Στις 22 Ιουνίου 1941 ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ενωση. Τώρα, 75 χρόνια από τότε, τα έγγραφα των σοβιετικών αρχείων και καταθέσεις αξιωματούχων του καθεστώτος τα οποία είναι στη διάθεση των ερευνητών δείχνουν ότι και ο Στάλιν σχεδίαζε να επιτεθεί στη Γερμανία. Θεωρούσε ότι «ο πόλεμος με τη Γερμανία είναι αναπόφευκτος», δεν του ήρθαν όμως τα πράγματα όπως τα σχεδίαζε. Γνώριζε τις «ψυχολογικές αδυναμίες» του Κόκκινου Στρατού του και χρειαζόταν «χρόνο για να (είναι) σε επιθετική ετοιμότητα». Για αυτό προχώρησε στη συμφωνία της 23ης Αυγούστου 1939 με τη χιτλερική Γερμανία. Μία εβδομάδα αργότερα και καθώς η Γαλλία και η Αγγλία είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, το σοβιετικό υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνει τον πρέσβη στο Τόκιο ότι «η υπογραφή της συνθήκης με τη Γερμανία υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να γίνει πόλεμος στην Ευρώπη». Ο Στάλιν ήθελε την Ευρώπη σε πόλεμο.
Στις 10 Μαρτίου 1939, μιλώντας στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ δήλωνε: «Το αποτέλεσμα (της σύγκρουσης) θα είναι ότι θα εξασθενίσουν όλοι. Τότε (…) θα εμφανιστούμε εμείς στη σκηνή, με δυνάμεις φρέσκες και, φυσικά, θα λάβουμε μέρος επιβάλλοντας την ειρήνη». Και στις 19 Αυγούστου, όταν ήδη οι χιτλερικές δυνάμεις είχαν καταλάβει τη μισή Πολωνία –στην άλλη μισή εισέβαλαν οι σοβιετικές –ο Στάλιν επανέρχεται: «Στόχος μας πρέπει να είναι να κρατήσει η Γερμανία τον πόλεμο πολύ καιρό (…) αν νικήσει θα είναι τόσο εξασθενημένη που δεν θα είναι σε θέση να ξανακάνει πόλεμο ούτε σε 10 χρόνια». Αλλά την άνοιξη του 1940 ο Χίτλερ είχε διώξει τους Αγγλους από την Ευρώπη, είχε καταλάβει τη Γαλλία και ο στρατός του δεν ήταν καθόλου εξασθενημένος, κάτι που δυσκόλευε τον Στάλιν στα σχέδιά του. Ο Χρουστσόφ στα απομνημονεύματά του γράφει ότι ο Στάλιν «βρισκόταν σε διαρκή διέγερση, εξοργισμένος παρακολουθούσε» την εξέλιξη του πολέμου στη Δυτική Ευρώπη. Αρχισε «να φοβάται μήπως οι Αγγλοι εκμηδενιστούν κυριολεκτικά από τους Γερμανούς –οι οποίοι θα μπορούσαν να εισβάλουν στην Αγγλία από τη θάλασσα –είτε θα τρέξουν να κλείσουν μια κάποιαν ειρήνη με το Ράιχ» γράφει ο γερμανός ιστορικός Βάλτερ Ποστ με βάση σοβιετικά έγγραφα.
Τον Δεκέμβριο του 1940 η σοβιετική κατασκοπεία είχε ανακαλύψει και έστειλε στο Κρεμλίνο μια διαταγή του Χίτλερ προς την ηγεσία του Στρατού που άλλαξε το σκηνικό για τον Στάλιν. «Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να είναι έτοιμες ακόμη και προτού ολοκληρώσουμε τον πόλεμο με την Αγγλία για να νικήσουμε τη σοβιετική Ρωσία με μια αστραπιαία εκστρατεία» έγραφε η διαταγή καθορίζοντας και τα χρονικά όρια της προετοιμασίας. «Ως τις 15 Μαΐου 1941». Αν η επίθεση στη Σοβιετική Ενωση καθυστέρησε πέντε εβδομάδες αυτό οφείλεται στο ότι ο Χίτλερ αναγκάστηκε να στρέψει τις δυνάμεις του στα Βαλκάνια και να χρονοτριβήσει στη μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941).
Το γεγονός ότι ο Στάλιν γνώριζε έξι μήνες πριν από την επίθεση τις προθέσεις του Χίτλερ, ακόμη και την ημερομηνία της επίθεσης, καταρρίπτει τον μύθο ότι το Κρεμλίνο δεν περίμενε επίθεση από τη Γερμανία με την οποία είχε υπογράψει σύμφωνο μη επιθέσεως. Και δεν ήταν μόνο η διαταγή του Χίτλερ. Ο Ρίχαρντ Ζόργκε, η μεγαλύτερη σοβιετική φυσιογνωμία κατασκόπου, είχε προειδοποιήσει στις 2 Μαΐου 1941, από το Τόκιο όπου εργαζόταν, ότι «ο (γερμανός) πρέσβης Οϊγκεν Οτ και ο ναυτικός ακόλουθος (του) είπαν ότι ο Χίτλερ είναι αποφασισμένος να εξοντώσει την ΕΣΣΔ. Ο Οτ πιστεύει ότι (…) η Ιαπωνία θα μείνει ουδέτερη». Και δύο ημέρες πριν από την επίθεση, στις 20 Ιουνίου 1941, ο Ζόργκε ειδοποιεί: «Ο γερμανός πρέσβης μού είπε ότι ο πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ είναι αναπόφευκτος».

Αρχεία
Η σοβιετική επίθεση που δεν έγινε ποτέ

Ο Στάλιν είχε αποφασίσει να επιτεθεί πρώτος στον Χίτλερ. Τα σοβιετικά αρχεία δεν αφήνουν αμφιβολία. Στις 5 Μαΐου στην Ακαδημία Πολέμου μιλώντας στη στρατιωτική ηγεσία τονίζει ότι «ο Κόκκινος Στρατός είναι σύγχρονος στρατός και ένας σύγχρονος στρατός είναι επιθετικός στρατός». Σε συνομιλία του με πέντε στρατηγούς δίνει και τη δικαιολογία για την επίθεση εναντίον της Γερμανίας. Ο γερμανικός «στρατός έχει υπό κατοχή τη Φινλανδία και τη Βουλγαρία». Στο μεταξύ ο υπουργός Αμυνας στρατάρχης Σεμιόν Τιμοσένκο και ο αρχηγός του επιτελείου στρατηγός Γκεόργκι Ζουκόφ ετοιμάζουν τα σχέδια της επίθεσης. Κατά τα σοβιετικά αρχεία, τον Ιούνιο 1941 οι σοβιετικές δυνάμεις στο δυτικό μέτωπο αριθμούσαν 2,7 εκατ., αναπτυγμένα σε 177 μεραρχίες, 10.394 τανκς και 44.000 πυροβόλα και όλμους. Στις 15 Μαΐου ο Στάλιν ενημερώνει το Πολιτικό Γραφείο ότι «τα σχέδια είναι έτοιμα (…) στους επόμενους δύο μήνες θα μπορέσουμε να αρχίσουμε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας». Ο επιτελάρχης Βίκτορ Σουβόροφ συνοψίζει: «Οι δυνάμεις επίθεσης θα πλήξουν σε βάθος (…), θα αναπτυχθούν σε όλη τη γραμμή στα σύνορα με Γερμανία και Ρουμανία, σε βαθμό υψίστης ετοιμότητας». Δεν είναι γνωστό αν είχε οριστεί η ημερομηνία επίθεσης αλλά μετά τον πόλεμο πρώην σοβιετικοί επιτελείς έγραψαν ότι ήταν βέβαιοι ότι θα άρχιζε την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου. Η έκπληξη για τον Στάλιν και το στρατιωτικό επιτελείο ήταν η ταχύτητα με την οποία μετακινήθηκε ο γερμανικός στρατός από τη Γαλλία στα ανατολικά. Οταν το αντιλήφθηκαν ήταν αργά. «Δεν ολοκληρώθηκε η προσαρμογή στις νέες συνθήκες», δηλαδή η αντικατάσταση της επιθετικής στρατηγικής με την αμυντική, γράφει ο Τιμοσένκο τρεις μήνες μετά τη γερμανική επίθεση, εξηγώντας την υποχώρηση του Κόκκινου Στρατού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ