«Τo Brexit δεν είναι μια ψήφος κατά της Ευρώπης αλλά κατά της μετανάστευσης και των αγορών που δημιουργούν ανισότητες […] μια ψήφος κατά της παγκοσμιοποίησης». Χάρη στις μελέτες του πάνω στις οικονομικές ανισότητες, ο διάσημος γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί ερμηνεύει την αποχώρηση των Βρετανών από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) στο εσωτερικό ενός ευρύτερου πλαισίου με κύριο σημείο αναφοράς τη δυσαρέσκεια των λαών για την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, κάνοντας λόγο για ακόμη ένα σύμπτωμα της κρίσης στην οποία βρίσκεται ο καπιταλισμός. Μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica», ο συγγραφέας του εμβληματικού «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» υποστηρίζει πως πρόκειται για «μια παγκόσμια τάση για την οποία φέρει μερίδιο ευθύνης και η Ευρώπη».
Προνομιούχοι λαϊκιστές με ψεύτικους «εχθρούς»

«Γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτό ότι ο καπιταλισμός πρέπει να ρυθμιστεί. Χρειαζόμαστε ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς που θα μπορέσουν περιορίσουν την αύξηση των ανισοτήτων και να ανατρέψουν τις ισορροπίες δυνάμεων. Η ισχύς της αγοράς και της οικονομικής καινοτομίας πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία του γενικού συμφέροντος. Είναι λάθος να σκεφτόμαστε πως τα πάντα επιλύονται με φυσικό τρόπο» επισημαίνει ο κ. Πικετί.
Δυστυχώς ωστόσο, κατά τον ίδιο, φαίνεται πως εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε λανθασμένα, καθώς η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που άρχισε το 2008 δεν επέφερε καμία ουσιαστική αλλαγή. «Εξακολουθεί να υφίσταται η πίστη στην αυτορρύθμιση των αγορών και στον «ιερό» ελεύθερο ανταγωνισμό, παρά τις ανισότητες που δημιουργήθηκαν» εξηγεί ο Πικετί, προειδοποιώντας ότι «αν δεν δοθεί μια απάντηση μέσω προοδευτικών πολιτικών θα υπάρχει πάντα ο πειρασμός εξεύρεσης αποδιοπομπαίων τράγων: ο Πολωνός στη Βρετανία ή ο Μεξικανός στις ΗΠΑ».

Η αδυναμία ή η απροθυμία των μετριοπαθών πολιτικών φορέων να αντιμετωπίσουν τη γενικευμένη δυσφορία, αν όχι την οργή, μεταξύ των πολιτών προσφέρει γόνιμο έδαφος σε λαϊκιστές και ξενοφοβικούς πολιτικούς όπως ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, «άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των προνομιούχων (αλλά) δηλώνουν στις λαϊκές τάξεις ότι οι εχθροί τους δεν είναι οι λευκοί δισεκατομμυριούχοι, αλλά άλλες επίσης λαϊκές τάξεις, οι μαύροι, οι μετανάστες, οι μουσουλμάνοι. Αυτή η στρατηγική είναι ένας τρόπος απόσπασης της προσοχής των πολιτών από τα προβλήματα του καπιταλιστικού συστήματος».

Ο Τσίπρας, ο Ιγκλέσιας και το ανυπόφορο Βερολίνο

Εστιάζοντας ωστόσο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα ο Πικετί θεωρεί πως η κατάσταση δεν είναι τόσο ζοφερή όσο στην Κίνα ή στις ΗΠΑ, καθώς στην Ευρώπη εξακολουθεί να υπάρχει ένα κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης που είναι κατά πολύ περισσότερο ικανοποιητικό. Την ίδια ώρα όμως η εντύπωση μεταξύ των μελών των μεσαίων τάξεων ότι οι πιο προνομιούχοι πληρώνουν πάντα λιγότερα από όσα τους αναλογούν ενισχύεται και στη Γηραιά Ηπειρο.

«Η Ευρώπη πάσχει από έναν πολιτικό κατακερματισμό, με τα εθνικά κράτη να βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Στο εσωτερικό της ΕΕ παρατηρείται έξαρση του αθέμιτου ανταγωνισμού, ιδίως σε ζητήματα εργασιακά και φορολογικά. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι η απροθυμία για τη δημιουργία μιας κοινής ενοποιημένης βάσης φορολογίας των εταιρειών.
[…] Αυτές οι ανισότητες τροφοδοτούν τον λαϊκισμό της Δεξιάς και οδηγούν στη γένεση κινημάτων όπως οι Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ» επισημαίνει, προσδιορίζοντας όμως πως «παρότι δεν είναι τέλειοι, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας και ο Αλέξης Τσίπρας είναι κατά πολύ λιγότερο επικίνδυνοι από τους ούγγρους ή τους πολωνούς εθνικιστές. Αρκεί να δείτε τις προσπάθειες που κάνει η Ελλάδα για να υποδεχθεί τους πρόσφυγες» δηλώνει.
Ερωτώμενος για τις πρόσφατες εκλογές στην Ισπανία, ο Πικετί υποστηρίζει πως η χώρα «χρειάζεται ένα μορατόριουμ για το δημόσιο χρέος της» ώστε να αναστραφεί η τάση όσον αφορά την ανάπτυξη και την απασχόληση. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν δυνατός ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ των Podemos και των Σοσιαλιστών, ενδεχόμενο το οποίο θα μπορούσε αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό της ΕΕ. Αλλά οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον δεν είναι πολλές.
«Οι οικονομίες της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας αντιπροσωπεύουν το 50% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ σε σύγκριση με το 27% της Γερμανίας. Αν αυτές οι χώρες παρουσίαζαν από κοινού μια πρόταση για πολιτική και οικονομική ένωση (των χωρών-μελών) και για τη δημιουργία ενός κοινοβουλίου της ευρωζώνης αρμόδιο για τα ελλείμματα και την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους των χωρών, η Γερμανία δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί. Αλλά η Γαλλία δεν έκανε τίποτε για τη Νότια Ευρώπη, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της Γερμανίας ώστε να έχουν τα ίδια επιτόκια. Την ίδια ώρα το Βερολίνο συνεχίζει να έχει μια ανυπόφορη στάση» καταλήγει ο Πικετί.

HeliosPlus