Πριν από περίπου οκτώ χρόνια ο Μπαράκ Ομπάμα, ως προεδρικός υποψήφιος, αποθεωνόταν από εκατοντάδες χιλιάδες Βερολινέζους στην ιστορική ομιλία του στην Πύλη του Βρανδεμβούργου. Από τη μία άκρη της Ευρώπης ως την άλλη, εκατομμύρια άνθρωποι με ενθουσιασμό ανέμεναν την αντικατάσταση του Τζορτζ Μπους του νεότερου –ενός από τους πλέον αντιδημοφιλείς αμερικανούς προέδρους μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών –από τον φέρελπι τότε Ομπάμα. Ωστόσο η ευφορία του 2008 έχει σήμερα δώσει τη θέση της στην απογοήτευση.
Την περασμένη εβδομάδα ο αμερικανός πρόεδρος, στη δύση πια και της δεύτερης θητείας του, ολοκλήρωσε την επίσκεψή του σε Λονδίνο και Ανόβερο στο πλαίσιο μιας κατά βάση συμβολικής αποχαιρετιστήριας περιοδείας σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Ο Ομπάμα υπερθεμάτισε την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ευρώπη επαναδιατυπώνοντας την ανάγκη για συνεργασία και κοινό μέτωπο Ουάσιγκτον – Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Σε μια Ευρώπη όμως που κλονίζεται από πολλαπλές κρίσεις –από την τρομοκρατία και την προσφυγική κρίση ως την αποτελματωμένη οικονομία και την πιθανότητα Brexit –τι βαρύτητα έχουν τα λόγια του απερχόμενου αμερικανού προέδρου για το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων;
Τα πλήθη που άλλοτε εκστασιασμένα ζητωκραύγαζαν το όνομα του Ομπάμα στη Γερμανία αντικαταστάθηκαν από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της προωθούμενης Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) που αν υπογραφεί ανοίγει, μεταξύ άλλων, τον δρόμο για τη χρήση γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων, καταργώντας τους ρυθμιστικούς κανόνες μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών. Και στη Βρετανία, ανεξαρτήτως στρατοπέδου, λίγοι χάρηκαν όταν ο αμερικανός πρόεδρος επιχείρησε να πείσει τους πολίτες να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ εν όψει του δημοψηφίσματος στις 23 Ιουνίου. Με τους Ευρωπαίους να αισθάνονται ότι σε μεγάλο βαθμό πληρώνουν τις «αμαρτίες» των Αμερικανών, αφού πολλά από τα προβλήματα που η ήπειρος βιώνει σήμερα –η προσφυγική κρίση, οι τρομοκρατικές επιθέσεις μέσα στην Ευρώπη αλλά και η επιθετική στάση της Ρωσίας –είναι αποτέλεσμα των αμερικανικών πολιτικών, οι σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν περισσότερο «παγωμένες» από το συνηθισμένο.

Οι μισοτελειωμένοι
πόλεμοι της Αμερικής
Είναι, θεωρούν, οι μισοτελειωμένοι πόλεμοι της Αμερικής στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και η διστακτικότητα του Ομπάμα στον πόλεμο της Συρίας που τώρα έχουν βυθίσει την περιοχή στο χάος, οδηγώντας σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση και τοποθετώντας την Ευρώπη στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης των προσφυγικών κυμάτων. Η ΕΕ που άλλοτε αναζητούσε την ταυτότητά της και ταύτισε τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την πρόσδεσή της στο ατλαντικό άρμα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με την αμφισβήτηση της ίδιας της της επιβίωσης. Και η «στροφή» του Ομπάμα στην Ασία δεν βοήθησε: η πρόθεση του αμερικανού προέδρου να απεμπλακεί από τη Μέση Ανατολή και να αναζητήσει συμμάχους στις ανερχόμενες χώρες της ασιατικής ηπείρου τού προσέδωσαν τον χαρακτηρισμό του «πρώτου μετα-ατλαντιστή προέδρου». Με αυτή την τελευταία περιοδεία του στην Ευρώπη, θέλησε, σύμφωνα με ειδικούς, να δείξει ότι δεν είναι αδιάφορος για όσα συμβαίνουν στην ήπειρο. Αλλά ενώ συνεργάστηκε στενά με τους ευρωπαίους συμμάχους του σε ζητήματα όπως το Ιράν και η Λιβύη, η κατάσταση στην Ευρώπη, όπως φάνηκε και από την αντίδραση της Ουάσιγκτον στην κρίση στην Ουκρανία, δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στην ατζέντα του Ομπάμα.
«Οι σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ πάντα περνούν κρίση για τον έναν ή τον άλλον λόγο. Αλλά οι δυο τους είναι πολύ στενά συνδεδεμένοι για να αποφύγουν αυτή τη σχέση. Οι Ευρωπαίοι είναι ενοχλημένοι από την πρόσφατη συνέντευξη του Ομπάμα στο περιοδικό «The Atlantic Monthly», στην οποία ο αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε τους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή «ελεύθερους καβαλάρηδες» –σε αυτούς περιλαμβάνονται η Βρετανία και η Γαλλία, τις οποίες ο Ομπάμα κατηγορεί σιωπηλά ότι έσυραν τις ΗΠΑ στην επέμβαση στη Λιβύη. Επίσης αναφερόμενος στις υποθέσεις ανταγωνισμού της ΕΕ κατά μεγάλων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας ο Ομπάμα λέει ότι οφείλονται στην ανικανότητα της Ευρώπης να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ σε πολλούς τεχνολογικούς τομείς» είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Τζον Πίτερσον, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και ειδικός στις ευρωατλαντικές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Βρετανία.
Συμφωνία
«Στα περισσότερα ζητήματα ΗΠΑ και Ευρώπη έχουν κοινές θέσεις. Και η αμερικανική διπλωματία προς την Ευρώπη είναι περισσότερο επικεντρωμένη στην ΕΕ σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά η αδυναμία της ΕΕ και η κυριαρχία της Γερμανίας σε αυτήν καθιστούν τη σχέση μεταξύ τους μια σχέση μεγάλου αδελφού – μικρής αδελφής»

Τζον Πίτερσον, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και ειδικός στις ευρωατλαντικές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου

Μέση Ανατολή
Βαριά σύννεφα (και) στη συμμαχία Ουάσιγκτον – Ριάντ

Μπορεί οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης να μη διανύουν την καλύτερη φάση τους, όμως σίγουρα είναι σε καλύτερη κατάσταση από εκείνες με τον παραδοσιακό σύμμαχο της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή, τη Σαουδική Αραβία. Χαρακτηριστική είναι η ψυχρή υποδοχή που επεφύλαξαν οι Σαουδάραβες στον Μπαράκ Ομπάμα, όταν εκείνος κατέφθασε στη Ριάντ, για το πρώτο σκέλος της εξαήμερης περιοδείας του στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη: τον αμερικανό πρόεδρο δεν υποδέχθηκε ο βασιλιάς Σαλμάν αλλά ένας πιο χαμηλόβαθμος αξιωματούχος, ενώ η κρατική τηλεόραση δεν μπήκε στον κόπο να καλύψει την άφιξή του.

Τρία είναι τα μεγάλα «αγκάθια» που απασχολούν τις σχέσεις Ουάσιγκτον – Ριάντ, εδώ και έναν χρόνο τουλάχιστον: η χρηματοδότηση τζιχαντιστικών οργανώσεων από τη Σαουδική Αραβία, η περιορισμένη συμμετοχή των πλούσιων κρατών του Κόλπου στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους και φυσικά το Ιράν. Σε αυτά προστέθηκε και ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο στο αμερικανικό Κογκρέσο, που αν ψηφιστεί θα αποχαρακτηρίσει τις διαθέσιμες πληροφορίες για τον ρόλο της Σαουδικής Αραβίας στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και θα επιτρέψει στους συγγενείς των θυμάτων να κινηθούν δικαστικά κατά της κυβέρνησης της Ριάντ, διεκδικώντας αποζημιώσεις.
Οπως έχει αποκαλυφθεί, 15 από τους 19 αεροπειρατές της Αλ Κάιντα ήταν Σαουδάραβες, ωστόσο ως σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσημη εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας στις επιθέσεις. Οικογένειες θυμάτων των τρομοκρατικών επιθέσεων έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν να μηνύσουν τη Σαουδική Αραβία, ωστόσο σύμφωνα με έναν νόμο του 1976 οι ξένες κυβερνήσεις προστατεύονται στα αμερικανικά δικαστήρια από τέτοιες ενέργειες. Η Ριάντ με τη σειρά της προειδοποίησε την Ουάσιγκτον ότι αν το εν λόγω νομοσχέδιο ψηφιστεί η Σαουδική Αραβία θα πουλήσει αμερικανικά ομόλογα αξίας 750 δισ. δολαρίων και άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει στις ΗΠΑ, προκαλώντας φόβους για προβλήματα στην αμερικανική οικονομία.
Αλλά η διάσταση απόψεων δεν σταματά εδώ: η Σαουδική Αραβία ζητεί από την Ουάσιγκτον να κάνει περισσότερα στη Συρία και στο Ιράκ και εκφράζει την αντίθεσή της με τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που οδήγησε στην άρση πολλών δυτικών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης. Οι Σαουδάραβες φοβούνται ότι η συμφωνία θα φέρει πιο κοντά ΗΠΑ και Ιράν, ενισχύοντας την περιφερειακή επιρροή της Τεχεράνης και παραγκωνίζοντας τους ίδιους. Οι ΗΠΑ είναι δυσαρεστημένες που ενώ οι ίδιες σύρονταν σε έναν δαπανηρό πόλεμο στη Συρία και στο Ιράκ, τα πλούσια κράτη του Κόλπου επιχειρούσαν να αποκλιμακώσουν τις επιχειρήσεις τους κατά του Ισλαμικού Κράτους. Σε συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό «The Atlantic», τον περασμένο Μάρτιο, ο Ομπάμα χαρακτήρισε τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή «ελεύθερους καβαλάρηδες» («free riders»), κατηγορώντας τους ότι προωθούν τους δικούς τους γεωπολιτικούς στόχους στις πλάτες των ΗΠΑ. Επιπλέον η Ουάσιγκτον θίγει το ζήτημα της συστηματικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Σαουδική Αραβία αλλά και το γεγονός ότι Σαουδάραβες χρηματοδοτούν σουνιτικές τζιχαντιστικές οργανώσεις παγκοσμίως, ενώ το καθεστώς προωθεί τον φονταμενταλιστικό ουαχαμπισμό, ο οποίος δαιμονοποιεί όχι μόνο τους σιίτες, τους εβραίους και τους χριστιανούς αλλά και τη Δύση στο σύνολό της.
Ιαν Μπρέμερ, πρόεδρος του Κέντρου Αναλύσεων Eurasia Group
«Αφετηρία της Χίλαρι η στροφή στην Ασία»
Τόσο οι αμερικανοί όσο και οι ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν πολύ απασχολημένοι με ζητήματα στο εσωτερικό των κρατών τους, λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Ιαν Μπρέμερ, αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, ιδρυτής και πρόεδρος του Κέντρου Αναλύσεων Eurasia Group, με έδρα τη Νέα Υόρκη, και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Every Nation for Itself: Winners and Losers in a G-Zero World» (Portfolio, Μάιος 2012).

–Σε τι κατάσταση βρίσκονται σήμερα οι ευρωατλαντικές σχέσεις;
«Οι ευρωατλαντικές σχέσεις περνούν μια σοβαρή κρίση. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί. Οι ηγέτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι απασχολημένοι σχεδόν αποκλειστικά με προκλήσεις στο εσωτερικό. Επειτα από δύο μακροχρόνιους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, οι αμερικανοί ψηφοφόροι είναι τώρα πολύ διστακτικοί να υποστηρίξουν οποιαδήποτε δέσμευση εξωτερικής πολιτικής η οποία μπορεί να απαιτεί αποστολή στρατιωτών και δολάρια φορολογουμένων.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν εστιάσει αποκλειστικά στην προσφυγική κρίση και σε μια σειρά περιφερειακά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή μη της Βρετανίας στην ΕΕ, της οικονομίας της Ελλάδας, των εκλογών τον επόμενο χρόνο σε Γαλλία και Γερμανία κ.ά. Συγκεκριμένα η Βρετανία πιστεύει ότι η μελλοντική οικονομική της δυναμική θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις της με την Κίνα. Η οικονομία της Γαλλίας θα επωφεληθεί από μια ανανέωση των εμπορικών σχέσεών της στον αμυντικό τομέα με τη Ρωσία.
Επιπροσθέτως παρατηρούνται αυξανόμενες αποκλίσεις στις θέσεις των αμερικανών και ευρωπαίων πολιτικών σχεδιαστών για το μέλλον των σχέσεων με την Κίνα και τη Ρωσία. Οι σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ έχουν επίσης πληγεί από τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόοουντεν για κατασκοπεία, ενώ μια διστακτικότητα για τις εμπορικές τους σχέσεις έχει υπονομεύσει τις προοπτικές της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), που θα αναζωογονούσε τους εμπορικούς τους δεσμούς. Τέλος, υπάρχουν διαιρέσεις και μέσα στην ίδια την Ευρώπη μεταξύ του Βορρά και του Νότου αναφορικά με τη στάση προς τη Ρωσία του Πούτιν και την προθυμία της συνεργασίας με άλλα κράτη για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης».

–Μπορεί η πολιτική της στροφής των ΗΠΑ προς την Ασία να πλήξει περαιτέρω τις σχέσεις τους με την Ευρώπη;
«Από πολλές απόψεις, αυτό συμβαίνει ήδη. Η στροφή προς την Ασία ξεκίνησε ήδη από την πρώτη θητεία του προέδρου Ομπάμα και θα αποτελέσει την αφετηρία της εξωτερικής πολιτικής της Χίλαρι Κλίντον.Το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP), μια τεράστια συνεργασία που περιλαμβάνει 12 κράτη στην ασιατική και στην αμερικανική ήπειρο, θα οδηγήσει τις ΗΠΑ σε στενότερες εμπορικές σχέσεις με πολλούς γείτονες της Κίνας και η συνεχής επέκταση του Πεκίνου σίγουρα θα τραβήξει την αμερικανική προσοχή. Η Ευρώπη δεν είναι κεντρικός παίκτης σε αυτό το δράμα. Οι ηγέτες της θα εστιάσουν σε γεγονότα στη Μέση Ανατολή, τη στιγμή που οι ΗΠΑ, οι οποίες δεν χρειάζονται πλέον τόσο το πετρέλαιο της περιοχής, προσπαθούν να αποφύγουν μεγαλύτερη δέσμευση εκεί. Οι ευρωατλαντικές σχέσεις δεν έχουν πεθάνει, αλλά δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη κοινή απειλή που θα δώσει στους αμερικανούς και ευρωπαίους ηγέτες το αίσθημα ενός κοινού σκοπού».
Τζόλιον Χόγουορθ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ
«Οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται ακόμη από τις ΗΠΑ»

Οι ΗΠΑ είναι «ένα ενωμένο κυρίαρχο κράτος με τεράστια επιρροή, ενώ η ΕΕ είναι ένα αμάλγαμα 28 κρατών με ελάχιστες πραγματικές ομοιότητες ή κοινό σκοπό» λέει ο Τζόλιον Χόγουορθ, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ στη Βρετανία και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ στις ΗΠΑ. Συγγραφέας βιβλίων για τις ευρωατλαντικές σχέσεις και την ευρωπαϊκή πολιτική, συμπεριλαμβανομένου του «Security and Defence Policy in the European Union» (Palgrave, 2014).
–Με ποιους τρόπους εκδηλώνεται η κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ;
«Τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα δεν ταυτίζονται. Οι δύο πλευρές βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη και αντιμετωπίζουν διαφορετικές προκλήσεις. Δεν υπάρχει αυτόματη εναρμόνιση των συμφερόντων τους. Για παράδειγμα, υπάρχουν μεγάλα προβλήματα με την TTIP. Οι ευρωπαίοι πολίτες, κυρίως οι Γερμανοί, ενστικτωδώς και εμπειρικά είναι καχύποπτοι απέναντι στα κίνητρα των ΗΠΑ και φοβούνται μια αμερικανικής λογικής «κούρσα προς τον πάτο» σε ό,τι αφορά τους ρυθμιστικούς κανόνες. Η υπόθεση της NSA έχει διαβρώσει σημαντικά την ευρωπαϊκή εμπιστοσύνη προς τις ΗΠΑ.
Επιπροσθέτως στο μέτωπο της ασφάλειας οι ΗΠΑ από την περίοδο του τέλους του Ψυχρού Πολέμου προτρέπουν τους Ευρωπαίους να αναλάβουν σταδιακά την ευθύνη της σταθεροποίησης και της ασφάλειας της γειτονιάς τους. Οι Ευρωπαίοι υιοθέτησαν την κοινή πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας προκειμένου να επιτύχουν έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας. Αλλά στην πραγματικότητα εξαρτώνται ακόμη και σήμερα από τις ΗΠΑ όσο εξαρτώντο και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι Αμερικανοί έχουν απογοητευθεί από τη στάση των Ευρωπαίων στην ασφάλεια και στην άμυνα. Αυτό που είπε ο Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ (σ.σ.: το χαρακτήρισε «ξεπερασμένο και ακριβό») δεν προκαλεί έκπληξη. Είναι μια ευρέως διαδεδομένη άποψη».
–Επομένως δεν είναι μια σχέση μεταξύ ίσων εταίρων. Πώς μπορεί η ευρωατλαντική συμμαχία να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο στον οποίο αναδύονται νέες δυνάμεις;
«Οχι, δεν είναι μια σχέση ίσων. Οι ΗΠΑ είναι ένα ενωμένο κυρίαρχο κράτος με τεράστια επιρροή. Η ΕΕ είναι ένα αμάλγαμα 28 κρατών με ελάχιστες πραγματικές ομοιότητες ή κοινό σκοπό και με περιορισμένη παγκόσμια επιρροή. Τα κράτη-μέλη τείνουν να ερμηνεύουν τις παγκόσμιες προκλήσεις με πολύ διαφορετικό τρόπο. Οι ΗΠΑ κατέχουν και προβάλλουν ισχύ. Η ΕΕ δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί την ισχύ. Ο μοναδικός τρόπος που η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσαρμοστούν σε έναν πολυπολικό κόσμο είναι μέσω της στενής συνεργασίας μεταξύ τους. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι σχέσεις τους με την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και άλλους υπάρχουν σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού και όχι συνεργασίας. Η ΕΕ χάνει σε αυτή τη μάχη γιατί οι αναδυόμενες δυνάμεις αντιλαμβάνονται τι είναι οι ΗΠΑ και πώς να συνεννοηθούν μαζί τους. Αντίθετα, δεν καταλαβαίνουν την ΕΕ και βρίσκουν πολύ απογοητευτικές τις σχέσεις μαζί της».
–Πώς θα επηρεάσει τις ευρωατλαντικές σχέσεις ένα πιθανό Brexit;
«Θα οδηγήσει στην υπονόμευση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Βρετανία αλλά θα ενισχύσει την προσπάθειά τους για μια πιο ουσιαστική σχέση με την ΕΕ –και πάλι, πρωτίστως μέσω διμερών σχέσεων της Ουάσινγκτον με το Βερολίνο, το Παρίσι κ.λπ. και όχι μεταξύ της Ουάσιγκτον και των ευρωπαϊκών θεσμών, με τους οποίους οι Αμερικανοί δυσκολεύονται και αυτοί να επικοινωνήσουν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ