Την σημασία της επιτυχημένης ένταξης προσφύγων και μεταναστών στις ευρωπαϊκές χώρες όπου διαμένουν τονίζει έκθεση του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Νιλς Μούιζνιεκς, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη. «Λόγω της απουσίας μιας κοινής ευρωπαϊκής ανταπόκρισης, η αντιμετώπιση της κρίσης είναι βραχυχρόνια. Η Ευρώπη πρέπει να στραφεί ξανά στο μακροχρόνιο επίπεδο και να αντιμετωπίσει την ένταξη σαν μια μακροχρόνια επένδυση», αναφέρει η έκθεση.

Τονίζει ότι η παρούσα κατάσταση στην οποία «κυριαρχούν οι μονομερείς εθνικές ενέργειες και η απουσία κοινής πολιτικής ασύλου και συνόρων, δημιουργεί στρεβλά κίνητρα προκειμένου οι χώρες να απομακρύνονται από τις πολιτικές ένταξης». Η υποστήριξη των πολιτικών ένταξης «δεν πρέπει να παρερμηνεύεται ως «παράγοντας προσέλκυσης προσφύγων»».
Τονίζει επίσης ότι οι κυβερνήσεις που λένε στους πολίτες τους και στους μετανάστες ότι «η χώρα τους είναι «χώρα τράνζιτ» και ότι οι παρούσες ροές είναι «προσωρινές»» το μόνο που κάνουν είναι να «ενθαρρύνουν την δευτερεύουσα παράτυπη μετακίνηση εντός της ΕΕ και να αποθαρρύνουν την αντιμετώπιση της πραγματικής ανάγκης για ένταξη».
Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που απαιτούν γλωσσική και κοινωνική ένταξη των προσφύγων και των μεταναστών αλλά δεν την υποστηρίζουν, πχ με δωρεάν μαθήματα γλώσσας. Στην ίδια κατηγορία είναι η Αυστρία, η Κύπρος, η Γαλλία, η Βρετανία, η Τουρκία, η Ολλανδία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Ισπανία, η Ελβετία κ.ά. Στον αντίποδα, ανάμεσα στις χώρες που απαιτούν αλλά και υποστηρίζουν γλωσσική και κοινωνική ένταξη είναι η Γερμανία, η Σουηδία, η Δανία, η Ιταλία, η Νορβηγία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο.
«Το κράτος πρέπει να προσφέρει μαθήματα ελληνικών σε όσους πρόσφυγες το επιθυμούν», λέει ο κ. Μούιζνιεκς σε συνέντευξή του στο «Βήμα». «Γιατί πολλοί, ακόμη και αν επιθυμούν να πάνε σε άλλη χώρα, μπορεί να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό ίσως δεν συμβεί για την ώρα και να θελήσουν να φτιάξουν την ζωή τους στην Ελλάδα στο μεταξύ. Αυτό θα τους βοηθούσε σε τούτη την μεταβατική περίοδο να κάνουν κάτι αντί να κάθονται άπραγοι όλη μέρα».
Η έκθεση συστήνει να δίνεται προτεραιότητα στην οικογενειακή επανένωση, αφαιρώντας τα πρακτικά εμπόδια, όπως υψηλά κόστη και περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες.
«Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι σημαντικός παράγοντας», συνεχίζει ο κ. Μούιζνιεκς. «Πολλοί έχουν συγγενείς σε μια χώρα και γνωρίζουν ότι η ζωή τους θα είναι ευκολότερη αν πάνε εκεί. Τα προγράμματα μετεγκατάστασης πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψη τους οικογενειακούς δεσμούς».
Ειδικότερα για την μετεγκατάσταση, ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΣτΕ τονίζει την «ανάγκη να υπάρξει μια γρήγορη και αποτελεσματική διαδικασία καθώς προς το παρόν ελάχιστοι μετεγκαθίστανται. Αλλά είναι σαφές ότι πρόκειται για πανευρωπαϊκό πρόβλημα και η Ελλάδα δεν μπορεί να το λύσει μόνη της».
«Έχουν επίσης πέσει στην αντίληψή μου περιπτώσεις χωρών που επιθυμούν να δεχθούν περισσότερους πρόσφυγες μέσω του προγράμματος μετεγκατάστασης αλλά οι πρόσφυγες αρνούνται. Αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι δεν μπορούν να αναζητήσουν άσυλο στην χώρα προτίμησής τους αλλά πρέπει να πάνε στη χώρα που θα τους δεχθεί. Μέρος του προβλήματος πηγάζει από το γεγονός ότι το επίπεδο υποστήριξης που προσφέρεται για την ένταξη των προσφύγων κυμαίνεται σημαντικά από χώρα σε χώρα. Οι πρόσφυγες γνωρίζουν ότι θα έχουν μεγαλύτερη υποστήριξη στη Σουηδία ή στη Γερμανία απ’ όσο στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη».
Η μετεγκατάσταση αποτελεί πρόγραμμα της ΕΕ και όχι του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο κ. Μούιζνιεκς όμως έχει θέσει το ζήτημα στις κυβερνήσεις αρκετών χωρών «»Τι κάνετε; Δεν θα έπρεπε να ήσασταν ήδη έτοιμοι να δεχθείτε πρόσφυγες προς μετεγκατάσταση;» τους ρωτώ. Κάθε φορά με εκπλήσσει η χαλαρή απάντηση που μου δίνουν: «A, καλά. Θα πάρουμε μερικούς αλλά μόνο για λίγους μήνες». Πολλές χώρες δεν έχουν καμία αίσθηση επείγοντος στο θέμα αυτό, το οποίο δυσχεραίνει σημαντικά την θέση της Ελλάδας και της Ιταλίας. Προτρέπω τις χώρες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αυτές αλλά δεν μπορώ να τις αναγκάσω».
Απόλυτη ανάγκη για πλήρη ένταξη έχουν και όσοι μετανάστες ζουν και εργάζονται για αρκετά χρόνια σε μια χώρα παραμένοντας όμως παράτυποι. Ο κ. Μούιζνιεκς θεωρεί ότι ύστερα από μια πενταετία πρέπει να λαμβάνουν άδεια παραμονής και να απολαμβάνουν ίσες ευκαιρίες. «Κάθε χώρα έχει συμφέρον να πληρώνουν φόρους όσοι εργάζονται και το καθεστώς τους να είναι νόμιμο όταν έχουν μακροχρόνια προοπτική στη χώρα αυτή», λέει στο «Βήμα».
«Πολλές φορές έχει δοθεί αμνηστία στους παράτυπους οικονομικούς μετανάστες κυρίως για να ενταχθούν στη νόμιμη οικονομία. Άλλες χώρες έχουν καταλήξει ότι αποτελεί καλή επένδυση να τους εντάξουν στο σύστημα υγείας γιατί διαφορετικά, το κόστος είναι μεγαλύτερο όταν οι άνθρωποι αυτοί είναι ανασφάλιστοι και δεν πηγαίνουν στον γιατρό. Είναι σαφές ότι αν κάποιοι διαμένουν πολύ καιρό σε μια χώρα, πρέπει να βρεθούν λύσεις γι’ αυτούς. Αν συμβάλλουν οικονομικοκοινωνικά και έχουν δημιουργήσει οικογενειακούς δεσμούς στη χώρα αυτή, είναι σαφές ότι πρέπει να ρυθμιστεί το καθεστώς τους. Το να αφήνονται στην παρανομία στερεί από το κράτος φόρους και καθιστά τους ανθρώπους αυτούς ευάλωτους στην εκμετάλλευση. Στο παρελθόν είχα εγείρει στην Ελλάδα το ζήτημα της εκμετάλλευσης παράτυπων μεταναστών από τους εργοδότες τους. Αυτό πιστεύω θα αποτελέσει μεγάλο πρόβλημα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σήμερα».