Στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κηρύξει τον λεγόμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Αλλά η εισβολή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δεν συμπλήρωνε όλη την εικόνα: πολλές κυβερνήσεις ενέτειναν τις προσπάθειες παρακολούθησης και αστυνόμευσης των μέσων ενημέρωσης και των πολιτών. Η ελευθερία της έκφρασης και η ιδιωτικότητα, ισχυρίστηκαν οι κυβερνήσεις, έπρεπε να περιοριστούν για χάρη της ασφάλειας. Η ζημιά έγινε ιδιαίτερα αισθητή στη Ρωσία, όπου οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως όπλο περιορισμού των ανεξάρτητων ή εναλλακτικών φωνών, ειδικά των επικριτικών προς την κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν απόψεων. Χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία την ασφάλεια για να αψηφήσει τη νομοθεσία για τα μέσα ενημέρωσης, που προστατεύει τους δημοσιογράφους από τη λογοκρισία, η κυβέρνηση υπονόμευσε σοβαρά τη δημοσιογραφία.
Ο νόμος βασιζόταν στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο και συμβόλιζε τη νίκη της δημοκρατίας στη Ρωσία. Αλλά η αξιοπιστία του διαβρώθηκε σταδιακά με τροποποιήσεις που περιορίζουν την ελευθερία του λόγου και την ικανότητα των δημοσιογράφων να εργάζονται απρόσκοπτα και με άνιση εφαρμογή των υπαρχόντων κανόνων. Ας δούμε τον «νόμο για την αντιμετώπιση των εξτρεμιστικών δραστηριοτήτων» που περιορίζει τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης και «του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι».
Ο «εξτρεμισμός» είναι ευρύς και ασαφής όρος

Σε ισχύ από το 2012, εν μέσω διαδηλώσεων για εκλογική νοθεία, χρησιμοποιήθηκε κυρίως ενάντια σε δημοσιογράφους και μπλόγκερ. Η Γκαλίνα Αράποβα, διευθύντρια του Mass Media Defence Centre, που επίσης έγινε στόχος, επισημαίνει ότι ο νόμος μπορεί να εφαρμοστεί κάθε φορά που μια ολόκληρη οργάνωση ή σύστημα δέχεται επικρίσεις. Αυτό υπογραμμίζει το βασικό πρόβλημα με τους νόμους κατά του εξτρεμισμού: ο «εξτρεμισμός» είναι πολύ ευρύς όρος για να διασφαλιστεί ότι τέτοιου είδους νόμοι προστατεύουν από τρομοκρατικές επιθέσεις. Παρόμοια ασάφεια περιβάλλει άλλους σχετικούς όρους, όπως η συκοφαντία και η ρητορική μίσους.
Η συκοφαντία επίσης επαναφέρθηκε ως ποινικό αδίκημα το 2012, με νομοθεσία που προβλέπει ότι «η δυσφήμηση δικαστών, ενόρκων και αστυνομικών» είναι αδικήματα άξια σκληρής τιμωρίας. Τέτοιοι νόμοι καθιστούν τις έρευνες για την επίσημη διαφθορά από ανεξάρτητους δημοσιογράφους πολύ πιο δύσκολες, αφού συχνά έχουν συρθεί στα δικαστήρια επειδή έγραψαν για την πολυτελή ζωή ανώτατων στελεχών και κρατικών αξιωματούχων. Αλλά τα τελευταία χρόνια η απήχηση των αγωγών για συκοφαντική δυσφήμηση έχει μειωθεί, δίνοντας τη θέση τους στις κατηγορίες για εξτρεμισμό και υποκίνηση μίσους.
Τώρα οι έρευνες για διαφθορά στην αστυνομία ισούνται με υποκίνηση μίσους κατά της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Κάποιες φορές αυτοί οι νόμοι εφαρμόζονται με πολύ παράδοξο τρόπο, απλά και μόνο για να υπονομευθεί το έργο των μέσων ενημέρωσης. Για παράδειγμα, μια εφημερίδα μπορεί να κατηγορηθεί ότι διαδίδει το μίσος και να συρθεί στα δικαστήρια επειδή δημοσίευσε φωτογραφίες της ναζιστικής σημαίας δίπλα από ένα άρθρο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ψηφιστεί περισσότεροι από 20 νόμοι και κανονισμοί για τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι περιοριστικοί. Αυτά τα μέτρα δεν περιορίζουν απλά τα ζητήματα τα οποία μπορούν να καλύψουν με ασφάλεια οι δημοσιογράφοι, αλλά περιορίζουν και τη χρηματοδότηση των ανεξάρτητων μέσων, θέτοντας όρια στις ξένες επενδύσεις και στη διαφήμιση.
Περιορίζουν ασφυκτικά την ερευνητική δημοσιογραφία

Αυτοί οι νόμοι έχουν υποχρεώσει πολλά μέσα ενημέρωσης να γίνουν εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικά ή και να κλείσουν εντελώς. Αλλά δεν είναι μόνο τα παραδοσιακά μέσα που πλήττονται. Προκειμένου να περιοριστούν οι ηλεκτρονικές εκδόσεις και τα μπλογκ, η Ρωσία επέβαλε νέους κανόνες στη λειτουργία του Διαδικτύου. Οποιαδήποτε ιστοσελίδα με περισσότερους από 3.000 επισκέπτες την ημέρα –όχι ιδιαίτερα υψηλός αριθμός –θεωρείται μέσο μαζικής ενημέρωσης και επομένως επηρεάζεται από τους περιοριστικούς νόμους. Η επίθεση της ρωσικής κυβέρνησης στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης καθιστά απαγορευτική τη βαθιά ανάλυση και την ερευνητική δημοσιογραφία, που είναι απαραίτητα για μια καλά λειτουργούσα δημοκρατία. Ωστόσο οποιαδήποτε κατακραυγή έχει σιωπήσει: στην πραγματικότητα λίγοι μιλούν για αυταρχισμό. Και αυτό είναι τελικά το νόημα: η έλλειψη ενδιαφέροντος από την κοινή γνώμη, μαζί με την ανεπαρκή επαγγελματική αλληλεγγύη και συνεργασία, σημαίνει ότι οι ρωσικές Αρχές μπορούν να είναι ήσυχες και ευχαριστημένες.


Η κυρία Nadezda Azhgikhina είναι αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων στη Ρωσία.

HeliosPlus