Το «πρόβλημα Γκιουλέν» φαίνεται ότι είναι πολύ σοβαρότερο από ό,τι αρχικά εκτιμήθηκε, λέγουν διπλωμάτες στον ΟΗΕ οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν τις σχετικές διαθέσεις της αμερικανικής και της τουρκικής πλευράς στη διάρκεια της παρουσίας των προέδρων Μπαράκ Ομπάμα και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση την περασμένη εβδομάδα. Το περιβάλλον του τούρκου προέδρου διοχέτευε με κάθε τρόπο και μάλιστα ως «προειδοποίηση» ότι η Αγκυρα δεν θα διστάσει ακόμη και «να παγώσει» τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον αν απορριφθεί το αίτημά της να απελαθεί στην Τουρκία ο Φετουλάχ Γκιουλέν. Αμερικανικές πηγές, χωρίς να αρνούνται τη σοβαρότητα του «προβλήματος», απαντούσαν επιμένοντας ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τους «θεσμικούς κανόνες» των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ σημείωσε ότι υπάρχει «έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης», η οποία εμποδίζει τη γενικότερη «πορεία των διμερών σχέσεων» Αμερικής – Τουρκίας. Το κλίμα χειροτερεύει από το γεγονός ότι «ο Ερντογάν πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον θέλει να τον ανατρέψει» πρόσθεσε.
Η Αγκυρα έστειλε στα μέσα Σεπτεμβρίου στην Ουάσιγκτον «τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία» του ρόλου του Φετουλάχ Γκιουλέν στο (αποτυχημένο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Αν το υπουργείο Δικαιοσύνης τα κρίνει «βάσιμα, ουσιαστικά και τεκμηριωμένα» θα τα προωθήσει σε ομοσπονδιακό δικαστήριο όπου «θα τεθούν σε δικαστική διαδικασία». Η Ουάσιγκτον, σε μια επίδειξη καλής θέλησης προς την Τουρκία, έστειλε στην Αγκυρα ομάδα νομικών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ οι οποίοι βοήθησαν στη σύνταξη του τουρκικού αιτήματος για τον Γκιουλέν. Τον ίδιο στόχο, άλλωστε, είχαν οι επισκέψεις στην Αγκυρα του αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν και του επικεφαλής των επιτελείων στρατηγού Τζόζεφ Ντάνφορντ.
Αμερικανοί αναλυτές αλλά και κρατικοί αξιωματούχοι προβλέπουν ότι, άσχετα αν απορριφθεί στο αμερικανικό δικαστήριο το τουρκικό αίτημα για σύλληψη και απέλαση του Γκιουλέν στην Τουρκία, οι σχέσεις Αγκυρας – Ουάσιγκτον θα περιέλθουν από το σημερινό επίπεδο έντασης σε επίπεδο βαθιάς κρίσης. Η δικαστική διαδικασία είναι χρονοβόρα και η τελεσίδικη απόφαση δεν αποκλείεται να ληφθεί μετά από δύο και πλέον χρόνια. Σημειώνεται σχετικά ότι κράτησε σχεδόν έξι χρόνια η διαδικασία για την απέλαση στο Μεξικό μεξικανού εγκληματία που είχε καταφύγει στην Αμερική. Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει σηκώσει ψηλά τον πήχη στο πρόβλημα Γκιουλέν, το έχει θέσει ως ζήτημα τιμής και κύρους όχι μόνο του προέδρου αλλά και της Τουρκίας, αλλά αυτό οδηγείται σε μπούμερανγκ. Το αναγνωρίζουν και στην Αγκυρα όπου «ο λαός είναι ενωμένος εναντίον του Γκιουλέν αλλά όχι υπέρ του Ερντογάν» λέει ο αρχισυντάκτης της «Hurrijet» Μουράτ Γετκίν.
Η Αγκυρα προσπάθησε να επηρεάσει τη στάση της Ουάσιγκτον στο ζήτημα Γκιουλέν παίζοντας και το «χαρτί Μόσχα». Αλλά η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αγία Πετρούπολη στις αρχές του περασμένου Αυγούστου και οι συνομιλίες του με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, τις οποίες πρόβαλαν κατά κόρον τα κρατικοελεγχόμενα τουρκικά ΜΜΕ, δεν απέδωσαν. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έδειξε «επιδεικτική αδιαφορία». Αλλωστε και η Μόσχα δεν βοήθησε. Το Κρεμλίνο, το οποίο απέφυγε μέχρι στιγμής να ασχοληθεί με το ζήτημα Γκιουλέν, έμεινε μακριά από τον εκβιασμό που επιχειρούσε η Αγκυρα. Μάλιστα το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών εξέφρασε «ζωηρή ανησυχία» για την τουρκική επέμβαση στη Συρία. Ετσι, στην Αγκυρα αναγκάζονται να αναγνωρίσουν ότι «δεν έχουν άλλες ρεαλιστικές επιλογές εκτός από τις ΗΠΑ (…) η Τουρκία δεν έχει πού αλλού να στραφεί» γράφει ο καθηγητής Σολί Οζέλ του Πανεπιστημίου Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης.
Και η Γερμανία, η οποία την ερχόμενη εβδομάδα στέλνει στο Ιντσιρλίκ πολυκομματική ομάδα βουλευτών, διευρύνει το ζήτημα των διώξεων στην Τουρκία σημειώνοντας στην κεντρική ιστοσελίδα της Μπούντεσταγκ ότι «πολλοί τουρκικοί θεσμοί (…) είναι ευάλωτοι». Είχε υπ’ όψιν την εκδήλωση της «σοβαρής ανησυχίας» που διατύπωσε, φυσικά με εντολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η αμερικανική πρεσβεία στην Αγκυρα για την απόλυση 28 εκλεγμένων δημάρχων ως οπαδών του Γκιουλέν. Η αμερικανική παρέμβαση προκάλεσε την οργισμένη δήλωση του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ, ο οποίος διακήρυξε ότι «η Τουρκία δεν δέχεται μαθήματα δημοκρατίας». «Χάσμα» στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ βλέπει η ιδιαίτερα φιλική στον πρόεδρο Ερντογάν εφημερίδα «Sambah».


ΑΛΛΑΓΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΩΝ
Αμερικανικά όπλα στους Κούρδους
Ακριβώς την επομένη της προβολής του ζητήματος Γκιουλέν από τον πρόεδρο Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, την περασμένη Τρίτη, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι θα εφοδιάσει με «σύγχρονο οπλισμό» τους κούρδους μαχητές που πολεμούν τους τζιχαντιστές στη Συρία, αυτούς τους οποίους η Αγκυρα χαρακτηρίζει «τρομοκράτες» και επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε στην Ουάσιγκτον για την υποστήριξη που τους παρέχει. Το Πεντάγωνο και, ως έναν βαθμό, η στρατιωτική ηγεσία του ΝΑΤΟ είναι «ζωηρά ενοχλημένοι», γράφει το περιοδικό «National Interest», από την «εκκαθάριση στο στράτευμα» από την κυβέρνηση Ερντογάν. Το 40% των αξιωματικών αποστρατεύθηκε –μεταξύ αυτών έντεκα στρατηγοί με προϋπηρεσία σε σημαντικές θέσεις του ΝΑΤΟ –«περιορίζοντας τις ικανότητες του δεύτερου σε μέγεθος στρατού κράτους-μέλους της Συμμαχίας». Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον άφησε να κυκλοφορούν οι φήμες ότι «σκέπτεται» να εγκαταλείψει τη βάση του Ιντσιρλίκ –δεν υπήρξε καμία διάψευση –και το γερμανικό «Spiegel» πρόσθεσε ότι η αμερικανική βάση στο Κατάρ μπορεί να γίνει βάση του ΝΑΤΟ οπότε «η μοναδικότητα της βάσης στην Τουρκία εξαφανίζεται». Η Αγκυρα προσπάθησε να δείξει αδιαφορία όταν στο Κατάρ έφθασε τον Ιούλιο λόχος του αμερικανικού Μηχανικού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ