Η πρόθεση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να παρατείνει την εξουσία του ως και το 2029 μετατρέποντας –και επίσημα –το πολίτευμα της χώρας σε προεδρικό επιβεβαιώνει τους φόβους για επισφράγιση της αυταρχικής πορείας της τουρκικής κυβέρνησης. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, όπως παρουσιάζονται στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε πρόσφατα στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, όχι μόνο θα επισημοποιήσουν το καθεστώς της συγκεντρωτικής εκτελεστικής εξουσίας που επιδιώκει ο Ερντογάν αλλά θα περιορίσουν τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου σε βαθμό που δεν θα μπορεί να ασκεί κανέναν έλεγχο στις αποφάσεις του προέδρου. Ετσι, πριν από τα «σύνορα της καρδιάς μας» όπως χαρακτήρισε τον νεοοθωμανικό του επεκτατισμό, ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να κάνει πράξη το «σουλτανάτο» της καρδιάς του, αν είναι θέλημα του Αλλάχ.
Πρόκειται για μία από τις πλέον ριζικές προσπάθειες αλλαγής του τουρκικού πολιτεύματος μετά τη μετατροπή του κράτους σε κοσμική δημοκρατία πριν από περίπου έναν αιώνα. Την ίδια στιγμή, οι διώξεις ενάντια στους «εχθρούς» της κυβέρνησης συνεχίζονται, με συλλήψεις πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και δικαστικών που κατηγορούνται για σχέσεις με το δίκτυο Γκιουλέν, αλλά και εκατοντάδων υπόπτων για διασυνδέσεις με το PKK.

«Οι προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές στοχεύουν στη θεσμοθέτηση της de facto θέσης του Ερντογάν ως της πλέον ισχυρής μορφής της τουρκικής πολιτικής. Ως τώρα, αυτή η θέση διατηρούνταν εξαιτίας της χαρισματικότητας και των εκλογικών επιτυχιών του Ερντογάν. Οι συνταγματικές εξουσίες του προέδρου, ωστόσο, συνεχίζουν να είναι περιορισμένες. Πιο σημαντικό, το Σύνταγμα αξιώνει από τον πρόεδρο να είναι αμερόληπτος και να μην ανήκει σε κάποιο κόμμα, να συμπεριφέρεται ως αρχηγός του κράτους και όχι της κυβέρνησης. Η εξουσία και η ευθύνη της κατάρτισης νόμων ανήκει στο Κοινοβούλιο και η ευθύνη της εφαρμογής τους στην κυβέρνηση»
είπε στο «Βήμα» ο Καραμπεκίρ Ακογιουνλού, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία και ειδικός στη σύγχρονη τουρκική πολιτική.
Ο Ερντογάν είναι ο πρώτος πρόεδρος που εξελέγη με λαϊκή εντολή το 2014, έχοντας προηγουμένως διατελέσει τρεις φορές πρωθυπουργός της χώρας. Αν όπως αναμένεται το νομοσχέδιο για τη συνταγματική μεταρρύθμιση ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο με την υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), οι μεταρρυθμίσεις θα τεθούν σε δημοψήφισμα την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2017. Σύμφωνα με ειδικούς, αν ο Ερντογάν –του οποίου τα ποσοστά δημοτικότητας κυμαίνονται μεταξύ 50% και 55% –καταφέρει να φθάσει μέχρι το δημοψήφισμα θα εξασφαλίσει, εκτός απροόπτου, μια άνετη νίκη.

«Από τη στιγμή που εξελέγη πρόεδρος το 2014, ο Ερντογάν προσπαθεί να επεκτείνει τα όρια του αξιώματός του –και παραβιάζει τα όρια του αξιώματός του συστηματικά. Οι συνταγματικές αλλαγές έχουν ως στόχο να προσαρμοστεί το σύστημα στις επιθυμίες του Ερντογάν και όχι το αντίστροφο. Αν τα σχέδιά του επιτύχουν, κάτι που είναι πολύ πιθανό, ο πρόεδρος δεν θα αποκτήσει μόνο εκτελεστικές εξουσίες χωρίς προηγούμενο αλλά θα περιοριστεί η ικανότητα του Κοινοβουλίου και του δικαστικού συστήματος να τον ελέγχουν. Στην ουσία, ο μοναδικός πραγματικός έλεγχος που θα ασκείται στον πρόεδρο θα είναι οι εκλογές. Αυτό θα διαβρώσει σημαντικά τα δημοκρατικά θεσμικά αντίβαρα και θα προσωποποιήσει την εξουσία, κάτι που σημαίνει ότι η Τουρκία θα βρεθεί ακόμη πιο κοντά στον αυταρχισμό»
λέει ο καθηγητής Ακογιουνλού.
Επιθέσεις
Προβάλλεται ως «ασπίδα» στην τρομοκρατία
Λίγες ώρες μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), ακόμη μία τρομοκρατική ενέργεια σκόρπισε τον θάνατο στην Τουρκία. Περισσότεροι από 40 πολίτες και αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους και τουλάχιστον 150 τραυματίστηκαν σε μια διπλή βομβιστική επίθεση έξω από το στάδιο της Μπεσίκτας στην Κωνσταντινούπολη. Την ευθύνη ανέλαβε η κουρδική οργάνωση Γεράκια για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν, ενώ σύμφωνα με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ένας εκ των δραστών ήταν συριακής καταγωγής. Η τουρκική κυβέρνηση προέβη σε εκατοντάδες συλλήψεις ατόμων που κατηγορούνται για διασυνδέσεις με το PKK, αλλά και μελών του φιλοκουρδικού Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP).
«Κάθε φορά που η Τουρκία κάνει ένα θετικό βήμα προς το μέλλον, αμέσως ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία απάντηση που στοιχίζει σε αίμα και ανθρώπινες ζωές και προκαλεί βία και χάος από τρομοκρατικές οργανώσεις» δήλωσε ο Ερντογάν, συνδέοντας την επίθεση με τις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές. Μπροστά στην απειλή της τρομοκρατίας, ο τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να παρουσιάσει τη συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπό του ως έναν παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας για τη χώρα.

Καραμπεκίρ Ακογιουνλού, καθηγητής
«Είναι φυσικό να ανησυχεί η Αθήνα»

«Πώς θα επηρεάσουν οι πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία τις σχέσεις της με την ΕΕ αλλά και το ήδη τεταμένο κλίμα με την Ελλάδα;»
ρωτήσαμε τον καθηγητή Καραμπεκίρ Ακογιουνλού.

«Προς το παρόν, η σχέση μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας, όπως και μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, είναι πιθανότερο να συνεχίσει να βασίζεται σε επιτακτικά και πραγματιστικά συμφέροντα. Πρώτα από όλα, αναφέρομαι στη συνέχιση της συμφωνίας για το Προσφυγικό, που επετεύχθη μεταξύ των δύο πλευρών τον περασμένο χρόνο. Και οι δύο πλευρές έχουν συμφέρον να διατηρηθεί η συμφωνία. Πέρα από αυτό, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, οι σχέσεις Τουρκίας και ΕΕ θα γνωρίσουν επιδείνωση –ή τουλάχιστον όχι βελτίωση -, δεδομένης της ανόδου του ακροδεξιού και εθνικιστικού λαϊκισμού και στις δύο πλευρές»
μας απάντησε.

«Η αστάθεια στην Τουρκία φυσικά απειλεί και αποτελεί πρόκληση για την Ελλάδα, εξαιτίας ιστορικών και γεωπολιτικών παραγόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόπειρα πραξικοπήματος και η υπόθεση της έκδοσης των τούρκων αξιωματικών. Επιπλέον, η «αναθεωρητική» ρητορική του Ερντογάν, που αφορά τα νησιά του Αιγαίου, τη Δυτική Θράκη αλλά και το Βόρειο Ιράκ, είναι φυσικό να προκαλεί ανησυχία στην Αθήνα»
λέει ο καθηγητής Ακογιουνλού. Ωστόσο, τονίζει, «αποδέκτης της ρητορικής του Ερντογάν είναι κυρίως το εσωτερικό ακροατήριο και δεν αποτελεί σχέδιο εξωτερικής πολιτικής. Επομένως, πιστεύω ότι η ζημιά στις σχέσεις θα είναι περιορισμένη. Μπορεί και να υπάρξει μια νέα οδός συνεργασίας, δεδομένων των σχετικά στενών σχέσεων των δύο κυβερνήσεων –ΣΥΡΙΖΑ και ΑΚΡ –με τη Ρωσία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ