ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE


Η εντυπωσιακή νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ συντάραξε τον κόσμο. Από την εμφανή αμηχανία του μεξικανού προέδρου Ενρίκε Πένια Νιέτο και τη δήλωση του προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ για την έναρξη μιας «περιόδου αβεβαιότητας», έως την αδιαφορία του Κρεμλίνου, ο Τραμπ δεν έγινε αποδεκτός όπως οι προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ. Αλλά μια χώρα παρέμεινε κατά κύριο λόγο ασυγκίνητη: η Κίνα.
Η στάση του Τραμπ όσον αφορά την Κίνα είναι γνωστή: έχει κατηγορήσει τη χώρα για τα πάντα, από τις κυβερνοεπιθέσεις στην αντίπαλό του (παρότι στις ΗΠΑ θεωρούν πως αποτέλεσε ενέργεια της Ρωσίας) έως την κλιματική αλλαγή (την οποία αποκάλεσε απάτη της Κίνας με στόχο να πληγεί η ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ). Και υποσχέθηκε πως θα επιβάλλει δασμοούς της τάξης του 45% στα κινεζικά αγαθά.
Οι κινέζοι ηγέτες, ωστόσο, αντέδρασαν με σύνεση. Αντί να καταλήξουν σε συμπεράσματα όσον αφορά τις μελλοντικές πολιτικές των ΗΠΑ, παρέμειναν ουδέτεροι. Εμφανίζονται σίγουροι ότι παρόλο που οι διμερείς σχέσεις θα αλλάξουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν πρόκειται να μεταλλαχτούν ριζικά. Θα συνεχίσουν να μην είναι ούτε κακές ούτε καλές.
Σ’ αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι από την εκλογή του και έπειτα, ο Τραμπ σταμάτησε να βάλλει κατά της Κίνας. Αντιθέτως, ανάρτησε στο Twitter ένα βίντεο με την εγγονή του να απαγγέλλει ένα ποίημα στα μανδαρίνικα. Είτε επρόκειτο για ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Κίνα είτε όχι, η κίνηση αυτή ανέδειξε την πιθανότητα να υφίσταται ένα χάσμα ανάμεσα στην προεκλογική ρητορική του Τραμπ και τις πραγματικές θέσεις και πολιτικές του.
Κάποιοι στη Δύση ενδέχεται να σκεφτούν πως η ρητορική και μόνο θα ήταν αρκετή και να εξοργίσει τους κινέζους ηγέτες. Αλλά είναι αλήθεια ότι οι Κινέζοι προσβάλλονται περισσότερο από ξένους ηγέτες που συναντώνται με τον Δαλάι Λάμα, όπως ο έκανε ο Μπαράκ Ομπάμα τον Ιούνιο. Και, όπως έχουν αποδείξει ξανά οι αμερικανικές εκλογές, είναι πολύ πιθανό η ρητορική να έχει ελάχιστα κοινά σημεία με την πραγματικότητα.
Ειδικά εάν η εν λόγω ρητορική βασίζεται σε υποσχέσεις ζημιογόνες για αμφότερες τις πλευρές, όπως η προτεινόμενη επιβολή δασμών. Η διαθεσιμότητα φτηνών κινεζικών προϊόντων έχει ασκήσει καθοδική πίεση στις τιμές, ακόμη και μη κινεζικών προϊόντων, στην αμερικανική αγορά. Για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα αυτό αποτέλεσε ένα απροσδόκητο καλό, δεδομένου ότι έχει αυξήσει σημαντικά την αγοραστική τους δύναμη.
Το ίδιο ισχύει και για τη ροή των επενδύσεων –τη δεύτερη κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης –η οποία παραβλέπεται επιμελώς στις συζητήσεις όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα.
Η Κίνα συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων αγοραστών αμερικανικών ομολόγων, και εξακολουθεί να χρηματοδοτεί την κατανάλωση και τις επενδύσεις στις ΗΠΑ ενώ ενδέχεται να συμβάλει ακόμα και στη χρηματοδότηση των μεγάλων έργων υποδομής που υποσχέθηκε ο Τραμπ, περιορίζοντας έτσι την πίεση επί του προϋπολογισμού.
Κατ’ επέκταση, το ενδεχόμενο να αλλάξει σημαντικά η αμερικανική οικονομική πολιτική κατά την προεδρία του Τραμπ είναι κάθε άλλο παρά πιθανό. Ενδέχεται όμως να προβεί σε κάποιες αλλαγές όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Αλλά δεν αποκλείεται οι αλλαγές αυτές να ευχαριστήσουν την Κίνα.
Επί σειρά ετών, η κυβέρνηση Ομπάμα ενεπλάκη έχει σε μια προσπάθεια στρατηγικής εξισορρόπησης όσον αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων στην Ασία. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που η Κίνα αύξανε και την οικονομική και τη στρατιωτική της ισχύ, ο Ομπάμα έδειχνε αποφασισμένος να περιορίσει την άνοδό της με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανόμένης και της εμπλοκής των ΗΠΑ στην αντιπαράθεση σχετικά με τις εδαφικές διαφορές στη Νότια Σινική Θάλασσα. Αντίθετα, χάρη στη θέση του «Πρώτα η Αμερική», όσον αφορά και την εξωτερική πολιτική, ο Τραμπ δεν εστίασε ιδιαίτερα στο ζήτημα της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Και αυτό λειτουργεί θετικά για την Κίνα, η οποία σίγουρα θα επιθυμούσε τον περιορισμό της εμπλοκής των ΗΠΑ στη Ασία.
Οι ηγέτες της Κίνας δείχνουν να αναγνωρίζουν, ότι ο Τραμπ ως πρόεδρος θα αναγκαστεί να κινηθεί εντός των ορίων. Ακόμη και εάν παρακάμψει την (παγκόσμια) συναίνεση όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, το αμερικανικό σύστημα θα τον περιορίσει σημαντικά. Οπότε, αντί να ανησυχούν για τις προσωπικές προτιμήσεις του Τραμπ ή να προσπαθούν να προβλέψουν το απρόβλεπτο, οι ηγέτες της Κίνας εστιάζουν σ’ αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό: την ανάγκη για διμερείς σχέσεις οι οποίες θα είναι επωφελείς για αμφότερες τις πλευρές. Οι άλλες παγκόσμιες δυνάμεις θα πρέπει να κάνουν το ίδιο.
* Η κυρία Keyu Jin είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο London School of Economics