Οταν το περασμένο καλοκαίρι οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) αποφάσιζαν να διασώσουν εκ νέου μια ταπεινωμένη Ελλάδα, είχε πλέον καταστεί σαφές ότι αυτό δεν θα σηματοδοτούσε το τέλος των προβλημάτων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Εν μέσω ενός επιδεινούμενου περιφερειακού περιβάλλοντος, με συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα, φυγόκεντρες τάσεις, ενίσχυση της ακροδεξιάς ρητορικής και πάνω από 1 εκατομμύριο απελπισμένους ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή να έχουν αναζητήσει καταφύγιο στη Γηραιά Ηπειρο το 2015, η ΕΕ έχει ανοιχτά πολλαπλά μέτωπα. Είναι αυτή η συγκυρία που θα ωθήσει την ένωση ένα βήμα παραπέρα ή το μπλοκ των «28» θα συνεχίσει να «φυτοζωεί» προσπαθώντας άτσαλα να κουκουλώσει τα προβλήματά του;
Είναι γεγονός ότι τα κράτη-μέλη τόσο της ΕΕ όσο και της ευρωζώνης πάσχουν από έλλειψη συνοχής –με αργά θεσμικά αντανακλαστικά, περιορισμένη συναίνεση και επικράτηση των ισχυρών η Ευρώπη δείχνει να πέφτει θύμα της προγενέστερης επιτυχίας της, αναζητώντας απεγνωσμένα ένα κοινό όραμα.
Κλονίζεται ο πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής


Μία ή πολλές κρίσεις από μόνες τους δεν αρκούν για να οδηγήσουν σε περαιτέρω ενσωμάτωση αν δεν υφίσταται η απαραίτητη πολιτική βούληση. Το δίδυμο Ανγκελα Μέρκελ και Φρανσουά Ολάντ σίγουρα δεν έχει το ίδιο όραμα με προγενέστερους ομολόγους τους, όπως ο πρόσφατα αποθανών καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ και ο Γάλλος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ή με τους «πατέρες» της ευρωπαϊκής ιδέας Ζαν Μονέ και Ρομπέρ Σουμάν, που το 1950 συμφωνούσαν να βάλουν τέλος στον διχασμό της διαλυμένης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ηπείρου με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ).
Σήμερα αυτό που ξεκίνησε ως μια περιορισμένη συμφωνία μεταξύ έξι χωρών περιλαμβάνει 28 κράτη-μέλη με οικονομίες πολλών ταχυτήτων, πολύ διαφορετικές ικανότητες, συμφέροντα και προθέσεις. Η έλλειψη ενός εξωτερικού αντιπάλου, όπως η Σοβιετική Ενωση ως το τέλος της δεκαετίας του 1980, κλονίζει τον κοινό πυλώνα για την ασφάλεια και την κοινή εξωτερική πολιτική, κάτι που έγινε εμφανές στην κρίση της Ουκρανίας –πάλι απέναντι στο Κρεμλίνο.
Αποσχιστικές τάσεις εντός και εκτός κρατών


Τα εγγενή προβλήματα της ΕΕ, μιας κατά βάση οικονομικής ένωσης, άρχισαν να αποκαλύπτονται με την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008. Το κοινό νόμισμα παραλίγο να καταστεί αναστρέψιμο (κίνδυνος που δεν έχει παρέλθει όσο το φάντασμα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ πλανάται στις Βρυξέλλες) και οι πολιτικές ελίτ, παρότι την τελευταία στιγμή αποσόβησαν τα χειρότερα, δεν μπόρεσαν να αρπάξουν την ευκαιρία αυτής της δυναμικής για να προχωρήσουν σε περαιτέρω ενσωμάτωση και μια πραγματική δημοσιονομική ένωση.
Παράλληλα η προσφυγική κρίση απειλεί να βάλει τέλος σε μεγάλα κεκτημένα της ΕΕ, όπως η Συνθήκη Σένγκεν, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών μεταξύ των συνόρων των κρατών-μελών της. Ποτάμια ανθρώπων συρρέουν στην Ευρώπη και ως το τέλος του 2016 ο αριθμός τους ενδέχεται να αυξηθεί κατά 3 εκατομμύρια. Την ίδια στιγμή ο εθνικισμός γιγαντώνεται, όχι μόνο με την ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων, όπως της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, αλλά και με αποσχιστικές τάσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο: η Καταλωνία θέλει να φύγει από την Ισπανία, η Σκωτία από τη Βρετανία και η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ενωση, με τον βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον να ανακοινώνει ότι το δημοψήφισμα που θα καθορίσει την παραμονή της χώρας στην ένωση ενδέχεται να διενεργηθεί την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2016.

Τι επιφυλάσσει το 2016 για την Ευρωπαϊκή Ενωση
Οι ειδικοί διαφωνούν, η πραγματικότητα διχάζει

Η ρευστή κατάσταση στη Γηραιά Ηπειρο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συγκλίσεις στις προβλέψεις των ειδικών. «Τι επιφυλάσσει το 2016 για την Ευρωπαϊκή Ενωση;» ρωτήσαμε δύο γνωστούς και καταξιωμένους ξένους αναλυτές, για να εισπράξουμε δύο διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις.
Η αισιόδοξη άποψη…

Μπορεί οι ηγέτες της ΕΕ να μην έχουν τη «μαγική» συνταγή για να εφαρμόσουν ριζικές μεταρρυθμίσεις στο μπλοκ των «28», όμως με σταδιακά βήματα κινούνται προς την ενίσχυση της πολιτικής ένωσης, εκτιμά ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες (CEPS). «Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την ενσωμάτωση, όπως όταν δημιούργησε την τραπεζική ένωση. Κάποιοι μπορεί να παραπονιούνται, αλλά η απόφαση ελήφθη και εφαρμόζεται» μας λέει. «Στο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, οι προτάσεις που υπάρχουν στο τραπέζι είναι ενθαρρυντικές. Για παράδειγμα, η δημιουργία κοινής ακτοφυλακής και συνοριοφυλακής, αν εφαρμοστεί, θα είναι ακόμη ένα βήμα προς μεγαλύτερη ενοποίηση. Οπως και στην κρίση του ευρώ, οι ευρωπαίοι ηγέτες καθυστέρησαν να αναγνωρίσουν το πρόβλημα αλλά τελικά πήραν το μήνυμα και έλαβαν πολύ σημαντικές αποφάσεις» συμπληρώνει. Στο μέτωπο της οικονομίας, ο Γκρος προβλέπει σταδιακή ανάκαμψη, με μείωση της ανεργίας αλλά με παγίωση του αποπληθωρισμού. Το σημαντικό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «παρότι εκλέγονται για να υπηρετήσουν τα εθνικά συμφέροντα έχουν διαπιστώσει ότι σε περιόδους κρίσεις αν συνεργαστούν όλοι θα κερδίσουν από λίγο. Δεν πρόκειται όμως για παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, πρέπει να είναι παιχνίδι θετικού αθροίσματος. Ολοι θέλουν τη μερίδα του λέοντος και γι’ αυτό ανακύπτουν διαφωνίες. Ωστόσο θα έλεγα ότι στην κρίση του ευρώ αυτή η προσέγγιση λειτούργησε και πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και στην προσφυγική κρίση. Οι διαφωνίες συνιστούν μέρος μιας ένωσης».
…και η απαισιόδοξη

«Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιον τρόπο οι αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις που βιώνει η ΕΕ θα οδηγήσουν στην ενίσχυσή της» λέει στο «Βήμα» ο Μπάρι Αϊκενγκριν, καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Μπέρκλεϊ. «Πριν από μερικούς μήνες έγραψα ένα άρθρο στο οποίο υποστήριξα ότι η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και η μετεγκατάσταση των προσφύγων μόνο συλλογικά μπορούσαν να λυθούν –κάτι προφανές, το οποίο γνώριζαν όλοι. Αυτό υποτίθεται ότι θα υποχρέωνε τις κυβερνήσεις να συνεργαστούν και να βγάλουν την Ευρώπη από τα προβλήματά της» τονίζει. Και καταλήγει: «Αλίμονο όμως, συνέβη το αντίθετο, στο Προσφυγικό, στην οικονομία και στην πολιτική. Οι εντάσεις και η δυσπιστία μέσα στην ΕΕ αυξήθηκαν και άλλο, οδηγώντας σε περαιτέρω αμφιβολίες για την επάρκεια των θεσμών της. Ολα αυτά καθιστούν δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος για την Ευρώπη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ