«Η κινητήρια δύναμη όσον αφορά την άνοδο της Ακροδεξιάς στη γερμανική πολιτική σκηνή δεν είναι τόσο μια απότομη στροφή προς τον εθνικισμό αλλά μια γενική αίσθηση κοινωνικής δυσφορίας και απογοήτευσης με τη γερμανική –και την ευρωπαϊκή –πολιτική ελίτ». Αυτά δήλωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο Τόμας Μπέργκερ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, με αφορμή την ανάδειξη, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία σε τρίτη πολιτική δύναμη στη χώρα της κραταιάς –ως την έλευση του νέου έτους και τα γεγονότα της Κολονίας –Ανγκελα Μέρκελ.
Σύμφωνα με τον γερμανό ακαδημαϊκό, η κύρια αιτία της επανεμφάνισης της Ακροδεξιάς στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας συνδέεται με έναν αόριστο αλλά γενικευμένο φόβο για το μέλλον. «Ενώ η Γερμανία τα πάει σχετικά καλά στην οικονομία, πολλοί Γερμανοί αισθάνονται οικονομικά ευάλωτοι, ειδικά τα μέλη της εργατικής τάξης. Τα κοινωνικά επιδόματα μειώθηκαν στις αρχές του 2000. Η ανεργία υποχώρησε, αλλά πολλοί Γερμανοί απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που δεν τους ικανοποιούν και με σχετικά χαμηλούς μισθούς. Το κυριότερο είναι ότι υπάρχει ο φόβος πως η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί, ότι η ευημερία της Γερμανίας είναι επισφαλής και πως το γερμανικό κράτος και οι ελίτ γενικότερα δεν είναι σε θέση να αναλάβουν το καθήκον της δημιουργίας ενός καλύτερου μέλλοντος» επεσήμανε.
Προσδιόρισε ωστόσο ότι πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο. «Το παρατηρούμε στις ΗΠΑ, το παρατηρούμε στην Ιαπωνία και το παρατηρούμε σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς λαϊκιστές πολιτικοί τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά εκμεταλλεύτηκαν αυτή την αίσθηση φόβου για να σχηματίσουν νέα κόμματα και πολιτικά κινήματα» ανέφερε χαρακτηριστικά.


Η ελληνική κρίση ήταν η αφορμή

Ο Τόμας Μπέργκερ υποστηρίζει ότι αυτός ο διάχυτος φόβος των Γερμανών άρχισε να συγκεκριμενοποιείται από το 2010, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους, γεγονός που οδήγησε στην ανάδειξη του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο φαίνεται πως έλαβε νέα ώθηση, τουλάχιστον δημοσκοπικά, εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης αλλά και του τρόπου με τον οποίο αποπειράθηκε να την αντιμετωπίσει η γερμανίδα καγκελάριος.
«Η κυβέρνηση Μέρκελ είναι απόλυτα σωστή όσον αφορά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους Πρόσφυγες, η Γερμανία δεν μπορεί να στείλει ανθρώπους πίσω σε χώρες όπως η Συρία και το Αφγανιστάν, όπου υπάρχει ο φόβος να υποστούν διώξεις. Και φυσικά η γενναιόδωρη στάση της Μέρκελ χαιρετίστηκε όχι μόνο στον διεθνή Τύπο αλλά κέρδισε ειλικρινή υποστήριξη και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Πολλοί ωστόσο στο δικό της κόμμα φοβούνταν ότι πήγε πολύ μακριά, ότι μια αρνητική αντίδραση ήταν αναπόφευκτη, και είχαν δίκιο» εξήγησε ο κ. Μπέργκερ, υπογραμμίζοντας ότι η γερμανική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να λάβει σκληρότερα μέτρα για τους πρόσφυγες.

Απελάσεις, περιορισμοί, έλεγχοι και στρατιωτική δράση

«Παρατηρούμε ήδη μια αυξανόμενη ετοιμότητα για την απέλαση μεταναστών που δεν έχουν βίζα και η Μέρκελ δήλωσε ότι όταν τερματιστούν οι συγκρούσεις στις χώρες τους (οι πρόσφυγες) θα αναγκαστούν να φύγουν. Βλέπουμε να επιβάλλονται περιορισμοί όσον αφορά την επανένωση οικογενειών. Οι έλεγχοι της Αστυνομίας σε πρόσφυγες έχουν ήδη ενισχυθεί και μπορούμε να αναμένουμε πως θα ενισχυθούν περαιτέρω. Θα βρεθούν επίσης τρόποι για τον περιορισμό τους σε συγκεκριμένες περιοχές και θα καταβληθούν νέες προσπάθειες για να τερματιστεί ή να μειωθεί η προσφυγική ροή» λέει.
Και τονίζει: «Αυτό σημαίνει ότι θα ασκηθεί έντονη πίεση για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού συστήματος κατανομής των βαρών, πίεση προς την Ελλάδα και άλλες χώρες για έλεγχο των συνόρων τους, πίεση για περαιτέρω στήριξη των προσφύγων στη Μέση Ανατολή, πίεση προς την Τουρκία και ενδεχομένως προς την Ιορδανία για να κρατούν τους πρόσφυγες στις επικράτειές τους ή για να τους αποδέχονται πίσω σε περίπτωση απέλασης τους. Και, τέλος, πίεση για στρατιωτική δράση στη Συρία και στη Λιβύη με στόχο τη σταθεροποίηση της κατάστασης».
Ο κ. Μπέργκερ αναγνωρίζει ότι πολιτικά είναι πολύ δύσκολο να ληφθούν και κυρίως να εφαρμοστούν όλα τα παραπάνω μέτρα: «Θα προκύψουν νομικά ζητήματα. Το οικονομικό κόστος θα είναι υψηλό. Θα υπάρξουν επικρίσεις στον γερμανικό και στον διεθνή Τύπο. Θα υπάρξουν διαμάχες στο εσωτερικό της Ευρώπης και πολλά από αυτά τα μέτρα θα αποδειχθούν μόνο μερικώς επιτυχημένα μακροπρόθεσμα». Αλλά θεωρεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική οδός για τη Γερμανία. «Πάνω απ’ όλα, η αίσθηση ελέγχου, που έχει χαθεί στη Γερμανία, πρέπει να αποκατασταθεί –ακόμη και αν πρόκειται για ψευδαίσθηση» καταλήγει.

HeliosPlus