Για τρίτη φορά μέσα σε έξι μήνες, ένα πολιτικό σοκ που οι περισσότεροι θα ήθελαν να αποφύγουν έγινε πραγματικότητα το βράδυ της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου. Η συντριπτική ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα που είχε προκηρύξει για την έγκριση των συνταγματικών αλλαγών που προωθούσε έρχεται να προστεθεί στην επικράτηση του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και στην νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποφυγή της εκλογής ενός ακροδεξιού προέδρου στην Αυστρία ίσως να αποδειχθεί παρηγοριά στον άρρωστο και τίποτα παραπάνω. Ακόμη κι εκεί όμως, η Ακροδεξιά εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό κοντά στο 35%, στοιχείο που μπορεί μεν να μην της επιτρέπει τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, αλλά σίγουρα θα επηρεάσει τους υπολογισμούς των υπολοίπων κομμάτων.

Η ήττα του 41χρονου Ρέντσι δεν είναι απλή. Δεν είναι μόνο το υψηλό ποσοστό του «Όχι» που έφθασε το 60%. Είναι, κυρίως, η ένδειξη ότι οι ιταλοί ψηφοφόροι, οι οποίοι «βομβαρδίστηκαν» τους τελευταίους μήνες από μία σειρά προσβλητικής ρητορικής και «ψευδών ειδήσεων» εναντίον της συνταγματικής μεταρρύθμισης του Ρέντσι αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), εμφανίστηκαν ακόμη μία φορά να απορρίπτουν την ανάγκη για αλλαγή – ιδιαίτερα σε μία οικονομία καθηλωμένη σε σχεδόν μηδενική παραγωγικότητα επί δύο και πλέον δεκαετίες.

Στην περίπτωση της Ιταλίας βέβαια, οι δημοσκοπήσεις δεν έκαναν λάθος. Η ήττα Ρέντσι εθεωρείτο σίγουρη, απλώς δεν είχε προβλεφθεί η έκτασή της. Από την άποψη αυτή, ίσως οι επενδυτές να έχουν ενσωματώσει το αποτέλεσμα στις προβλέψεις τους και να έχουν διαμορφωθεί εναλλακτικά σχέδια για την υπέρβαση της πολιτικής αστάθειας που θα προκαλέσει η παραίτηση του Ματέο Ρέντσι από την πρωθυπουργία.

Ο ιταλός Πρόεδρος Σέτζιο Ματαρέλλα θα αναλάβει την πολιτική διαχείριση της κατάστασης τις προσεχείς ημέρες και ο αρχικός του στόχος θα είναι η αποφυγή πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, αίτημα που επιτακτικά ζητά το Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι σύμφωνα με τον προγραμματισμό, οι επόμενες εθνικές εκλογές θα πραγματοποιηθούν τον Μάιο του 2018. Ουσιαστικά, ο Ματαρέλλα έχει μπροστά του τρία σενάρια, σύμφωνα και με όσα προβλέπουν οι αναλυτές του Berenberg Economics:

Πρώτον, να αναθέσει και πάλι στον Ρέντσι να σχηματίσει νέα κυβέρνηση και να διεκδικήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι λόγω της ευρείας εκτάσεως ήττα στο δημοψήφισμα, οι πιθανότητες του Ρέντσι έχουν περιοριστεί δραματικά.

Δεύτερον, ο ιταλός Πρόεδρος μπορεί να αναζητήσει άλλο πρόσωπο για να ηγηθεί του σχηματισμού κυβέρνησης. Τις τελευταίες ημέρες ακούγεται έντονα το όνομα του υπουργού Οικονομικών Πιερ Κάρλο Παντοάν (που σημειωτέον ακύρωσε τη συμμετοχή του στο Eurogroup της Δευτέρας 5 Δεκεμβρίου), καθώς επίσης του Προέδρου της Γερουσίας Πιέτρο Γκράσο, του υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης Κάρλο Καντέλα καθώς και του υπουργού Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι.

Τρίτον, αν δεν καταστεί δυνατόν να σχηματιστεί κυβέρνηση από τους κόλπους του σημερινού σχηματισμού λόγω και των πιθανών αποχωρήσεων βουλευτών από τις τάξεις του, τότε ο Ματαρέλλα λογικά θα επιδιώξει τη δημιουργία μίας υπηρεσιακής ή μεταβατικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή ή έστω τη στήριξη του κόμματος «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι που βάσει των τρεχουσών εκτιμήσεων δεν επιθυμεί πρόωρες εκλογές, ενώ ίσως αναζητεί μία επιστροφή στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μία τέτοια κυβέρνηση ίσως να μπορεί να σχηματιστεί μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου και να αντέξει ως τον Μάιο του 2018. Ως τότε μπορεί να ασχοληθεί με ζητήματα όπως πχ η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων, η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου, ακόμη και μία νέα προσπάθεια για αναθεώρηση του Συντάγματος.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, το ζήτημα είναι πως η ιταλική αναταραχή θα επηρεάσει την ευρωπαϊκή οικονομία. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι αυτό που συνέβη στην Ιταλία θα είναι βασικός λόγος ώστε η ΕΚΤ να ανακοινώσει προσεχώς την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης πέραν του Μαρτίου 2017 όταν λήγει η τρέχουσα φάση του. Θεωρητικά, κίνδυνος για κάτι χειρότερο, όπως πχ μία έξοδος της Ιταλίας από την ευρωζώνη είναι ένα σενάριο που προσεγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Άλλωστε, το ιταλικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για διεθνείς συμφωνίες, κάτι που έχει πει ότι θα ζητήσει ο Γκρίλο και οι συνοδοιπόροι του. Ο βασικός κίνδυνος από μία παρατεταμένη αβεβαιότητα είναι η περαιτέρω αστάθεια στον υπερχρεωμένο ιταλικό τραπεζικό τομέα (όπου εκκρεμεί η προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης της Monte die Paschi).

Η δήλωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά την προσέλευσή του στο Eurogroup τη Δευτέρα ότι επιθυμεί να εργαστεί με τη νέα ιταλική κυβέρνηση το συντομότερο δυνατό δείχνει ότι το σημείο – κλειδί είναι η αποφυγή πρόωρων εκλογών. Το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων εμφανίζεται σχεδόν ισόπαλο με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι στις δημοσκοπήσεις (η διαφορά δεν ξεπερνά το 1%) και λογικά θα ενισχυθεί μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Ωστόσο, η εκλογική νομοθεσία μπορεί να περιπλέκει τα πράγματα για μία καθαρή νίκη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του, μάλλον γραφικού, Μπέπε Γκρίλο. Σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου για την Κάτω Βουλή, το κόμμα που κερδίζει και λαμβάνει τουλάχιστον 40% των ψήφων στον πρώτο γύρο ή που κερδίζει σε επαναληπτικές εκλογές καταλαμβάνει το 54% των εδρών. Ο νόμος αυτός όμως μάλλον θα καταπέσει από την ίδια την Κάτω Βουλή ή από την αναμενόμενη ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο λογικά θα απέτρεπε την επικράτηση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων που σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις θα ελάμβανε 53% σε επαναληπτικές εκλογές για την Κάτω Βουλή!!