Ω, πόσο θύμωσαν οι μουχλιασμένοι κριτικοί για το βραβείο Νομπέλ στον Μπομπ Ντίλαν! Τι κατακραυγή από την «ακαδημία» –όχι από τη σουηδική, αλλά από την παγκόσμια ακαδημαΐκή εκκλησία της λογο-τεχνολογίας. Ο πανικός της λογοτεχνικής γραφειοκρατίας, παγιδευμένης στις βεβαιότητές της, απορροφημένης στους μικροπρεπείς υπολογισμούς της, στα προγνωστικά και στις επιτήδειες μετατοπίσεις θέσης, ήταν χειροπιαστός. Ηταν η επιλογή του Ντίλαν πολιτική ή μη πολιτική; Γιατί ένας Αμερικανός; Γιατί όχι μια γυναίκα; Ή μια φωνή, όποια φωνή, μιας ορατής μειονότητας; Ή αυτός που περιμένει 20 χρόνια; Ή εκείνος που έχει παραιτηθεί από την ελπίδα;

Η αλήθεια, όσο δυσάρεστη και αν είναι για όλους αυτούς, είναι ότι η απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας σε έναν συγγραφέα που έχει γράψει μόνο ένα βιβλίο δεν είναι πιο εκπληκτική από τη βράβευση του Ντάριο Φο ή του Γουίνστον Τσόρτσιλ.

Και εδώ είναι η ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια: το να βραβεύσεις έναν από τους τελευταίους λαϊκούς ποιητές μας, τον μακρινό συγγενή του μεσαιωνικού Ριτμπέφ, του Φρανσουά Βιγιόν και όλων των τροβαδούρων και των τραγουδοποιών της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, να τιμήσεις έναν τροβαδούρο, έναν βάρδο της αδελφότητας των μοναχικών και χαμένων ψυχών, να στέψεις εκείνον που έγραψε μπαλάντες που έχουν γίνει, για να δανειστώ τη φράση του Αντρέ Σουαρές σχετικά με τον Ρεμπό, «μια στιγμή στη ζωή» τόσο πολλών ανθρώπων στον 20ό και στον 21ο αιώνα, έχει πολύ περισσότερο νόημα από το να βγάλεις από το καπέλο τον άγνωστο Ρούντολφ Κρίστοφ Οϊκεν ή να διαλέξεις τον καημένο τον Πριντόμ αντί του Τολστόι.

Η φωνή των πραγμάτων και ο πιο χρήσιμος πολίτης

Αντιμέτωπος με αυτούς που φωνάζουν «Αυτό δεν είναι λογοτεχνία! Απλά δεν είναι!», μπαίνει κανείς στον πειρασμό να συνταχθεί με τον Φρανσίς Πονζ, ο οποίος, επικαλούμενος τον Λοτρεαμόν, όρισε τον ποιητή ως βάρδο ή τροβαδούρο που, εκφράζοντας τη «φωνή των πραγμάτων», γίνεται «ο πιο χρήσιμος πολίτης της φυλής του». Και σε ποιον ταιριάζει καλύτερα αυτός ο ορισμός από ό,τι στον Ντίλαν;

Ο Ντίλαν είναι ένας Κέρουακ που μπορεί να τραγουδήσει. Είναι ένας Μπάροουζ που έβαλε στη μουσική τη μεγάλη παρέλαση της γενιάς των μπίτνικ, με τα άγρια πάρτι της και τα γυμνά γεύματά της. Είναι αυτό που είπε ο Αλεν Γκίνσμπεργκ περιγράφοντας το σοκ όταν άκουσε για πρώτη φορά το «A Hard Rain’s A-Gonna Fall» το 1963, ένα τραγούδι στο οποίο οι τόνοι και ο ρυθμός, οι απότομες αλλαγές στην έμφαση, το ταξίδι στην ίδια την καρδιά των λέξεων και η φαντασία, όλα απηχούν την καλύτερη λογοτεχνία της εποχής –αλλά μαζί με μουσική!


Ποίημα που δεν τραγουδήθηκε είναι μισοπεθαμένο

Θα το στρέψουμε αυτό κατά του Ντίλαν, θα του χρεώσουμε την αμαρτία ότι μπόλιασε τους ρυθμούς των μπλουζ, της σόουλ και της κάντρι μουσικής στους ρυθμούς της Βίβλου, του Γουίλιαμ Μπλέικ και του Γουόλτ Γουίτμαν; Ηταν ο Λουί Αραγκόν, νομίζω, ο οποίος είπε ότι όταν βάζεις μουσική σε ένα ποίημα είναι σαν να μετακινείσαι από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο. Ο Αραγκόν, ο ποιητής που τραγουδήθηκε από τον Λεό Φερέ και από άλλους, πίστευε ότι ένα ποίημα που δεν τραγουδήθηκε είναι μισοπεθαμένο.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ντίλαν ήταν ο μόνος της εποχής του που μπόρεσε να ενσωματώσει πλήρως τη μουσικότητα που είναι απαραίτητη για τη μεγάλη ποίηση, τη δεύτερη φωνή που στοιχειώνει κάθε ποιητή, αλλά που συνήθως την αφήνει σε όσους τον απαγγέλλουν ή τον διαβάζουν, τη δύναμη του τραγουδιού που είναι η τελική και μυστική αλήθεια του και που κάποιοι ποιητές τρελάθηκαν –κυριολεκτικά και τραγικά –προσπαθώντας να τη βρουν.

Βάρδος και ραψωδός, και τα δύο. Μια ποιητικο-μουσική επανάσταση σε έναν άνθρωπο και σε ένα σώμα έργου. Θέλω να πιστεύω ότι ήταν αυτό το tour de force, αυτό το μεγάλο κατόρθωμα –αυτή η παρατεταμένη στιγμή της μεγαλοφυΐας που μένει για πάντα νέα –που αναγνώρισε στην επιλογή του Ντίλαν η Επιτροπή του Νομπέλ.

O κ. Μπερνάρ-Ανρί Λεβί είναι ένας από τους ιδρυτές του κινήματος «Nouveaux Philosophes» (Νέοι Φιλόσοφοι).

HeliosPlus