Πολιτικές εξελίξεις αναμένονται τις επόμενες μέρες στην Ισπανία, αυτή τη φορά στην κατεύθυνση σχηματισμού κυβέρνησης, επομένως απομάκρυνσης των τρίτων βουλευτικών εκλογών.

Την Κυριακή συνεδριάζουν οι βουλευτές και οι γερουσιαστές του σοσιαλιστικού κόμματος (PSOE), προκειμένου να αποφασίσουν τι στάση θα τηρήσουν εν όψει των νέων επαφών του βασιλιά Φίλιππου Στ’ με τους πολιτικούς αρχηγούς.

Όλοι πλέον θεωρούν δεδομένο ότι ο ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός και αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) Μαριάνο Ραχόι θα λάβει εκ νέου εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, «ξεπαγώνοντας» τη συμφωνία με τους Ciudadanos που αθροίζει 170 έδρες (επί συνόλου 350).

Και όλα αυτά ενώ απομένουν 13 μέρες για την αυτόματη προκήρυξη τρίτων βουλευτικών εκλογών σε διάστημα 1 έτους.

Στις τάξεις των Σοσιαλιστών ωριμάζει η ιδέα της αποχής, ώστε στη β’ ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, τα «ναι» να είναι περισσότερα από τα «όχι» και η Ισπανία επιτέλους να αποκτήσει κυβέρνηση.

Ουσιαστικά χρειάζονται 11 αποχές (από τους 85 συνολικά βουλευτές του PSOE), ώστε οι 170 θετικές ψήφοι του Λαϊκού Κόμματος και των Ciudadanos (μαζί με μία βουλευτή από τα Κανάρια Νησιά) να είναι περισσότερες από τις υποθετικές 169 αρνητικές (PSOE χωρίς τους 11 που θα απέχουν, Podemos και τοπικά κόμματα).

Τα μισόλογα τελείωσαν. Κορυφαία στελέχη του κόμματος, όπως η πρόεδρος της Ανδαλουσίας Σουσάνα Ντίαθ και της Εξτρεμαδούρα Γκιγιέρμο Φερνάντεθ Βάρα, λένε ανοικτά ότι το κόμμα πρέπει (τουλάχιστον μερικώς) να ψηφίσει αποχή, δηλαδή να κάνει αυτό που ο τέως αρχηγός Πέδρο Σάντσεθ αρνήθηκε κατηγορηματικά μέχρι να χάσει την καρέκλα του.

Για πολλούς ο Σάντσεθ έπεσε από πραξικόπημα των βαρόνων του PSOE. Του τράβηξαν το χαλί, επειδή έλεγε κατηγορηματικά «όχι» στον Ραχόι, με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε τρίτες εκλογές.

Όμως οι τρίτες κάλπες θα έστελναν με βεβαιότητα το ιστορικό κόμμα στην τρίτη θέση (πίσω πλέον από τους Podemos) με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον του.

Για άλλους, ο Σάντσεθ ακολουθούσε λάθος τακτική, δεν είχε εναλλακτική κυβερνητική πρόταση και αγνοούσε την πραγματικότητα. Κορυφαία στελέχη του κόμματος, όπως ο βετεράνος Φελίπε Γκονθάλεθ (πρωθυπουργός επί 14 χρόνια) σημείωναν: το ζητούμενο δεν είναι αν ο Ραχόι θα ξαναγίνει πρωθυπουργός, αλλά πώς το κραταιό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ένα από τα παλαιότερα της Ευρώπης) θα καταφέρει να ξανακερδίσει τους Ισπανούς, που του έχουν γυρίσει την πλάτη.

Σε κάθε περίπτωση, ενδεχομένως και για να χρυσωθεί το χάπι, επισημαίνεται αρμοδίως ότι ακόμα και αν ο Ραχόι γίνει πρωθυπουργός, θα είναι σε κυβέρνηση μειοψηφίας, άρα η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής θα είναι απέναντί του.

Bεβαίως στην Ισπανία η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, για παράδειγμα, έχει αρκετές δυσκολίες, αφού πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένη υποψηφιότητα για την πρωθυπουργία.

Με λίγα λόγια, δεν αρκεί η πλειοψηφία της Βουλής να ρίξει τον Ραχόι (αν τεθεί ζήτημα), πρέπει παράλληλα να βρεθεί και κοινός υποψήφιος για τη διαδοχή του. Και εκεί το ζήτημα γίνεται αρκετά περίπλοκο.

Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος: η αποχή εκ μέρους των Σοσιαλιστών κάνει πρωθυπουργό τον Ραχόι. Η κίνηση αυτή θα είναι «βούτυρο στο ψωμί» των Podemos (που έτσι κι αλλιώς έχουν πάρει ψηφοφόρους του PSOE), οι οποίοι θα κατηγορήσουν τους Σοσιαλιστές ότι επέτρεψαν στο Λαϊκό Κόμμα να συνεχίσει να κυβερνά.

Αλλά και το επιχείρημα ότι η Βουλή είναι στην πλειοψηφία της κατά του Ραχόι έχει αντίλογο: το Λαϊκό Κόμμα ελέγχει το προεδρείο και την Γερουσία. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν κινηθεί κατά της κυβέρνησης σε κάποιο νομοσχέδιο, η συντριπτική πλειοψηφία της Γερουσίας θα μπορεί να καθυστερήσει την εξέλιξη των πραγμάτων.

Η ουσία είναι ότι όλα αυτά είναι καινούργια για την Ισπανία της Μεταπολίτευσης, αφού για πρώτη φορά -εκτός απροόπτου- θα αποκτήσει κυβέρνηση μειοψηφίας.

Μια κυβέρνηση που θα κληθεί να χειριστεί άμεσα δύο ζητήματα: τις απαιτήσεις των Βρυξελλών για νοικοκυρεμένα οικονομικά και την απόφαση των Καταλανών να διοργανώσουν δημοψήφισμα για την απόσχιση.