Οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ασχοληθεί ελάχιστα με το μέλλον της ευρωζώνης από τον Ιούλιο του 2012, όταν ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δεσμεύθηκε να κάνει «ό,τι χρειάζεται» προκειμένου να σώσει το κοινό νόμισμα. Για περισσότερο από τέσσερα χρόνια απλώς αναθέτουν τη σταθερότητα και την ακεραιότητα της ευρωζώνης στους κεντρικούς τραπεζίτες. Αλλά, ενώ η ΕΚΤ τα κατάφερε καλά, αυτή η σιωπηλή και βολική διευθέτηση φθάνει στο τέλος της, επειδή καμία κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να επιλύσει πολιτικές και συνταγματικές σπαζοκεφαλιές.
Οι αρχηγοί κρατών της Ευρώπης και οι κυβερνήσεις καλά θα έκαναν να ξεκινούσαν από την αρχή, αναζητώντας εναλλακτικές για το μέλλον της ευρωζώνης αντί να αφήνουν τις συγκυρίες να αποφασίζουν για εκείνους. Μέχρι στιγμής, οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν είχαν μεγάλη όρεξη για συζήτηση. Τον Ιούνιο του 2015 ασχολήθηκαν επιφανειακά με μια έκθεση για το μέλλον του ευρώ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το ζήτημα επέστρεψε προσωρινά στην ατζέντα, όταν οι ηγέτες της ευρωζώνης συζητούσαν για το αν θα διώξουν την Ελλάδα. Αλλά η πρόθεσή τους να διευθετήσουν τα υποβόσκοντα προβλήματα ήταν βραχυπρόθεσμη. Τελικά, τα σχέδια για απάντηση στο σοκ του Brexit, ενισχύοντας την ευρωζώνη, εγκαταλείφθηκαν γρήγορα, εξαιτίας του φόβου ότι η μεταρρύθμιση θα ήταν πολύ διχαστική. Το πρόβλημα όμως παραμένει. Παρότι τα νομισματικά μέτρα της ΕΚΤ περιόρισαν τις εντάσεις στην αγορά, το ιταλικό δημοψήφισμα επέφερε και πάλι αναταραχή. Η ανησυχητική κατάσταση των ιταλικών τραπεζών είναι ο λόγος της αυξανόμενης ανησυχίας. Το Brexit και η εκλογή ενός αμερικανού προέδρου που υποστηρίζει τον αμερικανισμό αντί της παγκοσμιοποίησης και απορρίπτει την Ευρωπαϊκή Ενωση προσθέτουν στον κίνδυνο να είναι οι ψηφοφόροι και όχι οι αγορές που θα αμφισβητήσουν την ευρωπαϊκή νομισματική ενσωμάτωση. Τα αντιευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο σε όλες τις μεγάλες χώρες της ευρωζώνης εκτός από την Ισπανία. Στην Ιταλία μπορεί να αποτελούν και την πλειοψηφία.
Χαμένοι σε διαδικαστικό αδιέξοδο

Στο οικονομικό μέτωπο, η ευρωζώνη έχει αφήσει εκκρεμή ζητήματα. Η τραπεζική ένωση, που ξεκίνησε το 2012, έχει σημειώσει πρόοδο αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το χάσμα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης έχει περιοριστεί και οι εξωτερικές ανισορροπίες έχουν υποχωρήσει, αλλά κυρίως εξαιτίας της συμπίεσης της εσωτερικής κατανάλωσης στη Νότια Ευρώπη. Οι διαφορές στην ανεργία παραμένουν. Η ευρωζώνη ακόμη δεν διαθέτει έναν κοινό δημοσιονομικό μηχανισμό και η Γερμανία απέρριψε την πρόσφατη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προωθήσει μια «θετική στάση» προς τις χώρες με περιθώριο διεύρυνσης των δαπανών. Τέλος, η διακυβέρνηση της ευρωζώνης παραμένει εξαιρετικά δυσκίνητη και τεχνοκρατική. Οι περισσότεροι υπουργοί, αν όχι και οι βουλευτές, δείχνουν να έχουν χαθεί σε ένα διαδικαστικό αδιέξοδο. Επομένως το ερώτημα είναι πώς γίνεται να βρεθεί λύση.
Αντίο «περισσότερη Ευρώπη»

Τα εμπόδια είναι δύο. Πρώτον, δεν υπάρχει πια ρεύμα για «περισσότερη Ευρώπη». Αντίθετα, παρατηρείται ένας συνδυασμός σκεπτικισμού προς την Ευρώπη και διστακτικότητας για τη μεταφορά περισσότερων εξουσιών σε αυτή. Δεύτερον, οι απόψεις για τη φύση και τα αίτια της κρίσης του ευρώ διαφέρουν ανά χώρα. Αμφότερα εμπόδια μπορούν να ξεπεραστούν. Αρχικά, οι συζητήσεις για το μέλλον της ευρωζώνης δεν θα πρέπει εκ των προτέρων να θεωρείται ότι οδηγούν σε περαιτέρω ενσωμάτωση. Ο στόχος είναι να λειτουργήσει η ευρωζώνη, κάτι που μπορεί να σημαίνει μεγαλύτερη εκχώρηση εξουσιών σε κάποιους τομείς και λιγότερη σε άλλους. Για τη δημοσιονομική πειθαρχία, για παράδειγμα, δεν είναι απαραίτητη μια συγκεντρωτική επιβολή ενός κοινού συστήματος. Μπορεί να υπάρξει μια πιο αποκεντρωμένη προσέγγιση, δίνοντας τη δυνατότητα στους εθνικούς θεσμούς να επιβλέπουν τον προϋπολογισμό και τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Για να ξεπεραστεί το δεύτερο εμπόδιο η συζήτηση δεν θα πρέπει να ξεκινήσει από τη διευθέτηση των παλαιών προβλημάτων. Η κατανομή των βαρών μεταξύ των δανειστών και των οφειλετών είναι αναπόφευκτα πικρή υπόθεση, επειδή είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η ιστορία των διεθνών οικονομικών σχέσεων δείχνει ότι τέτοιες συζητήσεις, όταν συμβαίνουν, προκαλούν διχασμό. Επομένως, δεν είναι το ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί πρώτο. Μια ρεαλιστική εναλλακτική θα ήταν να ξεκινήσει η επίλυση των άμεσων προβλημάτων. Δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις για τα προβλήματα της ευρωζώνης. Αλλά ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η έλλειψη αυθεντικής συζήτησης για το μέλλον της είναι ένα ζήτημα που προκαλεί ανησυχία. Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός. Για το καλό του μέλλοντος της Ευρώπης, η σιωπή που περιβάλλει το κοινό νόμισμα θα πρέπει να σπάσει το συντομότερο δυνατόν.


Ο κ. Jean Pisani-Ferry είναι καθηγητής στη Σχολή Διοίκησης Hertie στο Βερολίνο και επικεφαλής του ιδρύματος πολιτικών αναλύσεων France Stratégie.

HeliosPlus