορούσε να είχε αναφέρει ωστόσο ότι η Δανία είναι μία σε μεγάλο βαθμό ομοιογενής χώρα 5,6 εκατομμυρίων ανθρώπων με μικρή ανεκτικότητα στη μετανάστευση.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, το τρένο της παγκοσμιοποίησης έχει αναχωρήσει και η ιδέα ότι θα μπορούσε να επιστρέψει είναι τουλάχιστον αφελής. Η μοίρα της Κίνας και ο ρόλος της στον κόσμο βρίσκονται τώρα στα χέρια των Κινέζων και των ηγετών τους. Αν η κυβέρνηση Τραμπ πιστεύει ότι μπορεί να γυρίσει το ρολόι πίσω ξεκινώντας έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, έχει τις ίδιες πιθανότητες να επισπεύσει την οικονομική και στρατιωτική της ανάπτυξη με το να την επιβραδύνει.
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει ασχοληθεί με την Κίνα καθώς επικεντρώνει τη ρητορική της στο Μεξικό. Αν δοκιμάσει τις ίδιες τακτικές και στην Κίνα, θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια δυσάρεστη έκπληξη. Η Κίνα έχει τα οικονομικά όπλα, συμπεριλαμβανομένων τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε αμερικανικό χρέος. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κερδίσουν έναν εμπορικό πόλεμο ενάντια στην Κίνα και οποιαδήποτε νίκη θα είναι πύρρεια. Οι Αμερικανοί θα πρέπει να διαπραγματευθούν σκληρά με την Κίνα για να προστατεύσουν τους φίλους τους στην Ασία και να αντιμετωπίσουν τη Βόρεια Κορέα. Και ο καλύτερος τρόπος είναι μια ανοιχτή εμπορική πολιτική και όχι ένας εμπορικός πόλεμος.
Ο κ. Kenneth Rogoff είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το διάστημα 2001-2003.