ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ αυτές τις ημέρες 40 χρόνια από την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον Νάσερ, η οποία, με όσα προηγήθηκαν και όσα επακολούθησαν, λίγο έλειψε να οδηγήσει σε παγκόσμια πυρηνική σύρραξη και οπωσδήποτε κατάφερε το καίριο πλήγμα σε εκείνο που ως τότε εθεωρείτο κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία. Οπως γράφει ο βρετανός ιστορικός Τζον Γιανγκ, εκείνες οι τελευταίες ημέρες του Ιουλίου 1956 «προκάλεσαν μια παγκόσμια κρίση η οποία κράτησε τρεις μήνες, κατέστρεψε έναν πρωθυπουργό στην Αγγλία (Ιντεν), διαίρεσε το βρετανικό έθνος, οδήγησε σε χρεοκοπία το βρετανικό θησαυροφυλάκιο, δηλητηρίασε τις σχέσεις της Βρετανίας με τους συμμάχους της και τερμάτισε κάθε ελπίδα ειρηνικής συμβίωσης Ισραήλ και Αράβων». Ο Αμερικανός Πολ Κένεντι προσθέτει και μία ακόμη συνέπεια των εξελίξεων εκείνων των ημερών. Εφεραν την Αμερική στη Μέση Ανατολή και της έδωσαν «κεντρικό, καθοριστικό ρόλο έκτοτε, καθιερώνοντας την Ουάσιγκτον ως κέντρο υπερδύναμης που από εδώ και εμπρός μπορούσε να εξελιχθεί σε κέντρο ηγεσίας ολόκληρου του δυτικού κόσμου».


Η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ ήταν το όνειρο των Αιγυπτίων ­ που ζούσαν υπό ένα άτυπο καθεστώς βρετανικής κηδεμονίας ­ και είχε λάβει διαστάσεις συμβόλου της ανεξαρτησίας τους. Γι’ αυτό όταν το απόγευμα της 26ης Ιουλίου 1956 ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, που μόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος της Αιγύπτου, εξήγγειλε στην κεντρική πλατεία της Αλεξάνδρειας την εθνικοποίησή της, αμέτρητα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους με τις νέες σημαίες που καθιέρωσε στη χώρα η επανάσταση και απελευθερωτικά συνθήματα, αλλά χωρίς καμιά διάθεση να επιτεθούν και να καταστρέψουν αγγλικές επιχειρήσεις. Ωστόσο στο Λονδίνο η απόφαση του Νάσερ ερμηνεύτηκε πολύ διαφορετικά.


Τηλεγράφημα της αγγλικής πρεσβείας προς το Φόρεϊν Οφις το πρωί της επομένης έδειχνε έκπληξη για τη «χειρονομία Νάσερ», συνιστούσε «λογική αναμονή» και υπεδείκνυε «διερευνητική προσπάθεια σε υψηλό επίπεδο» για να αποτραπούν «επικίνδυνες εξελίξεις» επιμένοντας ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, αυτή τη φορά δεν υπήρξαν «οργανωμένες επιθέσεις» εναντίον γραφείων, καταστημάτων ή «στόχων συμβολικής σημασίας» (λ.χ. αγάλματα και μνημεία Αγγλων που συνδέθηκαν με τη βρετανική παρουσία στην Αίγυπτο). Αντίθετα, ο βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον 48 ώρες αργότερα πληροφορούσε την κυβέρνησή του ότι «το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και προσωπικώς ο υπουργός Τζον Φόστερ Ντάλες θεωρούν (τον Νάσερ) πολύ επικίνδυνο πρόσωπο και τον κατεξοχήν εχθρό του Ισραήλ», αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάθε άλλο παρά θα τους ενοχλούσε κάποια σκληρή βρετανική απάντηση. Ωστόσο, ο πρεσβευτής επεσήμαινε ότι «ο πρόεδρος (Αϊζενχάουερ) εκδηλώνει ανησυχίες για το ενδεχόμενο ένοπλης περιπλοκής την οποία απεύχεται, ενοχλούμενος προφανώς και από την πιθανότητα να περιπλακεί η προεκλογική του εξόρμηση».


Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και για την Αγγλία και τη Γαλλία που εκείνη την εποχή εξακολουθούσε να είναι αποικιακή δύναμη, ο Νάσερ αποτελούσε μια μεγάλη απειλή. Το πανίσχυρο και πάντοτε συντηρητικό εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ έριξε όλο του το βάρος στο να πείσει τους πάντες ότι ο στόχος του Νάσερ δεν ήταν απλώς ο εκσυγχρονισμός της Αιγύπτου, αλλά και η κατοχή των πετρελαιοπηγών της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής ­ και, επομένως, η ανατροπή του ήταν θέμα υψίστης σημασίας για τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα. Το έντονο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής βοηθούσε στο να λάβουν μυθικές διαστάσεις η αγορά όπλων από την τότε Σοβιετική Ενωση που ανακοίνωσε ότι έκανε η Αίγυπτος και η κατασκευή του φράγματος του Ασουάν από τους Ρώσους. Η Γαλλία ιδιαίτερα κατηγορούσε τον Νάσερ ότι «τροφοδοτεί τους τρομοκράτες της Αλγερίας» και βομβάρδιζε συνεχώς τις συμμαχικές της πρωτεύουσες με εκκλήσεις «να γίνει κάτι σοβαρό από κοινού» εναντίον «των τρομοκρατών στρατιωτικών του Καΐρου».


Η περίπτωση της κατασκευής του Ασουάν είναι πιο ενδιαφέρουσα. Το Ασουάν είναι από εκείνα τα σχετικώς ασήμαντα στοιχεία της τρέχουσας πολιτικής που αιφνιδίως μεταβάλλεται σε παράγοντα τέτοιων διαστάσεων που επηρεάζουν την ίδια την Ιστορία. Αρχικώς και το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον είχαν αποφασίσει να αναλάβουν το (γαλλικής εμπνεύσεως, αμερικανικής υποδείξεως) σχέδιο κατασκευής του φράγματος που θα δέσμευε τα νερά του Νείλου δίνοντας σε καλλιέργεια αρκετές δεκάδες χιλιάδες στρέμματα γης. Αιφνιδίως όμως άλλαξαν γνώμη και, θέλοντας να εκβιάσουν τον Νάσερ, ανακοίνωσαν και μάλιστα θορυβωδώς στις 19 Ιουλίου 1956 ότι δεν θα χρηματοδοτήσουν το Ασουάν. Ηταν αυτή η απότομη αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας και της Αμερικής που εξαγρίωσε τον Νάσερ, γράφει ο άγγλος ιστορικός Λόιντ Γκάρντνερ στο βιβλίο του «Σφαίρες επιρροής». Η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, που ανακοίνωσε μία εβδομάδα αργότερα, δεν ήταν παρά η απάντησή του στον εκβιασμό. Επ’ αυτού συμφωνούν σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί και ερευνητές της εποχής.


Η εθνικοποίηση του Σουέζ φαίνεται ότι κατέλαβε εξ απροόπτου την κυβέρνηση Ιντεν. Στην περιοχή της διώρυγας δεν υπήρχαν πλέον βρετανικά στρατεύματα. Οι 80.000 επίλεκτοι του βρετανικού στρατού που τη φρουρούσαν και παρέμεναν εκεί ως τα μέσα του 1951 είχαν αποσυρθεί σταδιακά, ύστερα από συμφωνία που είχε κλείσει ο ίδιος ο Ιντεν, ως υπουργός Εξωτερικών του Τσόρτσιλ το 1953, με την Αίγυπτο. Ο Τσόρτσιλ με βαριά καρδιά είχε αναγνωρίσει ότι η Αγγλία δεν ήταν πλέον σε θέση να διατηρεί δυνάμεις στο εξωτερικό. Ο τελευταίος βρετανός στρατιώτης εγκατέλειψε την περιοχή της διώρυγας στις 13 Ιουνίου 1956 και η «μίσθωση» της διώρυγας στους Βρετανούς που είχε διαπραγματευθεί δύο χρόνια ενωρίτερα ο Ιντεν είχε συμφωνηθεί να τερματιστεί το καλοκαίρι του 1968. Για τον Ιντεν, πέραν της «παραβίασης της αγγλοαιγυπτιακής συμφωνίας», η εθνικοποίηση ήταν μια προσωπική πρόκληση. Και δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει αναπάντητη.


Ισως αν στη θέση του ήταν ένας άλλος πρωθυπουργός η βρετανική αντίδραση να ήταν διαφορετική. Αλλά ο Αντονι Ιντεν, που είχε διαδεχθεί έναν Τσόρτσιλ («πατέρα της νίκης») και είχε διαπρέψει ως υπουργός Εξωτερικών στη διάρκεια του πολέμου, είδε διαφορετικά την εθνικοποίηση. Ο Ιντεν έβλεπε τον Νάσερ μόνο σαν έναν «αδίστακτο δικτάτορα» ­ και ο Ιντεν μισούσε τους δικτάτορες, γι’ αυτό άλλωστε είχε παραιτηθεί το 1938 από την κυβέρνηση Τσάμπερλεν που, ορθώς, τη θεωρούσε ενδοτική στον Χίτλερ. Δεν αντιμετώπιζε τον Νάσερ ως εθνικό σύμβολο της Αιγύπτου και ίνδαλμα των Αράβων ­ γι’ αυτό και πίστευε πως «μόλις του τρίξουμε τα δόντια» θα υποχωρήσει, όπως βεβαίωσε το υπουργικό του συμβούλιο 48 ώρες μετά την εξαγγελία της εθνικοποίησης του Σουέζ. Η άποψή του στηριζόταν πάλι στην αντιχιτλερική θέση του. Είχε πάντοτε τη γνώμη πως αν η Αγγλία το 1936 είχε εμποδίσει τον Χίτλερ να επαναστρατιωτικοποιήσει τη Ρηνανία, ο Χίτλερ δεν θα τολμούσε να προχωρήσει σε πόλεμο. Ετσι, «θα πρέπει να δώσουμε ένα σκληρό μάθημα» στον Νάσερ για να μη δημιουργηθούν «ανεξέλεγκτες καταστάσεις», είπε στους υπουργούς του.


Στις 10 Αυγούστου 1956 το Παρίσι δίνει στη δημοσιότητα έγγραφα που βεβαίωναν την αποστολή βαρέων όπλων «σοβιετικής κατασκευής, προελεύσεως Αιγύπτου» και εκρηκτικών μηχανισμών στους αλγερινούς «τρομοκράτες» και η γαλλική κυβέρνηση «προειδοποιεί» ότι θα φέρει το ζήτημα στον ΟΗΕ. Πέντε χρόνια αργότερα ήταν η ίδια η Γαλλία που παραδέχθηκε ότι τα έγγραφα ήταν πλαστά και ότι απέβλεπαν στο να υπονομεύσουν διεθνώς τον Νάσερ.


Η εθνικοποίηση του Σουέζ δεν ήταν όμως μια απλή νομική πράξη. Η Αγγλία και όλες οι συμμαχικές χώρες, με εξαίρεση την Ελλάδα, άσκησαν πίεση στους ξένους πλοηγούς να εγκαταλείψουν τη θέση τους, όπως και έγινε, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των τάνκερ που διέσχιζαν τη διώρυγα, καθώς από τους 230 περίπου πλοηγούς που εργάζονταν στη διώρυγα μόλις οι 40 έμειναν. Ο αντίκτυπος στην επάρκεια πετρελαίου ήταν άμεσος και οξύτατος. Αυτό οδήγησε την Ουάσιγκτον να επιδιώξει μια λύση. Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ προτείνουν να δημιουργηθεί ένα κονσόρτσιουμ που θα διασφάλιζε τα αιγυπτιακά κυριαρχικά δικαιώματα και συμφέροντα στο Σουέζ αλλά και την «ελεύθερη ροή» από τη διώρυγα 800.000 βαρελιών πετρελαίου την ημέρα από τη Μέση Ανατολή για τις ανάγκες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ο Νάσερ δεν απορρίπτει την πρόταση, μάλιστα ο αμερικανός επιτετραμμένος στο Κάιρο ενημερώνεται ότι «η πρόταση Ντάλες εξετάζεται με κάθε προσοχή και ενδιαφέρον», αλλά ούτε η Αγγλία ούτε η Γαλλία δείχνουν να ενθουσιάζονται.


Οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Κάιρο συνεχίζονται επί αρκετές εβδομάδες και φαίνεται ότι είχε γίνει σημαντική πρόοδος σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση των όρων μιας σχετικής συμφωνίας, γιατί το «Washington Post» στις αρχές Σεπτεμβρίου χωρίς κατ’ ελάχιστο να περιορίσει την πολεμική του κατά του Νάσερ αποκαλύπτει ότι «ενημερωμένες (αμερικανικές) πηγές» προβλέπουν «συμφωνία στη βάση των προτάσεων Ντάλες». Αλλά το Λονδίνο και το Παρίσι δεν είχαν το ίδιο ενδιαφέρον. Εγγραφα των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών αλλά και αμερικανικών υπηρεσιών που ήρθαν έκτοτε στη δημοσιότητα αποκαλύπτουν πολλά σημαντικά.


Ετσι, σήμερα γνωρίζουμε ότι στα μέσα Οκτωβρίου συναντώνται με πλήρη μυστικότητα ανώτατοι αξιωματούχοι της Γαλλίας και του Ισραήλ κοντά στο Παρίσι και στις 22 έρχεται να τους συναντήσει ο άγγλος υπουργός Εξωτερικών Σέλγουιν Λόιντ. Εκεί αποφασίζεται η συγκρότηση μιας μεικτής γαλλοϊσραηλοβρετανικής ομάδας υπό τον αρχηγό της βρετανικής Ιντέλιτζενς Σέρβις Πάτρικ Ντιν, σκοπός της οποίας θα ήταν η ανατροπή του Νάσερ διά παντός μέσου. Εκεί καταστρώθηκαν και τα σχέδια και καθορίστηκαν οι ρόλοι ­ οι ισραηλινές δυνάμεις θα αναλάμβαναν την επίθεση από ξηράς με στόχο να καταλάβουν το Σουέζ και στη συνέχεια θα επενέβαιναν οι βρετανικές και οι γαλλικές δυνάμεις με το πρόσχημα να προστατεύσουν την ειρήνη και να επιβάλουν την τάξη. Η ιταμότητα των «δικαιολογιών» της γαλλοβρετανικής επέμβασης που αποφασίστηκε εκείνη την ημέρα είναι αληθινά μοναδική.


Η απόφαση των τριών δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Τα ξημερώματα της 30ής Οκτωβρίου ισχυρές μηχανοκίνητες μονάδες του Ισραήλ κινήθηκαν προς τη διώρυγα και χωρίς σχεδόν να συναντήσουν αντίσταση από τα (κακώς εξοπλισμένα) τμήματα του αιγυπτιακού στρατού προχώρησαν 60 χλμ. μέσα στην έρημο τις πρώτες 12 ώρες της επίθεσης. Ταυτόχρονα σχεδόν έπεσαν σε απόσταση 40 χλμ. από το Σουέζ δύο τάγματα ισραηλινών αλεξιπτωτιστών που μετέφεραν εκεί (με καλυμμένα τα εθνικά τους χρώματα) γαλλικά και αγγλικά αεροσκάφη, όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα. Την επομένη, πάντοτε σύμφωνα με το σχέδιο, η αγγλική και η γαλλική κυβέρνηση έστειλαν τελεσίγραφο στον Νάσερ, που εξέπνεε σε οκτώ μόλις ώρες, να αποδεχθεί τη «διεθνή τάξη» και «να σεβαστεί πάραυτα τους όρους τής (βρετανοαιγυπτιακής) συμφωνίας».


Ωστόσο, προτού ακόμη εκπνεύσει το τελεσίγραφο σμήνη βρετανικών αεροσκαφών που εφορμούσαν κυρίως από την Κύπρο βομβάρδισαν ανηλεώς τα αεροδρόμια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Κάιρο και στο Σουέζ. Μέσα σε πέντε ώρες είχε εκμηδενιστεί η αιγυπτιακή αεροπορία, είχαν ανατιναχθεί τρεις μεγάλες αποθήκες πολεμικού υλικού και είχαν σκοτωθεί, όπως επιβεβαιώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, τουλάχιστον 240 άτομα. Στο Λονδίνο ήταν έτοιμοι να ανακοινώσουν την «πλήρη αποκατάσταση της τάξεως» στην περιοχή του Σουέζ και ο Γκι Μολέ, σε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο, βεβαίωσε ότι «πρόκειται περί θριάμβου». Φυσικά, έσπευδαν.


Ο Ουίλιαμ Ρις – Μογκ, πολιτικός σύμβουλος του βρετανού πρωθυπουργού, γράφει πως η αγγλική κυβέρνηση δεν μπόρεσε είτε δεν θέλησε να λάβει υπόψη της τις διεθνείς διπλωματικές και πολιτικές διαστάσεις της απόφασης που έλαβε και αποδίδει στον Ιντεν ένα είδος κόμπλεξ ­ ήθελε και εκείνος να αποκτήσει κάποιες στρατιωτικές δάφνες, ακριβώς όπως ο Τσόρτσιλ τον οποίο είχε διαδεχθεί. Ετσι, το Λονδίνο υποτίμησε το σοβιετικό «ενδιαφέρον» για την Αίγυπτο και τον Νάσερ και δεν υπολόγισε καθόλου τις «ευαισθησίες» της Ουάσιγκτον και προσωπικά του προέδρου Αϊζενχάουερ που αντιμετώπιζε εκλογές σε λίγες εβδομάδες.


Ο Γκρομίκο στα «Απομνημονεύματά» του γράφει ότι η Μόσχα «από τις αρχές του Αυγούστου προειδοποίησε την (αγγλική) κυβέρνηση με τον πιο σαφή τρόπο ότι δεν θα έμενε απαθής σε περίπτωση όπου η κατάσταση στο Σουέζ επιδεινώνετο». Και αποκαλύπτει ότι προσωπικά ο ίδιος κάλεσε στο υπουργείο του τον βρετανό πρεσβευτή και του δήλωσε «με τρόπο που δεν επιδεχόταν αμφιβολίες» ότι υπήρχε σοβαρό σοβιετικό ενδιαφέρον «να διευθετηθεί ειρηνικά η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί» και η οποία, κατά τον σοβιετικό υπουργό, «δεν ήταν της ευθύνης του Καΐρου». Ο Αρμπάτοφ προσθέτει ότι το σοβιετικό ενδιαφέρον «κρίθηκε ότι θα έπρεπε να υποστηριχθεί καταλλήλως» και γι’ αυτό, στα μέσα Σεπτεμβρίου, κατευθύνθηκαν στη Μεσόγειο σκάφη του σοβιετικού ναυτικού του Ευξείνου.


Στο Λονδίνο όμως δεν ελήφθησαν υπόψη οι σοβιετικές προειδοποιήσεις, παρ’ όλο που ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Αντονι Νάτινγκ, στενός συνεργάτης του Ιντεν, επέσυρε επανειλημμένα την προσοχή της κυβέρνησης. (Στις 31 Οκτωβρίου ο Νάτινγκ παραιτήθηκε). Η αγγλική κυβέρνηση πίστευε ότι το κύμα των αντισοβιετικών εκδηλώσεων που είχε απλωθεί στην Πολωνία και, από τις αρχές του καλοκαιριού, στην Ουγγαρία απασχολούσε τόσο πολύ το Κρεμλίνο που δεν ήταν δυνατόν να έχει διάθεση για άλλες περιπλοκές. Αποδείχθηκε ότι έκανε λάθος. Τριάντα χρόνια αργότερα ο Ντέιβιντ Χιθγουότερ, με βάση έγγραφα αμερικανικών υπηρεσιών, βεβαιώνει ότι η Ουάσιγκτον επεσήμανε στο Λονδίνο ότι «δεν φαίνεται να αστειεύεται ο Χρουστσόφ». Και πραγματικά δεν αστειευόταν. Είναι γνωστό πώς αντιμετώπισε την «ουγγρική επανάσταση» ­ τα σοβιετικά τανκς σκότωσαν όχι λιγότερο από 7.000 Ούγγρους και επέβαλαν στη χώρα την πολιτική ηγεσία της αρεσκείας τους.


Ταυτόχρονα όμως «ενημέρωσαν» (αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιούν και ο Γκρομίκο και ο Χρουστσόφ, αποφεύγοντας το «τελεσίγραφο» που αναφέρεται σχετικώς σε αναλύσεις Δυτικών) το Λονδίνο ότι αν δεν σταματήσει η βρετανογαλλοϊσραηλινή «επιδρομή» κατά της Αιγύπτου «δεν θα μείνει απαθής ο σοβιετικός λαός». Η διπλωματική γλώσσα ενισχύθηκε με «πληροφορίες ενημερωμένων σοβιετικών πηγών» που δημοσίευσαν εφημερίδες στις ΗΠΑ ότι η Μόσχα δεν θα διστάσει να κάνει χρήση των πυραύλων της, «ίσως μάλιστα και του πυρηνικού οπλοστασίου» της για να αναχαιτίσει την επίθεση κατά της Αιγύπτου.


Ο Ιντεν απευθύνθηκε προσωπικώς στον Αϊζενχάουερ. Η απάντηση που έλαβε ήταν κάτι περισσότερο από απογοητευτική. Η Ουάσιγκτον «ευχόταν» να τερματιστεί το ταχύτερο η επίθεση στην Αίγυπτο και το μόνο που υποσχόταν ήταν «να συμβάλει ενεργητικώς στην ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς». Και μόνο ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήριζε την εθνικοποίηση του Σουέζ «διαφορά» ήταν αρκετό να αντιληφθεί ο Ιντεν πως δεν έπρεπε να περιμένει από την Ουάσιγκτον καμία βοήθεια. Αλλά και αυτό αν δεν αρκούσε, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν έδειχναν ενδιαφέρον να παρέμβουν στην Ουγγαρία ­ παρ’ όλο που η εξέγερση των Ούγγρων υποδαυλιζόταν επί μήνες και με κάθε τρόπο από την Αμερική ­ έπεισε την Αγγλία ότι ο Αϊζενχάουερ δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσει την επανεκλογή του και, επομένως, «η υπόθεση είναι χαμένη». Σήμερα γνωρίζουμε ότι όταν ο Αϊκ πληροφορήθηκε για την επίθεση εξανέστη: «Βομβαρδισμούς; Ω, Θεέ μου. Μα τι νομίζει ο Αντονι (Ιντεν) πως κάνει; Γιατί μου το έκανε αυτό; Πρέπει να τον σταματήσουμε το ταχύτερο».


Και τον σταμάτησε. Με αμερικανική υπόδειξη συνέρχεται εκτάκτως στις 3 Νοεμβρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας και την επομένη γίνεται δεκτή ομοφώνως η αμερικανικής εμπνεύσεως πρόταση του καναδού υπουργού Εξωτερικών Λέστερ Πίρσον για άμεση κατάπαυση του πυρός, αποχώρηση εντός 24 ωρών των βρετανικών και γαλλικών δυνάμεων που είχαν αποβιβαστεί στην περιοχή της διώρυγας και αποστολή ειρηνευτικής δυνάμεως του ΟΗΕ (η πρώτη που δημιουργήθηκε) για την εφαρμογή των όρων της απόφασης. Η δημοτικότητα του Αϊκ φθάνει στο 55%, αφήνοντας πίσω του έξι μονάδες τον δημοκρατικό Αντλαϊ Στίβενσον ­ με τον οποίο σχεδόν ισοψηφούσε ως τότε. Δύο ημέρες αργότερα ο Αϊζενχάουερ επανεκλέγεται θριαμβευτικά.


Στο Λονδίνο όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Καθημερινές αντιπολεμικές διαδηλώσεις χιλιάδων στην πλατεία Τραφάλγκαρ, απειλές παραιτήσεως αλλά και παραιτήσεις υπουργών και, πάνω από όλα, η σοβιετική απειλή που επεκρέματο είχαν ήδη πείσει την κυβέρνηση ότι «διέξοδος δεν υπάρχει». Το Φόρεϊν Οφις στις 2 Νοεμβρίου καθησύχασε τον σοβιετικό πρεσβευτή ότι «τα πράγματα εξελίσσονται ειρηνικώς» και προσωπικά ο Ιντεν διαβεβαίωσε την Ουάσιγκτον ότι «δεν του διαφεύγει η πραγματικότητα». Οταν όμως τηλεφώνησε στον Γκι Μολέ ο γάλλος πρωθυπουργός «κυριολεκτικά εξανέστη και δεν δίστασε να μιλήσει ως και για δειλία και προδοσία εν καιρώ πολέμου», γράφει ο Λόιντ Γκάρντνερ. «Δεν γίνεται τίποτε περισσότερο», ήταν η απάντηση του Ιντεν. Τρεις ημέρες αργότερα, και αφού αποδέχθηκε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο Αντονι Ιντεν υπέβαλε την παραίτησή του.