Το προεδρικό χρίσμα δεν θα το πάρει –η αριθμητική είναι συντριπτικά υπέρ της Χίλαρι Κλίντον. Αλλά με την εκστρατεία του, ο σοσιαλιστής Μπέρνι Σάντερς κατάφερε όσα λίγοι στην πρόσφατη ιστορία του Δημοκρατικού Κόμματος: ενθουσίασε τους πιο νέους και δυναμικούς ψηφοφόρους με μια ριζοσπαστική, «αντισυστημική» ατζέντα και κυριάρχησε στη συζήτηση για την αλλαγή στη χρηματοδότηση της πολιτικής στην Αμερική.
Επιπλέον, συνέδεσε το κόμμα με τα κινήματα της βάσης και μίλησε για περισσότερη οικονομική ισότητα στην υπερδύναμη. Αυτή είναι η βαριά πολιτική κληρονομιά του 74χρονου γερουσιαστή από το Βερμόντ.
Η σημαντικότερη συμβολή του ήταν κατά πολλούς η μείωση του ρόλου του χρήματος στην πολιτική. Ο Σάντερς έδειξε εφέτος στην πράξη ότι οι μικρές δωρεές από τους ψηφοφόρους μπορεί να είναι αρκετές για να στηρίξουν μια προεδρική εκστρατεία. Και αυτό το μοντέλο μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές εκστρατείες, καθιστώντας το Δημοκρατικό Κόμμα λιγότερο εξαρτημένο από τους πανίσχυρους δωρητές.
Στο καθαρά ιδεολογικό επίπεδο, ο Σάντερς έσπασε τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που έχει κυριαρχήσει στην πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν ο Τζίμι Κάρτερ και αργότερα ο Μπιλ Κλίντον έσπρωξαν το κόμμα προς το κέντρο, πιστεύοντας ότι το άνοιγμα στον μεσαίο χώρο χαρίζει τη νίκη στις προεδρικές.


Μετατόπιση προς αριστερά

Και οι δύο πρόεδροι υποστήριξαν ότι για να επιβιώσουν οι Δημοκρατικοί σε μια ολοένα και πιο συντηρητική εποχή θα έπρεπε να πάρουν αποστάσεις από την προσήλωση στις παραδόσεις του New Deal και της Μεγάλης Κοινωνίας. Και υποστήριξαν μια πιο σθεναρή χρήση στρατιωτικής βίας ως απάντηση στις κατηγορίες των Ρεπουμπλικανών ότι το κόμμα τους ήταν αδύναμο στην άμυνα.

Ο Σάντερς απέρριψε αυτή τη στάση. Στην εσωτερική πολιτική τόνισε την ανάγκη για την καταπολέμηση της ανισότητας και της φτώχειας. Τα έβαλε με την ορθοδοξία του ελεύθερου εμπορίου. Και επηρέασε την πολιτική ατζέντα της Χίλαρι Κλίντον μετακινώντας την πιο αριστερά.

Το ίδιο ισχύει και για την εξωτερική πολιτική, σε μια εποχή που οι Δημοκρατικοί είναι απρόθυμοι να αμφισβητήσουν την επιθετική ατζέντα που προωθούν οι Ρεπουμπλικανοί από την εποχή του Ρίγκαν. Στη διάρκεια του ντιμπέιτ των Δημοκρατικών υποψηφίων στο Μπρούκλιν, ο Σάντερς έκανε και κάτι άλλο ανήκουστο: επέκρινε έντονα το Ισραήλ για την πολιτική του στη Γάζα, την οποία ονόμασε δυσανάλογη σε σχέση με την απειλή που αντιμετωπίζει, και κάλεσε για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.


Η δυναμική των κινημάτων

Εξίσου σημαντική παρακαταθήκη της εκστρατείας του είναι ότι ο Σάντερς κατάφερε να επανασυνδέσει τους Δημοκρατικούς με τα λαϊκά κινήματα της βάσης. Κατά τη διάρκεια της ακμής του κόμματος μεταξύ του 1930 και του 1960, οι ηγέτες κατανοούσαν ότι τα λαϊκά κινήματα έδιναν κινητήρια δύναμη για την πολιτική επιτυχία. Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ συνέδεσε την τύχη του με το συνδικαλιστικό κίνημα, και ο Λίντον Τζόνσον με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν το αντιπολεμικό κίνημα στράφηκε εναντίον του Τζόνσον για το Βιετνάμ, τα λαϊκά κινήματα της βάσης συνδέθηκαν με την αριστερή πολιτική που δεν έδινε τη νίκη. Ο Σάντερς τα άλλαξε αυτά αξιοποιώντας τη δυναμική κινημάτων που δημιουργήθηκαν μετά το Κραχ του 2007, όπως το Occupy Wall Street.
Η εκστρατεία του ενθουσίασε και ενέπνευσε νέους Αμερικανούς ηλικίας 18-29 ετών, που συμφωνούν με πολλά από τα βασικά μηνύματά του. Ετσι, ακόμη και αν αυτό είναι το τέλος της εκστρατείας του Σάντερς, ο αντίκτυπός της δεν θα σβήσει τα επόμενα χρόνια.

Απέναντι στην καλά χρηματοδοτούμενη καμπάνια και τους πανίσχυρους συμμάχους της Kλίντον, ο Σάντερς αντέταξε το δικό του ριζοσπαστικό πρόγραμμα: αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από 7,25 σε 15 δολάρια μέχρι το 2020, μείωση της ανεργίας, επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, δωρεάν φοίτηση σε όλα τα δημόσια πανεπιστήμια και επέκταση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης ώστε να καλύπτει όλους.


Αλλαγή φυσιογνωμίας

Για τα πρότυπα της Αμερικής, ο 74χρονος σοσιαλιστής είναι ένας ηλικιωμένος υποψήφιος της ακραίας, ριζοσπαστικής Αριστεράς –σχεδόν «κομμουνιστής» για τον μέσο ψηφοφόρο. Και όμως, ανέβαινε συνεχώς στις δημοσκοπήσεις και τρόμαξε την Κλίντον επειδή κατάφερε να ενθουσιάσει και να κινητοποιήσει τους πιο προοδευτικούς ως αουτσάιντερ που τα βάζει με τον κομματικό μηχανισμό και το κεφάλαιο.
Κατηγόρησε την Κλίντον για τα 600.000 δολάρια που φέρεται να εισπράττει από την Goldman Sachs για τις ομιλίες της κάθε χρόνο. Τη χτύπησε σκληρά από τα αριστερά, ιδίως στην Υγεία και στην Παιδεία, και παρότι δεν είχε ρεύμα στις βαθιά συντηρητικές Πολιτείες του αμερικανικού Νότου, στους μαύρους, στους ισπανόφωνους και στους πιο μεγάλους σε ηλικία ψηφοφόρους, έχει γίνει ήδη ο βασικός εκφραστής μιας αλλαγής στη φυσιογνωμία ενός εκ των δύο κομμάτων εξουσίας των ΗΠΑ.

HeliosPlus