Μετά την ψήφο υπέρ του Brexit, η Ευρώπη δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει την Βρετανία σαν δραπέτη αλλά σαν πιθανό εταίρο και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε αυτό, αναφέρει σε άρθρο του στην εφημερίδα Wall Street Journal, ο «μύθος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, Χένρι Κίσινγκερ. «Ο αντίκτυπος της βρετανικής ψήφου είναι τόσο σημαντικός επειδή τα συναισθήματα που αντανακλά δεν περιορίζονται στην Βρετανία ούτε καν στην Ευρώπη» αναφέρει.
Για τον ίδιο, το Brexit είναι ένα κλασσικό παράδειγμα ανεπιθύμητων συνεπειών. Η βρετανική κυβέρνηση ήλπιζε ότι με το δημοψήφισμα θα έβαζε τέλος μια και καλή στις εσωτερικές διαμάχες για τη θέση της Βρετανίας στην Ευρώπη, ενώ οι υποστηρικτές του Brexit δεν ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την επιτυχία τους. Η Ευρώπη από την πλευρά της σήμερα αναλώνεται στη διαχείριση των δομικών της προβλημάτων και δεν προωθεί τον σκοπό των ιδρυτών της, που ήταν η υπερκέραση των ευρωπαϊκών διαιρέσεων μετά από δύο τραυματικούς παγκοσμίους πολέμους.

«Η ευρωπαϊκή ηγεσία έχει έρθει αντιμέτωπη με μία αναπάντεχη πρόκληση. Όπως ορίζει η συνθήκη της Λισσαβόνας, τώρα πρέπει να διαπραγματευτεί με ένα σημαντικό κράτος μέλος, τους όρους της αποχώρησής του. Η Βρετανία θα θελήσει να διατηρήσει τους εκτενείς δεσμούς της με την Ευρώπη, αποτινάσσοντας τους νομοθετικούς και γραφειοκρατικούς περιορισμούς που της επιβάλλει. Η ευρωπαϊκή ηγεσία έχει ακριβώς τα αντίθετα κίνητρα. Δεν επιθυμεί να επιβραβεύσει την πλειοψηφία του Leave, προσφέροντας στην Βρετανία ευνοϊκότερους όρους από εκείνους που απολάμβανε ως μέλος. Επομένως ένα τιμωρητικό στοιχείο θα είναι κυρίαρχο στη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ»
γράφει ο Κίσινγκερ.
Αλλά, όπως συνεχίζει, η τιμωρία της Βρετανίας δεν θα λύσει τα προβλήματά της. Ποια είναι αυτά; Το πώς μπορεί να διατηρήσει ένα κοινό νόμισμα χωρίς μία κοινή δημοσιονομική πολιτική μεταξύ κρατών με τόσο διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες και το πώς θα δώσει ορισμό σε μία ένωση της οποίας η ικανότητα να παράγει κοινές πολιτικές στρατηγικές είναι τόσο κατώτερη από τις οικονομικές και διοικητικές δυνατότητές της.

«Η Βρετανία και η Ευρώπη μαζί, θα πρέπει να σκεφτούν πως μπορούν να επιστρέψουν, τουλάχιστον εν μέρει, στον ιστορικό τους ρόλο ως διαμορφωτές της διεθνούς τάξης. Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ευρώπη έχει περιοριστεί στον ρόλο της ήπιας ισχύος. Αλλά πολιορκούμενη από παντού από τις αναταραχές και τη μετανάστευση, η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, πρέπει να αποφύγει να γίνει θύμα των περιστάσεων και να αναλάβει έναν πιο ενεργό ρόλο. Αυτό το όραμα δεν μπορεί ακόμη να συζητηθεί σε γεωπολιτικό επίπεδο αλλά οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να σχηματίσουν ξεχωριστές και διακριτικές επιτροπές για να το συζητήσουν. Από αυτή την άποψη, η ψήφος του Leave μπορεί να λειτουργήσει σαν κάθαρση»
συνεχίζει ο Κίσινγκερ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη σειρά τους θα πρέπει να επανακαθορίσουν τον ρόλο τους με ένα νέο είδος ηγεσίας, κινούμενες από την κυριαρχία στην πειθώ. Η ειδική σχέση των ΗΠΑ με την Βρετανία είναι απαραίτητη ώστε ο ευρωατλαντικός κόσμος να ξεπεράσει τη σημερινή κρίση. Μία Ευρώπη υπό διάλυση, εκτιμά ο Κίσινγκερ, μπορεί να συρρικνώσει και την ευρωατλαντική συνεργασία, ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του περασμένου αιώνα.

«Η ψήφος υπέρ του Brexit απελευθέρωσε τους φόβους δύο ηπείρων και όλων εκείνων που στηρίζονται στη σταθερότητα που προσφέρει αυτή η συνεργασία. Η απαραίτητη αποκατάσταση της πίστης δεν θα έρθει με αλληλοκατηγορίες. Για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου, η Ευρώπη και η Αμερική πρέπει να επιδείξουν εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους» καταλήγει ο Κίσινγκερ.