Μπορεί η προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον να κατακεραυνώνει τον Ντόναλντ Τραμπ ως μια επισφαλή επιλογή για τον Λευκό Οίκο, όμως ποιοι θα είναι οι κίνδυνοι αν στο τιμόνι των Ηνωμένων Πολιτειών βρεθεί η πρώην υπουργός Εξωτερικών; Οπως αναφέρει ο πολιτικός αναλυτής Ρος Ντάουδατ στην αμερικανική εφημερίδα «New York Times», «η απειλή από μια ενδεχόμενη νίκη του Τραμπ είναι τόσο ξεκάθαρη όσο και ο χαρακτήρας του ίδιου του υποψηφίου: ακραίες αποφάσεις, κάποιο οικονομικό ατύχημα, μια πολιτική ή στρατιωτική κρίση, αποδόμηση του συμμαχικού συστήματος της Δύσης». Ομως οι κίνδυνοι από μια προεδρία της Χίλαρι Κλίντον, λέει ο Ντάουδατ, «είναι πιο οικείοι από το άγνωστο αυταρχικό του Τραμπ, επειδή ήδη τους αντιμετωπίζουμε στην πολιτική μας ζωή». Και εξηγεί: «Είναι οι κίνδυνοι της συλλογικής αντίληψης του ελιτισμού, των στενών συμφερόντων της Ουάσιγκτον, οι κίνδυνοι της απερισκεψίας και του ριζοσπαστισμού που δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι αν μια ιδέα ανήκει στο κυρίαρχο ρεύμα και την ακολουθούν οι «σπουδαίοι και οι ενάρετοι», τότε είναι αδύνατον να είναι λανθασμένη».


Επεμβατική συναίνεση

Για τον αρθρογράφο, σχεδόν κάθε κρίση που έχει ξεσπάσει στη Δύση τα τελευταία 15 χρόνια «έχει τις ρίζες της σε αυτή την απερισκεψία του κατεστημένου. Ο πόλεμος στο Ιράκ, τον οποίο οι φιλελεύθεροι θέλουν να θυμούνται ως μια σύγκρουση που προκάλεσε μια κλίκα νεοσυντηρητικών, ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα μιας δικομματικής επεμβατικής συναίνεσης, που προωθήθηκε από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο αλλά υιοθετήθηκε από μια μεγάλη μερίδα της κεντροαριστερής σκέψης που περιελάμβανε τον Τόνι Μπλερ και περισσότερους από τους μισούς Δημοκρατικούς γερουσιαστές. Το ίδιο συνέβη και με την οικονομική κρίση: Είτε επιρρίψουμε την ευθύνη στην απορύθμιση της οικονομίας είτε στην ανέμελη στεγαστική πολιτική (ή και στα δύο), οι πολιτικές που βοήθησαν τη φούσκα να μεγαλώσει και να σκάσει υιοθετήθηκαν και από τις δύο πτέρυγες του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ».


Η κοσμοπολίτικη θέση

Στην Ευρώπη, κατά τον αρθρογράφο των «New York Times», το ίδιο συνέβη με το ευρώ και την οικονομική κρίση και την πολιτική των ανοιχτών συνόρων της Ανγκελα Μέρκελ, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή ήπειρος βυθιζόταν στην πόλωση και τη βία. «Αυτή η ιστορία της ανοησίας των ελίτ –για να μη μιλήσουμε καν για τον μικρό πόλεμο στη Λιβύη –εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί οι Αμερικανοί αποφάσισαν να δοκιμάσουν και έναν «τρελό» υποψήφιο σε αυτές τις εκλογές και γιατί υπάρχουν τόσα ίδιας λογικής κόμματα που ευδοκιμούν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτό που κάνει την Κλίντον να ξεχωρίζει από τον Τζορτζ Μπους ή τον Μπαράκ Ομπάμα είναι το ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις προσπάθησε να απομακρυνθεί από την αυτή τη συναίνεση της ελίτ. Γι’ αυτό υποστήριξε τον πόλεμο στο Ιράκ όταν οι περισσότεροι τον υποστήριζαν, ετάχθη κατά της αποστολής επιπλέον στρατιωτών όταν όλοι είχαν παραιτηθεί από το Ιράκ και λίγα χρόνια αργότερα έγινε και πάλι ένα φιλελεύθερο γεράκι στη Λιβύη. Υποστήριξε μια φιλειρηνική στάση προς τη Ρωσία όταν τα μέσα ενημέρωσης χλεύαζαν τον Μιτ Ρόμνι για το αντίθετο και τώρα τάσσεται υπέρ μιας σκληρότερης στάσης προς τη Ρωσία, σε μια περίοδο που μπορεί να χρειαστεί αποκλιμάκωση» γράφει ο αμερικανός αναλυτής.
Και καταλήγει: «Τα καλά νέα είναι ότι δεν είναι ουτοπίστρια. Είναι –ή τουλάχιστον έχει γίνει μέσω μιας μακράς πορείας –πραγματίστρια και ξεροκέφαλη και το γνωρίζει. Επομένως δύσκολα θα κάνει κάτι που οι κοσμοπολίτικες πρωτεύουσες της Ευρώπης και της Αμερικής θα θεωρήσουν ριζοσπαστικό ή επικίνδυνο ή ανόητο. Ομως στα ζητήματα όπου η κοσμοπολίτικη θέση δεν είναι απαραίτητα λογική ή ασφαλής, στα ζητήματα όπου οι δυτικές ελίτ μπορεί να μισοτρελαθούν χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν, η Χίλαρι Κλίντον δείχνει έτοιμη να συνδράμει, υπηρετώντας αυτές τις ελίτ όσο και οι ομόλογοί της».

HeliosPlus