Σε έναν τομέα «δεν είναι πολύ ενήμερος» ομολόγησε προεκλογικά ο Ντόναλντ Τραμπ. Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η Ουάσιγκτον «μας στέλνει σήμα κινδύνου» σχολίασε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Ωστόσο, ο μέλλων πλανητάρχης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σχέσεις με τη Ρωσία αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήθελε να διερευνήσει τις δυνατότητες βελτίωσης από «το τέλμα» στο οποίο έχουν περιπέσει.
Η απάντηση του Κρεμλίνου ήρθε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των αμερικανικών προεδρικών εκλογών το πρωί της 9ης Νοεμβρίου. Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν άρπαξε την εύκαιρα που περίμενε. Με τηλεγράφημά του τον συγχαίρει για την εκλογή του και του επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον του για «παραγωγικό διάλογο στη βάση των αρχών της ισότητας, του αμοιβαίου σεβασμού και της ουσιαστικής συναντίληψης». Ο Τραμπ είναι αρκετά έμπειρος για να αποκρυπτογραφήσει τις βάσεις που θέτει ο ρώσος μέλλων ομόλογός του για μια νέα προσπάθεια να υποχωρήσει η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.
Δεν είναι σίγουρο ότι θα γίνει μια τέτοια προσπάθεια, ούτε αν γίνει μπορεί να προβλεφθεί από τώρα ότι θα είναι παραγωγική, ότι θα φέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σε ό,τι αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες ένας διάλογος θα εξαρτηθεί από τους συμβούλους του προέδρου και τα πρόσωπα που θα αναλάβουν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο. Ως την περασμένη Παρασκευή δεν είχαν ονομαστεί αλλά αυτά τα οποία προβάλλονται στα ΜΜΕ και στον αμερικανικό Τύπο ως υποψήφιοι κάθε άλλο παρά αισιοδοξία δημιουργούν.
Αντιδράσεις για να μη σταλεί «λάθος μήνυμα»


Εσπευσαν, άλλωστε, οι γνωστοί «κύκλοι» να υπογραμμίσουν τους «τρομερούς κινδύνους» που θα προκαλέσει «ειδικά αυτή τη στιγμή» (!) μια προσέγγιση με τη Μόσχα. Πρώτος ο Τζον Μακ Κέιν, πρόεδρος της Επιτροπής Αμυνας της Γερουσίας, προειδοποιεί ότι «η χαλάρωση της πίεσης» στη Μόσχα, δηλαδή ο διάλογος, «θα ενθαρρύνει τον Πούτιν (…) σε νέες ακρότητες». Ακολούθησαν δύο πρώην γενικοί γραμματείς του ΝΑΤΟ, οι Αντερς Φογκ Ράσμουσεν και Γιαπ ντε Χουπ Σέφερ. Δήλωσαν ότι οποιαδήποτε προσέγγιση στη Ρωσία «αυτή την ώρα (…) δίνει λάθος μήνυμα» στον Πούτιν, τόνισαν ότι σε καμία περίπτωση δεν θεωρούν «τετελεσμένο γεγονός» την «προσάρτηση» της Κριμαίας στη Ρωσία και ζήτησαν τη σύγκληση έκτακτου Συμβουλίου των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ για «να επιβεβαιώσει τους πατροπαράδοτους συμμάχους ότι οι ΗΠΑ θα σπεύδουν πάντοτε σε βοήθειά τους αν απειληθούν». Σημειώνεται επίσης ότι ο νέος αντιπρόεδρος Μάικ Πενς είναι δηλωμένος «ακροδεξιός» και σε προεκλογική ομιλία του είχε ζητήσει «οι ρωσικές προκλήσεις να συναντήσουν την αμερικανική ισχύ», τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ «βρίσκονται σε πόλεμο (…) με έναν κόσμο που εκτείνεται από τον άξονα Βόρεια Κορέα – Κίνα – Ρωσία ως τον άξονα Ιράν – Συρία – Κούβα».
«Είναι και θα παραμείνει ο μεγαλύτερος γείτονάς μας»


Πιο προσγειωμένος στη διεθνή πραγματικότητα, ο νυν γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ προκάλεσε έκπληξη και ερωτηματικά –στη Βαρσοβία και στις Βαλτικές χώρες –όταν την περασμένη Δευτέρα ζήτησε «διάλογο με τη Ρωσία». «Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος γείτονάς μας. Είναι και θα παραμείνει» δήλωσε. Και πρόσθεσε: «Είναι απαραίτητο να έχουμε διάλογο, ιδιαίτερα όταν οι εντάσεις είναι αυξημένες». Την ίδια στιγμή η γραμματεία του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι τέσσερις μονάδες, αποτελούμενες από Βρετανούς, Καναδούς, Γερμανούς και Αμερικανούς, από τις ισχυρότερες σε δύναμη πυρός της ιστορίας του, προωθούνται στην Ανατολική Ευρώπη, σε εκτέλεση της σχετικής απόφασης της Συνόδου Κορυφής της Βαρσοβίας τον περασμένο Ιούνιο. Κατά σύμπτωση(;) φθάνουν στην Πολωνία στις 21 Ιανουαρίου, την επομένη της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ. Διπλωμάτες στην έδρα της Συμμαχίας στις Βρυξέλλες δεν κρύβουν ότι η εκλογή του Τραμπ και το ενδεχόμενο διαλόγου Ουάσιγκτον – Μόσχας προκάλεσε «αναστάτωση» στο ΝΑΤΟ το οποίο, λέγουν, «ετοιμάζει εναλλακτικά σχέδια για την περίπτωση που ο νέος αμερικανός πρόεδρος αποσύρει ή μειώσει τις δυνάμεις του από την Ευρώπη».

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ;
Υπάρχουν πιθανότητες για παραγωγικό διάλογο Μόσχας – Ουάσιγκτον; Η απάντηση ενδιαφέρει όλον τον κόσμο καθότι το ζήτημα των σχέσεών τους έχει παγκόσμιες επιπτώσεις αλλά λίγοι ριψοκινδυνεύουν να δώσουν θετική απάντηση. Αυτή καθ’ εαυτήν η έναρξη διαλόγου θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον το Κρεμλίνο θέλει σήμερα μια πραγματική προσέγγιση και συνεργασία με τις ΗΠΑ και από το πόσο επιρροή θα έχουν οι σκληροί Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο – το οποίο έχει λόγο σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις – στη διαμόρφωση της ρωσικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ.


Πιέσεις και προοπτικές
Κόκκινες γραμμές για πιθανή συμφωνία

Στη Μόσχα ένα (κυβερνητικό) think tank σημείωσε πριν από την εκλογή του Τραμπ ότι «αν οι ΗΠΑ αντιμετωπίσουν τη Ρωσία ως ίσο και δείξουν ότι δεν θα υπονομεύουν τον πρόεδρο Πούτιν (…) είναι δυνατόν να υπάρξει συμφωνία» σε ευρεία βάση. Οι «Financial Times» σκιαγράφησαν προχθές τις (πιθανές) θέσεις των δύο χωρών. Ο Τραμπ –κατά ερμηνεία των προεκλογικών επαγγελιών του –θα αποδεχθεί την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, θα προχωρήσει σε σταδιακή άρση των οικονομικών κυρώσεων –κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον επιχειρηματικό κύκλο του -, θα αποκλείσει την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Ουκρανίας και της Γεωργίας και θα αποσύρει σταδιακά τις αμερικανικές δυνάμεις από την Ανατολική Ευρώπη.
Η Ρωσία θέλει πρωτίστως να της αναγνωριστεί ο διεθνής ρόλος της. Θα μειώσει σοβαρά την πίεση στην Ανατολική Ουκρανία και στα κράτη της Βαλτικής και «θα εγκαινιάσει στρατηγική στενής συνεργασίας με τις ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή» στον πόλεμο εναντίον των τζιχάντ, με την προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιμείνουν στην απομάκρυνση του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ