Ανοίγοντας δρόμο για νέα πολιτική αστάθεια στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, ο Ματέο Ρέντσι έχει υποσχεθεί ότι θα παραιτηθεί αν χάσει το δημοψήφισμα για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις την ερχόμενη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου.
Οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν ήττα για τον Ιταλό πρωθυπουρό στις κάλπες, που μπορεί να εκφράσουν την τρίτη εξέγερση κατά του συστήματος από τους ψηφοφόρους – μετά το Brexit και την νίκη Τραμπ στις ΗΠΑ.
Ετσι, αυξάνονται οι πιέσεις στον Ρέντσι να υπαναχωρήσει από την απειλή του και να παραμείνει στην εξουσία για να ασχοληθεί με τις επιπτώσεις ενός «Όχι» στο δημοψήφισμα, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου μιας μεγάλης τραπεζικής κρίσης. Αλλά πηγές κοντά στον Ρέντσι επιμένουν ότι θα τιμήσει το λόγο του και θα παραιτηθεί αμέσως, ώστε να μην γίνει ανεπανόρθωτη ζημιά στην πολιτική εικόνα του.

Ο πρόεδρος της Ιταλίας θα μπορούσε να απευθύνει έκκληση στο αίσθημα ευθύνης του Ρέντσι και να του ζητήσει να επιδιώξει μια νέα εντολή από το κοινοβούλιο. Η απάντησή του εξαρτηθεί από το μέγεθος της ενδεχόμενης ήττας. Μια πηγή είπε μάλιστα ότι ο 41χρονος πρωθυπουργός θα μπορούσε να εγκαταλείψει τελείως την πολιτική, σε περίπτωση εκλογικής συντριβής την Κυριακή.

Το δημοψήφισμα προτείνει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της Κάτω βουλής του κοινοβουλίου και την μείωση των εξουσιών και του κύρους της Άνω Βουλής, δηλαδή της Γερουσίας. Οι ιταλικές περιφέρειες θα χάσουν επίσης ορισμένες εξουσίες λήψης αποφάσεων προκειμένου να ενισχυθεί η κεντρική κυβέρνηση. Ο Ρέντσι λέει ότι αυτές οι αλλαγές είναι απαραίτητες για την πολιτική σταθερότητα στην Ιταλία, η οποία είχε 63 κυβερνήσεις από το 1948, ώστε να θεσπιστούν οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να αναζωογονηθεί η ετοιμοθάνατη οικονομία της. Οι πολέμιοι λένε ότι θα μειώσει τους δημοκρατικούς ελέγχους και τις ισορροπίες.

Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες των επιχειρήσεων υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις του Ρέντσι, έχουν κρατήσει χαμηλό προφίλ στη διάρκεια της εκστρατείας, φοβούμενοι ότι η εμπλοκή τους θα ήταν «φιλί του θανάτου» σε μια εποχή αντι-συστημικού ρεύματος. Αλλά όλο και περισσότεροι ανησυχούν για την προοπτική να βυθιστεί η υπερχρεωμένη Ιταλία σε νέα πολιτική παράλυση.

Δημοσκοπήσεις απαγορεύεται να δημοσιευθούν στις δύο τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά οι τελευταίες 40 έρευνες που κυκλοφόρησαν πριν από τις 18 Νοεμβρίου έδειξαν το στρατόπεδο του «Όχι» μπροστά έως και κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες.

Μια πηγή στο Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του Ρέντσι, δήλωσε ότι οι μυστικές δημοσκοπήσεις δείχνουν το χάσμα να έχει μειωθεί σε 5 μονάδες, με το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων να είναι ακόμα αναποφάσιστοι, «πράγμα που σημαίνει ότι μια νίκη είναι ακόμα δυνατή».

Αρχικά, το σχέδιο υποστηριζόταν από το 70% των Ιταλών, αλλά όταν ο Ρέντσι είπε, από υπερβολική αυτοπεποίθηση, ότι αν ηττηθεί θα παραιτηθεί, τα κόμματα της αντιπολίτευσης μετέτρεψαν το συνταγματικό δημοψήφισμα σε de facto δημοψήφισμα για τον ίδιο τον πρωθυπουργό και τα 2,5 χρόνια της θητείας του.

Οι επιδόσεις του είναι μικτές. Παρά τις πολλές μεταρρυθμίσεις, η Ιταλία έχει το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό ανάπτυξης στους 28 της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2016 και το δεύτερο χαμηλότερο σε πρόβλεψη για το 2017. Η ανεργία είναι πεισματικά άνω του 11% και οι μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι.

Αποχώρηση του Ρέντσι θα είναι κέρδος για τον λαϊκιστή πρώην τηλεστάρ κωμικό Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος θέλει δημοψήφισμα για έξοδο από το ευρώ. Το κίνημα Πέντε Αστέρων του Γκρίλο κέρδισε περισσότερο από το ένα τέταρτο των ψήφων στις τελευταίες γενικές εκλογές της Ιταλίας, το 2013.

Αν παραιτηθεί ο Ρέντσι, δεν είναι σαφές τί θα συμβεί αμέσως μετά. Η απλή απάντηση θα ήταν να προκηρυχθούν εθνικές εκλογές ένα χρόνο νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Αλλά ο Ρέντσι ήταν τόσο βέβαιος για τη νίκη στο δημοψήφισμα που εισήγαγε έναν νέο εκλογικό νόμο το 2015 μόνο για την κάτω βουλή, πιστεύοντας ότι η Γερουσία δεν θα είναι πλέον στο παιχνίδι. Για να αποφευχθεί η χρήση διαφορετικών εκλογικών συστημάτων για άνω και κάτω βουλή, το κοινοβούλιο θα πρέπει να επινοήσει νέο εκλογικό νόμο, διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει πολλούς μήνες το 2017.

Ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα, υπέρτατος ρυθμιστής της ιταλικής πολιτικής, θα μπορούσε να ζητήσει από τον Ρέντσι να επιβλέψει την μεταρρύθμιση αυτή ως επικεφαλής μιας «κυβέρνησης ειδικού σκοπού», αλλά σύμμαχοι του πρωθυπουργού λένε ότι ποτέ δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια περιορισμένη εντολή.

Ο υπουργός Οικονομίας Πιέρ Κάρλο Παντοάν ή ο πρόεδρος της Γερουσίας Πιέτρο Γκράσο είναι πιθανοί υποψήφιοι για επικεφαλής κυβέρνησης ειδικού σκοπού. Ο Παντοάν, πρώην αξιωματούχος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θεωρείται ιδιαίτερα φιλικός προς την αγορά. Αλλά μια κυβέρνηση Παντοάν ή Γκράσο δεν θα μπορούσε να αναλάβει καθήκοντα χωρίς την ευλογία του Ρέντσι, γιατί θα χρειαστεί την υποστήριξη του κόμματός του για να επιβιώσει.