Ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ

Η διανοητική ιστορία (intellectual history), η ιστοριογραφία του χώρου των ιδεών και των εκφραστών τους, αποτελεί τo πλατύ πεδίο στο οποίο κινείται ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ, ο 51χρονος βρετανός καθηγητής της έδρας Λόιντ Κ. Μπλάνκφαϊν του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Στο «The History Manifesto» (εκδ. Cambridge University Press), το οποίο συνέγραψε το 2014 από κοινού με την ιστορικό Τζο Γκάλντι και συζητήθηκε ευρέως στη διεθνή ιστορική κοινότητα, εισηγείται την επιστροφή στη μελέτη της «μακράς διάρκειας» του Φερνάν Μπροντέλ ως αντίδοτο στη στρεβλή κυριαρχία του βραχυπρόθεσμου στοιχείου στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ στο αναμενόμενο για το 2017 «Civil War: Α History in Ideas» (εκδ. Knopf) αποτυπώνει τη γενεαλογία της έννοιας του εμφυλίου πολέμου και διερευνά τη στενή σχέση του αφηγήματός του με εκείνο της επανάστασης. Λίγο πριν από τον ερχομό του στην Αθήνα για μια διάλεξη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μοιράζεται μαζί μας τους προβληματισμούς του για τη «μακρά διάρκεια», την Ιστορία, τον λόγο περί κρίσης.

Γιατί μια επιστροφή στη «μακρά διάρκεια σήμερα» και με ποιες προϋποθέσεις;
«Οταν ο Φερνάν Μπροντέλ, ο μεγάλος γάλλος ιστορικός της Μεσογείου, υιοθέτησε την έννοια της «μακράς διάρκειας» το έκανε γιατί τη θεωρούσε εναλλακτική πρόταση ως προς την κυριαρχία του βραχυπρόθεσμου στον λόγο των δημοσιογράφων και των κοινωνικών επιστημόνων της εποχής του, αλλά και επειδή υπενθύμιζε σε όλους πως οι κρίσεις έχουν πολλά επίπεδα, πολλές διαστάσεις που λειτουργούν σε διαφορετικές χρονικές κλίμακες: ετών, δεκαετιών ή χιλιετιών.
Σήμερα, στη συγκυρία του 24ωρου ειδησεογραφικού κύκλου, της άμεσης επικοινωνίας και της ενδημικής κυριαρχίας του βραχυπρόθεσμου στοιχείου παντού, από τη διακυβέρνηση ως τον εταιρικό προγραμματισμό, η προσέγγιση αυτή είναι το ίδιο ή και περισσότερο επίκαιρη ακόμη. Σε αυτή την επικράτηση του βραχυπρόθεσμου είναι συνένοχοι και οι ιστορικοί: αποσύρθηκαν από τη μεγάλη εικόνα και τα μεγάλα αφηγήματα αφήνοντας τους μη επαγγελματίες συγγραφείς και άλλους επιστήμονες, όπως οι οικονομολόγοι, να προσφέρουν στο κοινό τις αφηγήσεις εκείνες που ζητεί επίμονα προκειμένου να κατανοήσει τις κρίσεις και τις μεταβολές του κόσμου. Πιστεύουμε ότι οι ιστορικοί μπορούν να ανακτήσουν ένα μέρος της δημόσιας αποστολής τους επιστρέφοντας στη «μακρά διάρκεια» και ότι ακριβώς η διαθεσιμότητα των μακρόχρονων στοιχείων και των μεγάλης κλίμακας βάσεων δεδομένων ψηφιοποιημένων πηγών παρέχει το υλικό για κάτι τέτοιο».
Πρόκειται για μια προσέγγιση που απαντάται και σε άλλους χώρους –θυμίζει το χρονικό εύρος που επιζήτησε συνειδητά ο Τομά Πικετί για «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα».
«Το πολύ επιτυχημένο βιβλίο του Πικετί υπήρξε μεγάλη έμπνευση για τη στροφή μας προς μια μακρότερη διάρκεια. Επανεξετάζει τα διάσημα ευρήματα του Σάιμον Κούζνετς για τη σχέση μεταξύ αυξανόμενης ευμάρειας και μειούμενης ανισότητας αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για μια ψευδαίσθηση για την οποία ευθυνόταν το γεγονός ότι ο Κούζνετς έγραφε στη διάρκεια της «ένδοξης τριακονταετίας», τα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Σε πιο μακρόχρονη προοπτική αυτή η βραχεία περίοδος μοιάζει με παρέκκλιση και ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ευμάρεια και στην εξίσωση συγκυριακός μάλλον παρά αναγκαίος –ένα εξαιρετικό παράδειγμα τόσο του πώς η επέκταση της χρονικής κλίμακας μπορεί να μεταβάλει θεμελιωδώς ένα επιχείρημα όσο και του πώς μεγαλύτερα σύνολα στοιχείων ενδέχεται να ανατρέψουν αποφασιστικά τα ως τώρα αποδεκτά συμπεράσματα».
Εξ ου και η ανάγκη της προοπτικής, του εξορκισμού του «φάσματος του βραχυπρόθεσμου»;
«Ξεκινάμε το «The History Manifest» επισημαίνοντας ότι το φάσμα του βραχυπρόθεσμου βρίσκεται παντού στην κουλτούρα μας, σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις που λειτουργούν σε κύκλους εξαρτώμενους από τον χρόνο των εκλογών, τον ρυθμό των προϋπολογισμών, τα αιτήματα της λογοδοσίας προς τους ψηφοφόρους και τους μετόχους. Αυτό οδηγεί σε μιαν αίσθηση μόνιμης κρίσης, μιαν αίσθηση της κάθε δράσης, ιδιαίτερα της πολιτικής δράσης, ως τακτικής μάλλον παρά στρατηγικής, προσωρινής και όχι θεμελιώδους σημασίας ως μέσου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η υιοθέτηση μιας μακρότερης προοπτικής στον χρόνο μπορεί να αναχαιτίσει επιχειρήματα με άξονα την υπεράσπιση κομματικών γραμμών ή το κέρδος, ανοίγοντας παράλληλα έναν ευρύτερο ορίζοντα όρασης περισσότερων πιθανών μελλόντων μέσα από την ποικιλία των πιθανών ανασυγκροτήσεων του παρελθόντος».
Ποιες στάσεις θα έκανε κανείς σε μια σύντομη γενεαλογία της έννοιας και του αφηγήματος περί «εμφυλίου πολέμου»;
«Οσον αφορά τη διαμόρφωση του πολιτικού μας λεξιλογίου πολλοί δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη –και ο «εμφύλιος πόλεμος» είναι ένας από αυτούς. Bellum civile είναι ο «πόλεμος μεταξύ πολιτών». Επιβίωσε ως τα μέσα του 19ου αιώνα μέσα από μια σειρά ρωμαϊκών αφηγημάτων για τα χρόνια της ύστερης ρωμαϊκής δημοκρατίας τα οποία ασχολήθηκαν με την τακτική του επανάληψη, την καταστρεπτικότητα και τις αθεράπευτες πληγές που άφηνε πίσω του. Μόλις στον 19ο αιώνα ο εμφύλιος πόλεμος κατέστη νομική κατηγορία, στα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865), δίνοντας το έναυσμα για τον διάλογο περί «εκπολιτισμού» του, αρχικά διά της εφαρμογής του πολεμικού δικαίου και στη συνέχεια, μετά το 1945 και τη Συνθήκη της Γενεύης, με τη συμπερίληψή του σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Στη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα υπήρξαν κι άλλες συζητήσεις και ορισμοί του, κυρίως από πολιτικούς επιστήμονες και οικονομολόγους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως τις μέρες μας. Από αυτήν τη σύγκρουση ιστορίας, εικονογραφίας, νομικών και πολιτικών ορισμών προέρχονται η σύγχυση και οι διενέξεις περί του τι εστί εμφύλιος σήμερα, με παραδείγματα όπως αυτά του Ιράκ και της Συρίας».
«Ολες οι επαναστάσεις είναι εμφύλιοι πόλεμοι», για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός παλαιότερου άρθρου σας;
«Δεν είναι όλες ανεξαιρέτως οι επαναστάσεις εμφύλιοι πόλεμοι. Ο εμφύλιος πόλεμος όμως βρέθηκε στην καρδιά των περισσότερων από τις μεγάλες σύγχρονες επαναστάσεις –θυμηθείτε την Αμερικανική, τη Γαλλική, τη Ρωσική, την Κινεζική Επανάσταση. Ως έννοια, ως λεξιλόγιο, η ουτοπική, προοδευτική, θετική μεταβολή της «επανάστασης» έχει σβήσει σε μεγάλο βαθμό τις μνήμες του δυστοπικού, οπισθοδρομικού, πλήρως καταστρεπτικού «εμφυλίου πολέμου». Πιστεύω ότι αν και ως τώρα υπάρχει απόσταση στη μελέτη των δύο αυτών κατηγοριών συγκρούσεων, στην πραγματικότητα θα πρέπει να μελετώνται σε στενή συνάρτηση μεταξύ τους. Και αυτό γιατί έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τις μορφές βίας που συχνά συνοδεύουν τις ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές. Επίσης, θα αντιληφθούμε καλύτερα πώς οι σύγχρονοι με τα γεγονότα άνθρωποι βιώνουν τον αποπροσανατολισμό, το κόστος και τη φαντασιακή έκβαση της επαναστατικής δράσης. Η γλώσσα του εμφυλίου πολέμου χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις, και μάλιστα όχι αποκλειστικά από την πλευρά της αντεπανάστασης. Για μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα, ακόμη και του 20ού, το λεγόμενο «σενάριο» της επανάστασης ακολουθούσε ένα παλαιότερο «σενάριο» που οι απαρχές του έφταναν ως τη Ρώμη: αυτό της βίαιης μεταβολής που ονομάζεται «εμφύλιος πόλεμος». Το βρίσκει κανείς στον λόγο του Τόμας Πέιν και του Ροβεσπιέρου, στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και στη σκέψη του Λένιν. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι το αντίθετο της επανάστασης –επανάσταση και εμφύλιος είναι σιαμαίοι δίδυμοι».
Βρίσκει κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ αυτού του αφηγήματος περί εμφυλίου και του υπό διαμόρφωση αφηγήματος περί κρίσης;
«Ο όρος «κρίση» είναι φυσικά μια λέξη με ελληνική προέλευση. Σημαίνει το σημείο καμπής, ειδικά σε ιατρικά συμφραζόμενα όπου η ζωή ή ο θάνατος ενός ασθενούς εξαρτάται από αυτήν την κρίσιμη στιγμή. Το ενδιαφέρον με τη γλώσσα της κρίσης είναι ότι επανέρχεται διαρκώς, καθίσταται επαναλαμβανόμενη, σε μια «μακρά διάρκεια», θα έλεγε κανείς. Η «κρίση» δεν είναι πια στιγμιαία αλλά παρατεταμένη και αγωνιώδης, περισσότερο σαν την ίδια την ασθένεια παρά σαν την καμπή προς τη ζωή ή τον θάνατο. Κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά αναγνωρίζονται στον εμφύλιο πόλεμο, από ένα επεισόδιο ασυγχώρητης, ανυπόφορης σύγκρουσης σε έναν κρίκο μιας αλυσίδας, μια ημιμόνιμη κατάσταση «παγκόσμιου εμφύλιου», όπως λένε κάποιοι σχολιαστές –η διαρκής κρίση μιας διχασμένης ανθρωπότητας, ενός διχασμένου Ισλάμ, μιας τρομοκρατίας δίχως σύνορα, μιας κυριαρχίας υπό πολιορκία. Αυτό που οι ιστορικοί, ιδίως οι διανοητικοί ιστορικοί, μπορούν να αντιπαρατάξουν είναι το πώς λειτουργεί αυτού του είδους η γλώσσα, πώς μεταλλάσσεται και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι εναλλακτικές απέναντί της. Κανένας δεν θέλει να ζει σε καθεστώς διαρκούς κρίσης ή συνεχούς εμφυλίου: η γνώση του παρελθόντος μπορεί να μας βοηθήσει να φανταστούμε ξανά ένα μέλλον πέρα από αυτές τις απολιθωμένες κατηγορίες».
Ο Ντέιβιντ Αρμιτατζ θα βρίσκεται στην Αθήνα τη Δευτέρα 9 Μαΐου, προσκεκλημένος του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και του Κέντρου Ερευνας Νεότερης Ιστορίας, για μια ομιλία με θέμα «Three Concepts of Civil War» (Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, Συγγρού 136, Αθήνα, ώρα 7 μ.μ.).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ