«Θυμάμαι τη δεκαετία του 1990. Το τείχος του Βερολίνου είχε μόλις πέσει και πειραματιζόμουν με ναρκωτικά όπως το ecstasy και το LSD. Η τέκνο μουσική έκανε τα πρώτα βήματά της και υπήρχαν όλα εκείνα τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στον ανατολικό τομέα όπου νέοι και νέες [και από τον ανατολικό και από τον δυτικό τομέα] συναντιούνταν για πρώτη φορά. Ηταν πολύ σκληροπυρηνικοί, κάποιοι τύποι από τον ανατολικό τομέα –δεν καταλάβαιναν καθόλου τους ξένους –και τα ecstasy τους βοηθούσαν να αποβάλουν λίγο από το μίσος και την καχυποψία τους. Μερικές φορές τότε έμπαινες σε κάποιο δωμάτιο και αισθανόσουν ότι έβλεπες το παρελθόν. Δεν παίρνω ναρκωτικά πλέον. Αλλά μπορώ να θυμηθώ τα πάντα, και ίσως για αυτό να μπόρεσα να γράψω αυτό το βιβλίο».

Αυτά δηλώνει μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» ο Νόρμαν Ολερ, ένας γερμανός συγγραφέας, το τελευταίο πόνημα του οποίου, αφότου κατέκτησε τους Γερμανούς, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες ενώ στις 6 Οκτωβρίου πρόκειται να κυκλοφορήσει και στη Βρετανία.
Στις σελίδες όμως του Der totale Rausch: Drogen im Dritten Reich –«Η Απόλυτη Εκσταση: Τα Ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ» –δεν παρουσιάζονται τα βιώματα της νεολαίας του Βερολίνου μετά την επανένωσή του, αλλά αποκαλύπτεται η συγκλονιστική και σε μεγάλο βαθμό άγνωστη ιστορία της πολύπλευρης εξάρτησης του Τρίτου Ράιχ από τα ναρκωτικά –κοκαΐνη, ηρωίνη, μορφίνη και κυρίως μεθαμφεταμίνες –καθώς και η επίδραση που είχε η χρήση τους, όχι μόνο στον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του αλλά και στην επιτυχημένη εισβολή των δυνάμεων της Βέρμαχτ στη Γαλλία το 1940.
Ο Φύρερ, για παράδειγμα –υποστηρίζει ο κ. Ολερ –όταν αποσύρθηκε στο τελευταίο από τα καταφύγιά του ήταν απολύτως τοξικομανής.

Εθνικοσοσιαλισμός και φαρμακοβιομηχανία

Η ιστορία του Ολερ αρχίζει κατά τις ημέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν η γερμανική φαρμακοβιομηχανία βρισκόταν στο απόγειό της. Εκείνη την περίοδο εξάγονταν τεράστιες ποσότητες οπιούχων φαρμάκων και κοκαΐνης ενώ όποιος επιθυμούσε να προμηθευτεί ναρκωτικά, αρκούσε να κάνει μια βόλτα στους δρόμους του Βερολίνου. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, στενοί συνεργάτες του Χίτλερ δήλωναν για τον ηγέτη τους ότι είναι ένας απρόσβλητος άνθρωπος που το μόνο που επιθυμεί είναι να εργάζεται ασταμάτητα για τη χώρα του και για τον λόγο αυτόν δεν θα κατανάλωνε οτιδήποτε θα μπορούσε να επιβαρύνει την υγεία του, ούτε καν καφέ.
«Είναι όλος νους και σώμα» – ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους συμμάχους του το 1930 –«Δεν πίνει, πρακτικά τρώει μόνο λαχανικά και δεν αγγίζει τις γυναίκες». Δεν προκαλεί έκπληξη, οπότε, ότι το 1933 αφότου κατέλαβαν την εξουσία οι ναζιστές, τα «θελκτικά δηλητήρια» κηρύχθηκαν παράνομα. Οι «εγκληματικά παράφρονες» χρήστες ναρκωτικών είτε δολοφονούνταν είτε κατέληγαν σε στρατόπεδα εξοντώσεως ενώ πολύ σύντομα η χρήση ναρκωτικών ουσιών σχετίστηκε και με τους Εβραίους, έθνος ουσιαστικά εξαρτημένο από τα ναρκωτικά, κατά τους ναζιστές.
Κάποια ναρκωτικά, ωστόσο, επρόκειτο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη ναζιστική κοινωνία καθώς όλοι έπρεπε να είναι πανέτοιμοι να ανταποκριθούν στις όποιες βουλές του ακάματου ηγέτη τους. Ηταν απαραίτητη, για παράδειγμα, μια ουσία που θα «ενσωμάτωνε τους φυγόπονους, τους ηττοπαθείς και τους μεμψίμοιρους» στην αγορά εργασίας. Και για τον λόγο αυτόν ο δρ Φριτς Χάουζτσιλντ, επικεφαλής χημικός της φαρμακοβιομηχανίας Temmler στο Βερολίνο, εμπνεόμενος από την επιτυχημένη χρήση της αμφεταμίνης βενζεδρίνη από τους Αμερικανούς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, βάλθηκε να αναπτύξει το δικό του θαυματουργό ναρκωτικό. Επειτα από έναν χρόνο η πρώτη γερμανική μεθαμφεταμίνη ήταν έτοιμη να τονώσει τους Γερμανούς στα πεδία των μαχών και τις Γερμανίδες στα μετόπισθεν.
Το Pervitin, όπως ήταν γνωστό το εν λόγω σκεύασμα, προκάλεσε αμέσως αίσθηση και σύντομα χρησιμοποιούνταν, εν είδει εξαιρετικού τονωτικού, από γραμματείς και ηθοποιούς έως και μηχανοδηγούς, με λίγα λόγια από τους πάντες καθώς για την προμήθειά του δεν ήταν απαραίτητη η ιατρική συνταγή. Στις γερμανίδες νοικοκυρές συστηνόταν η κατανάλωση έως και τριών χαπιών την ημέρα, ώστε να μπορούν να ολοκληρώνουν τις δουλειές του σπιτιού στο άψε σβήσε, χάνοντας ταυτόχρονα τα όποια περιττά κιλά, δεδομένης της επίδρασης του εν λόγω φαρμάκου στην όρεξη. Περιγράφοντας το Pervitin και την σχεδόν απόλυτη διάδοση της χρήσης του, ο Νόρμαν Ολερ κάνει λόγο για «εθνικοσοσιαλισμό σε μορφή χαπιού».
35 εκατομμύρια χάπια στη μάχη των Αρδεννών

Αναμενόμενα, σε σύντομο χρονικό διάστημα οι περισσότεροι γερμανοί στρατιώτες ήταν εξαρτημένοι από το Pervitin, το μοναδικό «όπλο» με το οποίο μπορούσαν να νικήσουν τον μεγάλο εχθρό τους, τον ύπνο, όπως επισήμανε σε μια επιστολή του ο μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας Χάινριχ Μπελ, εκλιπαρώντας τους γονείς να το προμηθευτούν και να του το αποστείλουν. Επιφορτισμένος με το καθήκον να προστατέψει τις «έμψυχες μηχανές», ήτοι τους στρατιώτες, της Βέρμαχτ ήταν ο δρ Οτο Ράνκε, διευθυντής του Ινστιτούτου Γενικής και Αμυντικής Φυσιολογίας του Βερολίνου, ο οποίος έπειτα από κλινικές εξετάσεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Pervitin ήταν ένα ιδανικό φάρμακο για τους εξουθενωμένους των μετώπων. Οχι μόνο καθιστούσε περιττό τον ύπνο αλλά μετρίαζε και την αίσθηση του τρόμου.
Το 1940, καθώς καταστρώνονταν τα σχέδια για εισβολή στη Γαλλία μέσω των Αρδεννών, στρατιωτικοί γιατροί έλαβαν εντολή να χορηγούν στους στρατιώτες ένα χάπι κατά τη διάρκεια της ημέρας και δύο κατά τη διάρκεια της νύχτας και άλλο ένα ή και δύο χάπια τρεις ώρες αργότερα σε περίπτωση που κρινόταν απαραίτητο. Για να καλύψει τις ανάγκες της η Βέρμαχτ παρήγγειλε συνολικά 35 εκατομμύρια χάπια.
«Η εισβολή στη Γαλλία κατέστη δυνατή χάρη στα ναρκωτικά. Δίχως ναρκωτικά δεν θα πραγματοποιούταν η εισβολή. Οταν ο Χίτλερ ενημερώθηκε για το σχέδιο εισβολής στη Γαλλία μέσω των Αρδεννών το λάτρεψε [οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν συγκεντρωμένες στη βόρεια επικράτεια του Βελγίου]. Αλλά οι επιτελείς του τον ενημέρωσαν πως «δεν είναι δυνατό αυτό, τη νύχτα πρέπει να ξεκουραστούμε και οι σύμμαχοι θα υποχωρήσουν και εμείς θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στα βουνά. Επειτα ωστόσο απεστάλη εκείνη η διαταγή [για τη χορήγηση του Pervitin] χάρη στην οποία μπόρεσαν να παραμείνουν ξύπνιοι για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Ο Ρόμελ και όλοι εκείνοι οι διοικητές των μεραρχιών Πάντσερ ήταν μαστουρωμένοι –και δίχως τα τανκ, σίγουρα δεν θα είχαν επικρατήσει» εξήγησε ο κ. Ολερ.
«Σκέφτεται κανείς ότι [ο ναζισμός] είχε να κάνει με την τάξη. Αλλά επρόκειτο για το απόλυτο χάος. Η συγγραφή αυτού του βιβλίου με βοήθησε να καταλάβω τουλάχιστον αυτό. Η μεθαμφεταμίνη κρατούσε τους ανθρώπους εντός του συστήματος» επισήμανε καταλήγοντας.

HeliosPlus