Η λέξη «λαϊκισμός» ήταν παντού το 2016. Πολιτικοί ηγέτες που ισχυρίζονται ότι μιλούν εξ ονόματος του λαού έχουν καταφέρει αξιοσημείωτες νίκες στην Ευρώπη, στην Ασία και, με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο λαϊκισμός αρχικά ορίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως η διαμαρτυρία των αμερικανών αγροτών εναντίον τραπεζών και σιδηροδρομικών μονοπωλίων. Τώρα, ο όρος περιγράφει τον θυμό και την πικρία για τους προνομιούχους, τις παντοδύναμες ελίτ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο νέος λαϊκισμός έχει περισσότερο αόριστες στοχεύσεις, και κατασκευάζει περισσότερο γενικευμένες επιδιώξεις σε σχέση με τον προκάτοχό του. Οι σημερινοί λαϊκιστές ηγέτες είναι γενναιόδωροι με το μίσος, αλλά φειδωλοί με τον σεβασμό απέναντι σε συγκεκριμένες πολιτικές. Επιπλέον, έχουν πρόσβαση σε αριστερές και δεξιές πολιτικές, συχνά ταυτόχρονα. Ο πολιτικός προσανατολισμός είναι ασήμαντος στον λαϊκισμό, διότι εμπορεύεται τη χειραγώγηση των συναισθημάτων μέσω των χαρισματικών ηγετών.
Το ακροατήριο των λαϊκιστών περιλαμβάνει οποιονδήποτε νιώθει οικονομικά τρομοκρατημένος από την παγκοσμιοποίηση, ανησυχεί ότι οι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές του και αλλάζουν τη σύνθεση της κοινωνίας, ή είναι απλά δυσαρεστημένο με την αισθητή απώλεια της θέσης και του κύρους του. Αν και οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το επίπεδο ζωής έχει βελτιωθεί, δεν μπορούν να μετρήσουν τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων που νιώθουν περιθωριοποιημένοι, υποτιμημένοι και περιφρονημένοι.
Προηγούμενα κινήματα διαμαρτυρίας, όπως οι Σουφραζέτες και οι πρώιμοι σοσιαλιστές, συχνά «εξόπλιζαν» ιδέες και αρχηγούς που τελικά γίνονταν μέρη του κυρίαρχου πολιτικού ρεύματος. Ο νέος λαϊκισμός είναι διαφορετικός, επειδή κατηγορηματικά αρνείται την καθεστηκυία νομιμότητα και απορρίπτει τους κανόνες του παιχνιδιού. Στη νέα λαϊκιστική μοραλιστική παγκόσμια οπτική, ο δίκαιος «λαός» μάχεται τις μοχθηρές «ελίτ». Αλλά δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο πού ανήκει ο καθένας, επειδή η λαϊκιστική γλώσσα είναι προκλητική και ανακριβής.
Οι ελίτ που δεν βρίσκονται σε επαφή με τις ανάγκες των απλών ανθρώπων, είναι φυσικά έξω από τον «ευλογημένο» κύκλο των λαϊκιστών. Ομως έτσι κατηγορείται οποιοσδήποτε, του οποίου οι βλέψεις έρχονται σε αντίθεση με τη θέληση του «λαού», όπως σχεδόν οι μισοί αμερικανοί ψηφοφόροι που επέλεξαν τη Χίλαρι Κλίντον.
Ο έντονος εθνικισμός και η συζήτηση για την απόκτηση της κυριαρχίας, μαζί με νοσταλγία για το ιδεατό παρελθόν, είναι τα συστατικά κλειδιά της λαϊκιστικής γοητείας. «Να κάνουμε την Αμερική Μεγάλη Πάλι», όπως είπε ο Τραμπ. Στην Ευρώπη, λαϊκιστές ηγέτες όπως ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν, απεικονίζουν μια χριστιανική Ευρώπη που πολιορκείται από μουσουλμανικές ορδές, αν και όλο και λιγότεροι Ευρωπαίοι επισκέπτονται την εκκλησία.
Είναι σίγουρο πως πολλά έχουν πάει λάθος για ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων. Η παγκοσμιοποίηση και ο αυτοματισμός εξοντώνουν επαγγέλματα στις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ πανίσχυροι οργανισμοί και μεγιστάνες σε τόσο πολλές χώρες απολαμβάνουν έναν καλύτερο διαμοιρασμό του πλούτου και πληρώνουν λιγότερους φόρους. Αλλά οι λαϊκιστές ηγέτες δεν προσφέρουν τεκμηριωμένες λύσεις, μόνο φαντασιώσεις. Οι προτάσεις του Τραμπ να χτίσει ένα «μεγάλο, όμορφο» τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, να αποκλείσει τους μουσουλμάνους μετανάστες, να ξανανοίξει τα ανθρακωρυχεία και να επιβάλει δασμούς στην Κίνα δεν είναι μόνο απραγματοποίητες, αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε έναν εμπορικό πόλεμο, χειροτερεύοντας την οικονομική κατάσταση για τους υποστηρικτές του.
Η γοητεία του λαϊκισμού αυξάνεται όταν πολιτικά και οικονομικά συστήματα φαίνεται πως αποτυγχάνουν, κάτι που εξηγεί την άνοδο των Ιακωβίνων στα πρώτα στάδια της Γαλλικής Επανάστασης ή των ναζιστών στη χιτλερική Γερμανία. Οι συμμετέχοντες σε αυτές τις ομάδες υποστήριζαν ότι κατείχαν ηθική αγνότητα, και υπόσχονταν να καθαρίσουν τη διαφθορά του παλαιού συστήματος στο όνομα της ανθρωπότητας.
Η σημερινή λαϊκιστική πολιτική, με τον ισχυρισμό ότι κατέχει το μονοπώλιο της αλήθειας, είναι επίσης προφανέστατα αντιδημοκρατική. Στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στην Τουρκία μπορούμε ήδη να δούμε ότι όταν λαϊκιστές αποκτούν δύναμη, τη χρησιμοποιούν για καταστροφή των δημοκρατικών θεσμών.
Αυτή η μορφή λαϊκισμού δημιουργεί μια σοβαρή εγχώρια αλλά και διεθνή απειλή για το 2017. Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα ή μπορούμε να ελπίζουμε ότι αυτές οι νέες, εξωτερικές πολιτικές δυνάμεις θα αναγκάσουν τα εφησυχασμένα παραδοσιακά κόμματα να υιοθετήσουν εξαιρετικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις; Ισως μετά οι δικές μας υπάρχουσες αντιστάσεις θα είναι αρκετά δυνατές απέναντι στην επίθεση εκείνων που υπόσχονται σωτηρία, αλλά σκορπίζουν χάος.
Η Μάργκαρετ Μακ Μίλαν είναι καθηγήτρια Διεθνούς Ιστορίας στο St Antony’s College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

HeliosPlus