Τo 2017 θα διεξαχθούν στη Γερμανία ομοσπονδιακές εκλογές και η νέα Μπούντεσταγκ θα επιλέξει τον επόμενο ή την επόμενη καγκελάριο. Είτε η Ανγκελα Μέρκελ παραμείνει στη θέση της είτε όχι, ένα πράγμα είναι σίγουρο: η επόμενη ή ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας δεν θα είναι πλέον ντε φάκτο «καγκελάριος της Ευρώπης». Αυτό θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της Ευρώπης –προς το καλύτερο, εν μέρει.
Η εξουσία που ασκεί η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) αποτελεί έργο του πρώην καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ. Αφότου επέβλεψε την επανένωση της Γερμανίας την περίοδο 1989-1990, ξεκίνησε να επιδιώκει αυτό που θεωρούσε πως αποτελούσε ιστορικό του καθήκον, ήτοι να ενώσει και την Ευρώπη. Ο Κολ ηγήθηκε της Ευρώπης, από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991 ως τη λήψη σημαντικών αποφάσεων αναφορικά με τη μορφή του ευρώ το 1998.
Ο διάδοχός του Γκέρχαρντ Σρέντερ ακολούθησε πολύ διαφορετική πορεία. Μη έχοντας αναμνήσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σίγουρος πως η Γερμανία θα μπορούσε να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις, δίχως να επανεπιβεβαιώνει διαρκώς τους δεσμούς της με την Ευρώπη. Ο Σρέντερ προασπίστηκε ενεργά τα γερμανικά συμφέροντα. Η μοναδική «υπέρ της Ευρώπης» ενέργειά του ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Στην αρχή της θητείας της, τον Νοέμβριο του 2005, η Μέρκελ έμοιαζε περισσότερο στον Σρέντερ παρά στον Κολ. Δεν αισθανόταν υποχρεωμένη να παρουσιάζει συνεχώς τα «φιλοευρωπαϊκά» διαπιστευτήριά της, ήταν ευχαριστημένη με το να υπηρετεί τη θητεία της ως καγκελαρίου της Γερμανίας. Αρχικά αυτό λειτούργησε. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες –συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής –αναπτύσσονταν στο εσωτερικό μιας τεράστιας παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής φούσκας. Την ώρα που σχεδόν κάθε χώρα παρέκαμπτε τους δημοσιονομικούς κανόνες, οι Ευρωπαίοι πίστευαν ότι το ευρώ τροφοδοτούσε την οικονομική ανάπτυξη και θα τους οδηγούσε τελικά στην πολιτική ένωση. Με λόγια απλά, η Ευρώπη δεν χρειαζόταν έναν, ή μία, καγκελάριο.


Η γερμανική ευθύνη και η ευρωπαϊκή δυσφορία

Η κατάσταση άλλαξε με την παγκόσμια οικονομική ύφεση που ακολούθησε την κρίση του 2008. Αποκαλύφθηκαν οι αδυναμίες στη δομή της νομισματικής ένωσης. Πέρα από τις ζημιές από τα δεινά της παγκόσμιας οικονομίας, η ευρωζώνη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απειλητική πτώχευση της ελληνικής κυβέρνησης. Ως τον Μάρτιο του 2010 ήταν σαφές ότι η ελληνική κρίση δεν επρόκειτο να επιλυθεί αυτόματα –και η Μέρκελ, αργά αλλά σταθερά, άρχισε να αναλαμβάνει την ευθύνη.
Η Μέρκελ ενήργησε ως καγκελάριος της Ευρώπης αλλά εστίαζε πάντα στα γερμανικά συμφέροντα. Αντιλήφθηκε ότι οι γερμανοί πολίτες δεν θα ανέχονταν να ξοδευθούν οι φόροι τους στην Ευρώπη, ειδικά στην Ελλάδα. Οπότε έκανε μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συνεχιστεί η κρίση και να λάβει νέες μορφές,
συμπεριλαμβανομένης και της κρίσης στον τραπεζικό τομέα της Ιταλίας, το «ρήγμα της Ευρώπης». Στα τέλη του 2011 η Μέρκελ μεθόδευσε την αντικατάσταση των εκλεγμένων κυβερνήσεων στην Ελλάδα και στην Ιταλία από τεχνοκράτες. Κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος και πολιτικά κινήματα διαμαρτυρίας απέκτησαν δύναμη σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, όπου τον Φεβρουάριο του 2013 συστάθηκε το ακροδεξιό και κατά του ευρώ κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Η Μέρκελ κράτησε υπεύθυνη στάση στην προσφυγική κρίση, αποδεχόμενη περισσότερους από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες στη Γερμανία. Αλλά το έκανε δίχως να διαβουλευθεί με τους ευρωπαίους εταίρους της ή τους πολίτες της. Και σύντομα τιμωρήθηκε στη Γερμανία. Το κόμμα της υπέστη μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες, ενώ το AfD αποκόμισε σημαντικά οφέλη.

Και νέα σενάρια για επικείμενο Grexit

Προς το παρόν η Μέρκελ διατηρεί τον ρόλο της ως ντε φάκτο καγκελαρίου της Ευρώπης απλά και μόνο γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. Αλλά και η Γερμανία και η Ευρώπη αλλάζουν. Ο επόμενος ή η επόμενη καγκελάριος της Γερμανίας δεν θα έχει ούτε την υποστήριξη των Γερμανών ούτε την αποδοχή των Ευρωπαίων ως καγκελάριος της Ευρώπης. Το πρώτο θύμα θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα, η οποία, αντί να επωφεληθεί από την ελάφρυνση χρέους που η Μέρκελ δεν κατάφερε να επιτύχει, ενδέχεται να αναγκαστεί τελικά να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, οδηγώντας ολόκληρη την ΕΕ σε αχαρτογράφητα νερά.
Αλλά οι συνέπειες ίσως δεν είναι όλες αρνητικές. Αν δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος, οι δημοσιονομικοί κανόνες θα παραβλεφθούν ευκολότερα. Μια τέτοιου μεγέθους επέκταση της εθνικής κυριαρχίας θα μπορούσε να αποτελέσει θετική εξέλιξη, αν οδηγήσει σε αυτό που ο Λάρι Σάμερς από το Χάρβαρντ αποκαλεί «υπεύθυνο εθνικισμό». Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα υπηρετούν τους πολίτες τους και όχι κάποιο αφηρημένο ευρωπαϊκό ιδεώδες, και θα λειτουργούν με βάση την κάλπη και την αγορά. Ο/η καγκελάριος της Γερμανίας στη θέση του/της καγκελαρίου της Ευρώπης θα επέφερε περισσότερες διαιρέσεις.


Ο κ. Ασόκα Μόντι είναι καθηγητής Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πρίστον και πρώην επικεφαλής αποστολής για τη Γερμανία και την Ιρλανδία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

HeliosPlus