Η αβεβαιότητα του Brexit, η ανασφάλεια που προκαλούν οι τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και η δυναμική εμφάνιση ενός «εθνολαϊκιστικού ρεύματος» δημιουργούν ρήγματα και αποσταθεροποιούν την Ευρωπαϊκή Ενωση σε μια περίοδο τρομακτικής γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Σύμφωνα με ευρωπαίο αξιωματούχο, «αυτή τη στιγμή το κοινοτικό εκκρεμές πηγαίνει μπρος και πίσω χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει πού θα ισορροπήσει». Η κατάσταση γίνεται ακόμη δυσκολότερη εξαιτίας των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται στην Τουρκία, καθώς μια κατάρρευση της συμφωνίας του περασμένου Μαρτίου για το Προσφυγικό θα τροφοδοτούσε έτι περαιτέρω την αστάθεια ενισχύοντας τον αντιευρωπαϊσμό.
Ζητούν εξιλαστήριο θύμα


Ενδεικτική της σύγχυσης που επικρατεί είναι η συζήτηση που έχει ξεκινήσει το τελευταίο δίμηνο γύρω από το μέλλον του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με αφορμή κυρίως το αρνητικό αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, αλλά όχι μόνο αυτό, συγκεκριμένοι κύκλοι επεχείρησαν να φορτώσουν αποκλειστικά στον λουξεμβούργιο πολιτικό το «Οχι» των Βρετανών. Παράλληλα, δημοσιεύματα μέσων ενημέρωσης εξαπέλυσαν προσωπική επίθεση στον κ. Γιούνκερ για την αδυναμία του να διαχειριστεί το φαινομένο των πολλαπλών κρίσεων που ενέσκηψαν στην ΕΕ την τελευταία διετία ζητώντας την παραίτησή του. Παρεμπιπτόντως, οι διαδικασίες προβλέπουν ότι η Κομισιόν παραιτείται ή υποχρεώνεται σε παραίτηση όλη μαζί και απαιτείται πλειοψηφία 2/3 στην Ευρωβουλή για αυτό. Κατά δε ορισμένους, η Κομισιόν θα ήθελε έναν λιγότερο φεντεραλιστή πρόεδρο και κατά ορισμένους ο σημερινός αντιπρόεδρος Φρανς Τίμερμανς θα ήταν ιδεατή λύση.
Την ίδια στιγμή ο κ. Γιούνκερ κατηγορήθηκε διότι επεχείρησε να υποστηρίξει τον Μάρτιν Σουλτς ώστε να παραμείνει πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως το τέλος της τρέχουσας θητείας του οργάνου (το 2019). Αυτό θεωρήθηκε από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ότι παραβιάζει την άτυπη συμφωνία που έγινε μετά τις ευρωεκλογές ότι ο Σουλτς θα αποχωρήσει στο τέλος του 2016 (έχουν ήδη αρχίσει να ακούγονται ονόματα διαδόχων από το ΕΛΚ, όπως του Αλέν Λαμασούρ και του σημερινού αντιπροέδρου Αντόνιο Ταγιάνι). Ωστόσο, αν αντικατασταθεί ο κ. Σουλτς, όλες οι κορυφαίες θέσεις θα έχουν καταληφθεί από την Κεντροδεξιά. Το δίδυμο Γιούνκερ – Σουλτς θεωρείται οπαδός των κοινοτικών λύσεων στα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα, ενώ προφανώς η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά θα ήθελε πιο «εθνικές» λύσεις.
Το Brexit ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» και επανέφερε στην επικαιρότητα το δίλημμα του αν η ΕΕ, αντιμέτωπη με συνεχείς κρίσεις, πρέπει να κινηθεί προς ενοποιητικές πρωτοβουλίες ή να προτιμηθούν λύσεις διακυβερνητικού χαρακτήρα, με τα κράτη-μέλη να έχουν τον πρώτο λόγο. Επί του ζητήματος αυτού υπάρχει σοβαρή διάσταση απόψεων ακόμη και στους κόλπους του γαλλογερμανικού άξονα, καθώς η «σύγκρουση» φεντεραλισμού – διακυβερνητικού λαμβάνει και πολιτικό πρόσημο: οι γάλλοι και γερμανοί Σοσιαλιστές διατυπώνουν φεντεραλιστικές ιδέες, ενώ οι Κεντροδεξιοί αντίπαλοί τους κλίνουν προς τον διακυβερνητισμό.
Εμπειροι παρατηρητές επισημαίνουν ότι σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις που ανέκυψαν από το 2009 και μετά ήταν τα κράτη-μέλη και κυρίως το Βερολίνο που ανέλαβαν πρωτοβουλίες για διαχείριση των κρίσεων. Η απειλή της Ελλάδας για το μέλλον της ευρωζώνης ήταν η πρώτη δύσκολη περίπτωση αλλά ενδεχομένως και η ευκολότερη. Το Προσφυγικό όμως έφερε τα πάνω κάτω διότι κατέδειξε τα σοβαρά χάσματα μεταξύ Βορρά και Νότου και Ανατολής και Δύσης εντός ΕΕ. Η Ανγκελα Μέρκελ μπόρεσε να επιβάλει κατά κάποιον τρόπο την άποψή της στο ελληνικό ζήτημα. Οταν στο Προσφυγικό αποφάσισε να κινηθεί πιο συναινετικά (ή πιο… κοινοτικά, όπως λένε χαιρέκακα ορισμένοι επικριτές της) αντελήφθην ότι αυτό ήταν αδύνατο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την άρνηση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης να δεχθούν ποσοστώσεις στη μετεγκατάσταση προσφύγων.
Στο τέλος της ημέρας η γερμανίδα καγκελάριος βρέθηκε με μόνους συμμάχους την Κομισιόν και την ολλανδική προεδρία του Συμβουλίου και τελικά έκλεισε τη συμφωνία με την Τουρκία βασιζόμενη στην παλιά, δοκιμασμένη συνταγή: κινήθηκε διακυβερνητικά. Αλλωστε, η ίδια ποτέ δεν εμπιστεύθηκε την Κομισιόν, ενώ ανάλογη στάση έχει επιδείξει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Οταν η Μέρκελ δέχθηκε με δυσπιστία να αναλάβει ο «εκλεγμένος» Γιούνκερ την προεδρία της Επιτροπής, πώς περίμενε στη συνέχεια να έχει ο ίδιος το κύρος να επιβάλει δύσκολες λύσεις στις υπόλοιπες χώρες;» αναρωτιέται ευρωπαίος αξιωματούχος.
Κράτη κατά Βρυξελλών


Το Brexit θα αποδειχθεί όμως, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, «η μητέρα των μαχών». Δεν θα είναι μόνο η μάχη μεταξύ φεντεραλιστών και «ευρωρεαλιστών» που έχει ήδη ξεκινήσει. Θα είναι η αντανάκλαση μέσω του βρετανικού ζητήματος των προβλημάτων και των εντάσεων που ήδη έρχονται στο προσκήνιο στα κράτη-μέλη, με βασικότερο αυτό του εθνολαϊκισμού. Ηδη σε πολλές πρωτεύουσες το αίτημα που κυριαρχεί είναι η επιστροφή σε αυτές περισσότερων εξουσιών που θεωρούν ότι σήμερα ασκούνται από τις Βρυξέλλες.
Το κείμενο που συνυπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών Γερμανίας και Γαλλίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ και Ζαν-Μαρκ Ερό (προερχόμενοι από τους Σοσιαλιστές) με τίτλο «Μια ισχυρή Ευρώπη σε έναν κόσμο αβεβαιοτήτων» και το οποίο δημοσιοποιήθηκε μετά το Brexit περιέχει ενδιαφέρουσες ιδέες (π.χ., για ένα Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Ασφαλείας) αλλά δύσκολα θα έχει ευρεία επίδραση. Σε αυτή τη φάση ο ευρωρεαλισμός του Ντόναλντ Τουσκ που προειδοποιεί ότι περισσότερη συγκέντρωση εξουσιών στις Βρυξέλλες θα στρέψει τους ευρωπαίους πολίτες εναντίον της ΕΕ μοιάζει πιο στιβαρός. Ο κ. Σόιμπλε φαίνεται επίσης να συμφωνεί. «Δεν είναι καιρός για οράματα. Αν η Κομισιόν δεν συνεργαστεί μαζί μας, εμείς (σ.σ.: τα κράτη) θα πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας» δήλωσε πρόσφατα.


Τι να περιμένουμε
Πρώτα σταθερότητα, μετά Brexit

Οι έμπειροι παρατηρητές θεωρούν ότι ο ευρωρεαλισμός θα επικρατήσει και το Brexit θα είναι καταλύτης για αυτό. Σε πρώτη φάση, η ευρωζώνη δεν κινδυνεύει. Το Βερολίνο και το Παρίσι θα κινηθούν δυναμικά για να την προστατεύσουν σε περίπτωση αναταραχής και άλλωστε αυτό προέχει για τις δύο χώρες –όχι η αλλαγή Συνθηκών. Το 2017 είναι επίσης γεμάτο από κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις (βουλευτικές εκλογές σε Ολλανδία και Γερμανία, προεδρικές και βουλευτικές κάλπες στη Γαλλία) που δεν επιτρέπουν πειραματισμούς. Αναμφίβολα, ο ρόλος της Γερμανίας θα παραμείνει κυρίαρχος, ίσως δε να ενισχυθεί σε μια πιο διακυβερνητική ΕΕ, όπως επισημαίνει ο Τσαρλς Γκραντ του Κέντρου Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης .
Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι το Βερολίνο απογοητεύτηκε από το Brexit. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν θα βιαστεί και θα επιδιώξει ένα συναινετικό διαζύγιο. Ηδη μάλιστα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν πληροφορίες ότι οι επίσημες συζητήσεις μεταξύ ΕΕ – Βρετανίας δεν θα ξεκινήσουν πριν από το φθινόπωρο του 2017, μετά τη διεξαγωγή των γερμανικών βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη πλευρά, καθίσταται σαφές ότι το επίκεντρο στο… αλισβερίσι θα είναι μεταξύ της μέλλουσας οικονομικής σχέσης (που αφορά το εμπόριο και την πρόσβαση του Λονδίνου στην Ενιαία Αγορά) και του σεβασμού της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας (αν και υπάρχουν ορισμένες πληροφορίες πως οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να εξετάσουν ορισμένες εξαιρέσεις για τους Βρετανούς, π.χ. ένα 7ετές φρένο έκτακτης ανάγκης). Οι συνομιλίες πάντως δεν θα είναι περίπατος και για ακόμη έναν λόγο: ουδείς θέλει να στείλει μήνυμα χαλαρότητας σε άλλους επίδοξους αποχωρήσαντες και ιδιαίτερα στην επικεφαλής του γαλλικού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ