Η (διαφαινόμενη) παραβίαση θεσμικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αφορούν βασικές αρχές της Δημοκρατίας από τη νέα κυβέρνηση της Πολωνίας έχει δημιουργήσει πρόβλημα συνταγματικού χαρακτήρα στη χώρα και έχει προκαλέσει ανησυχία και αντιδράσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε διεθνείς οργανισμούς ενημέρωσης και σε χώρες της Ευρώπης. Η Κομισιόν, σε έκτακτη συνεδρίαση την ερχόμενη Τετάρτη 13 Ιανουαρίου, θα ασχοληθεί με το πρόβλημα το οποίο έχει εγγραφεί και στην ατζέντα των πρώτων συζητήσεων του 2016 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο καινούργιος μηχανισμός


Η πολωνική κυβέρνηση του υπερσυντηρητικού κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS) άλλαξε τη σύνθεση του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας αποσύροντας πέντε αρχιδικαστές, τους οποίους αντικατέστησε με κομματικά φιλικά της πρόσωπα, γεγονός που «εμποδίζει ουσιαστικά τη δυνατότητα του συνταγματικού δικαστηρίου να παρεμβαίνει στη νομοθεσία», κατά την εκτίμηση πηγής του αντιπροέδρου της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς. Η ίδια πηγή έκανε λόγο για «συνταγματική κρίση» στην Πολωνία, με «βροντερό απόηχο στις Βρυξέλλες». Η νέα κυβέρνηση της Μπεάτα Σίντλο, η οποία ουσιαστικά κατευθύνεται από τον πρόεδρο του κόμματος PiS, τον εθνικο-θρησκευόμενο Γιαροσλάβ Κατσίνσκι, έκανε παρόμοιου τύπου αλλαγές και στα ΜΜΕ, αποκτώντας άμεσο πολιτικό έλεγχο σε αυτά, γεγονός που προκάλεσε έντονη κριτική από τον γερμανό επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας Γκίντερ Ετινγκερ και διεθνείς οργανισμούς ενημέρωσης.
Η συζήτηση της Τετάρτης στην Κομισιόν θα εγκαινιάσει έναν σχετικά νεόκοπο νομικό μηχανισμό της ΕΕ, ο οποίος «ελέγχει την υγεία της Δημοκρατίας σε χώρα-μέλος της ΕΕ», σύμφωνα με την επίτροπο Δικαιοσύνης Βέρα Γιούροβα. Ο μηχανισμός δημιουργήθηκε το 2014, όταν διαπιστώθηκε ότι η ΕΕ δεν διέθετε κανένα αξιόλογο «εργαλείο» για να συζητήσει με κράτη-μέλη της τα οποία παίρνουν μέτρα που κατά βάση «αμφισβητούν τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης».
Θεωρητικά, η Κομισιόν έχει το δικαίωμα να επιβάλει ποινή στη χώρα που «εκτρέπεται» από αυτές τις αξίες –να αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου από τον επίτροπο της χώρας, ακόμη και να κάνει χρήση του άρθρου 7, το οποίο επιβάλλει ουσιαστικό αποκλεισμό της χώρας από τις διαβουλεύσεις και τις άλλες εργασίες της ΕΕ. Δεν αναμένεται οποιουδήποτε βαθμού ποινή στην Πολωνία, παρότι ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ «θέλει να ασκηθεί πάσα δυνατή πίεση» στην πολωνική κυβέρνηση, σύμφωνα με τον διευθυντή του γραφείου του, Μάρτιν Σελμάγερ. Ο κ. Γιούνκερ φοβάται μήπως «βρεθούν μιμητές των κακών πράξεων της Βαρσοβίας» σε άλλες χώρες της ΕΕ. Αναφέρεται σχετικά ότι «ίσως η Βαρσοβία θα δίσταζε» να προχωρήσει στα μέτρα που έλαβε αν η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αντιμετώπιζαν με τρόπο δραστικό τις «σοβαρές αλλαγές» που επέβαλε η ουγγρική κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπαν «στους νόμους που εκφράζουν τις βασικές αξίες της ΕΕ».
Η ενόχληση της Γερμανίας


Η επέμβαση της νέας πολωνικής κυβέρνησης στο συνταγματικό δικαστήριο της χώρας ενόχλησε ιδιαίτερα τη Γερμανία, όπου το «Δικαστήριο της Καρλσρούης», όπως είναι ευρέως γνωστό το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, από το όνομα της πόλης στην οποία εδρεύει, χαίρει γενικής εκτίμησης, είναι σύμβολο της νομιμότητας και της ισονομίας. Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ στις ευχές που αντάλλαξε την Πρωτοχρονιά με τον πρόεδρο της Κομισιόν είχε την ευκαιρία να του δηλώσει τη «μεγάλη ανησυχία» της για «κάποια δυσάρεστα φαινόμενα» που άρχισαν να εμφανίζονται στη γειτονική Πολωνία. Στις Βρυξέλλες υπάρχει η εντύπωση ότι η Γερμανία «ενδιαφέρεται πάρα πολύ να ανακοπεί ο κατήφορος της Πολωνίας στον φτηνό λαϊκισμό».
Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Η Βαρσοβία δεν απάντησε σε δύο επιστολές που της έστειλε στις 2 Ιανουαρίου ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς για να «κρατήσει ενήμερη την (πολωνική) κυβέρνηση για τις ζωηρές αντιδράσεις» που έχουν προκαλέσει «ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες» της. Ούτε και απάντησε σε ερωτηματολόγιο που της έστειλε η Κομισιόν για τις αλλαγές στα πολωνικά ΜΜΕ κ.λπ. Αντίθετα, το υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε την περασμένη Τετάρτη τον διευθυντή του γραφείου της ΕΕ στη Βαρσοβία για «να εξηγήσει την ουσία της κριτικής επιτρόπων και άλλων αξιωματούχων της Κομισιόν για τις αλλαγές που αποφάσισε η (πολωνική) κυβέρνηση στα ΜΜΕ».
Το «πολωνικό πρόβλημα» θα απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με πρωτοβουλία του ηγέτη της ομάδας των Φιλελευθέρων Γκι Φερχόφσταντ, ο οποίος κατηγορεί την πολωνική κυβέρνηση ότι «έκανε ένα ακόμη βήμα που απομακρύνει περισσότερο την Πολωνία από την ευρωπαϊκή τάξη, διαστρεβλώνοντας τα πολιτικά και νομικά δικαιώματα» των πολιτών της. Η συζήτηση, ωστόσο, δεν πρόκειται να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, ούτε θα καταλήξει σε κάποια απόφαση. Η Πολωνία θα βρει ασφαλώς φραστική υποστήριξη από όλους σχεδόν τους ευρωσκεπτικιστές, μερικοί από τους οποίους θα ήθελαν ανάλογα μέτρα να επιβληθούν και στη χώρα τους, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν τα ΜΜΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ