Δύο «ανατροπές» σε 48 ώρες; Δεν κρύβει την «απορία και το δέος» που τον κατέλαβαν ο αρθρογράφος της «Washington Post» την περασμένη Πέμπτη με τις δύο απρόοπτες αποφάσεις της κυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα. Να λάβει μέρος η Αμερική σε υπουργική διάσκεψη για τη Συρία στην οποία θα παρακαθήσει και ο ιρανός υπουργός Εξωτερικών και, δεύτερη, να «εξαφανιστεί» η περίπτωση αποστολής στη Συρία αμερικανικών μονάδων στρατού ξηράς από τις «προτάσεις για απομάκρυνση του Μπασάρ αλ Ασαντ» που επί μήνες περιφέρονται στην Ουάσιγκτον.
Ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος τον περασμένο Ιούνιο, παρουσιάζοντας τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, δήλωσε ότι αυτό το γεγονός δεν σημαίνει ότι η Αμερική «θα παρακαθήσει (με το Ιράν) για συζητήσεις άλλων θεμάτων». Και εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, τουλάχιστον δύο φορές το τελευταίο διάστημα, απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο σχολιάζοντας τις επίμονες προσκλήσεις του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν προς την αμερικανική ηγεσία να λάβει μέρος σε διεθνή διάσκεψη για τη Συρία στην οποία θα συμμετείχε το Ιράν. Προχθές ο αμερικανός υπουργός Τζον Κέρι παρακάθησε σε διάσκεψη στη Βιέννη μαζί με τους ομολόγους του του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας.
Η δεύτερη «ανατροπή» πολιτικής αφορά τον ρόλο της Αμερικής στην εθνο-στρατιωτική κρίση της Συρίας. Ως και την περασμένη Κυριακή η Ουάσιγκτον δεν απέκλειε την αποστολή «επίλεκτων μονάδων» στρατού στη Συρία ώστε «να κατοχυρωθούν και να διαφυλαχθούν τα οφέλη (…) που δημιούργησε η αραβογενής συμμαχία την οποία διαμόρφωσε το Πεντάγωνο» στη μάχη εναντίον των τζιχαντιστών. Την περασμένη Τρίτη οι ανώνυμες «ενημερωμένες πηγές στο Κογκρέσο» μιλούσαν για αποστολή στη Συρία «εντός των προσεχών ημερών» αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης από το Ιράκ εξοπλισμένης με βαρέα όπλα και «άλλα πολεμικά μέσα». Οι εκπρόσωποι του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου αρνήθηκαν να δώσουν σχετικές πληροφορίες και αυτό επέτρεψε στο (υπερσυντηρητικό) δίκτυο FoxTV να διακηρύξει ότι «μελετάται η είσοδος» αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Νοτιοδυτική Συρία. Ακολούθησε την επομένη η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου η οποία ρητά αποκλείει την εμπλοκή μονάδων ξηράς του αμερικανικού στρατού στη Συρία.
Καμία συνέχεια πολιτικής στην Ουάσιγκτον, καμία συνέπεια στις διακηρύξεις πολιτικής του προέδρου Ομπάμα όπως και των προκατόχων του. Χάσαμε «κάθε πρωτοβουλία» στη Συρία και «είναι η Ρωσία πάλι η οποία έχει το πάνω χέρι» διαπιστώνει η «Wall Street Journal», κάτι που είχε επισημάνει με άρθρο του στην ίδια εφημερίδα και ο Χένρι Κίσινγκερ πριν από λίγες ημέρες. Δεν έχει προσαρμοστικότητα η πολιτική μας, αναγνωρίζει το κύριο άρθρο του «Atlantic». Το ζήτημα όμως είναι ευρύτερο, δεν μπορεί να περιοριστεί στις «ανατροπές» της αμερικανικής πολιτικής για τη Συρία. Η Ουάσιγκτον δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τις γεωστρατηγικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια και θέλει να συνεχίσει την εξωτερική πολιτική της στα χνάρια του διπολισμού. Αποτέλεσμα: συνεχείς διαψεύσεις «σταθερών γραμμών», υποχώρηση της εμπιστοσύνης των ξένων κρατών. «Εξακολουθούμε να θέλουμε να παίξουμε τον ρόλο του χωροφύλακα στον κόσμο (…), να υποδυόμαστε τον ρόλο του Μεσσία που έρχεται» για να σώσει τους λαούς, σαρκάζει το «American Conservative».
Το τεύχος Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου του «Foreign Affairs», του περιοδικού που εκφράζει τη φιλοσοφία και τις απόψεις του αμερικανικού κατεστημένου για την εξωτερική πολιτική, είναι αφιερωμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στην απροθυμία, στην άρνηση και στην αδεξιότητα της Ουάσιγκτον να προσαρμοστεί στη σημερινή πραγματικότητα. Συνοπτικά, εκείνο που προκύπτει από τα άρθρα είναι ότι η Αμερική δεν μπορεί πλέον να παίξει τον «πατροπαράδοτο» ρόλο της στον κόσμο. Την «αποστολή της» στον κόσμο, όπως θέλουν να αυτοθαυμάζονται οι Αμερικανοί πάσης κατηγορίας. Ως αποστολή για προβολή και εμπέδωση της δημοκρατίας, για την κατοχύρωση της ειρήνης στον κόσμο καταγράφεται ο στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, κάτι που ίσως να είχε βάση ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά από τότε ως σήμερα οπουδήποτε και οποτεδήποτε αναμείχθηκε στρατιωτικά η Αμερική, αυτή η συνθηματολογία κατέρρευσε και, αρκετές φορές, γελοιοποιήθηκε.
Ο περιούσιος λαός των Ρεπουμπλικανών
Αλλά γιατί η Αμερική πρέπει να έχει ως «αποστολή» να διατηρεί ειδικό ρόλο στον κόσμο, να αξιώνει από άλλους «συνεργασία» υπό την ηγεσία της; Οταν αυτά τα ερωτήματα και άλλα παρόμοια τέθηκαν τον περασμένο Αύγουστο σε Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους για το προεδρικό χρίσμα, οι απαντήσεις μόνο θλιβερά συμπεράσματα έδωσαν. «Είμαστε» (περίπου) «λαός περιούσιος» ο οποίος «δικαιούται να ηγείται», «η πίστη μας στη δημοκρατία υποχρεώνει τον πρόεδρο να την επιβάλλει», μόνο ένας καλά εξοπλισμένος στρατός, ο αμερικανικός, μπορεί «να κατοχυρώσει την ειρήνη» κ.λπ. Κάποιος από αυτούς που έδωσαν τέτοιες απαντήσεις ίσως φθάσει στον Λευκό Οίκο. Το γεγονός ότι το μόνο που πέτυχαν οι αμερικανοί πρόεδροι των τελευταίων είκοσι χρόνων ασκώντας πολιτική πάνω σε τέτοιες αρχές (!) ήταν η εμφάνιση και εξάπλωση της τρομοκρατίας δεν φαίνεται να συγκινεί την αμερικανική πολιτική ελίτ. Διόλου περίεργο, λοιπόν, ότι το επάνω χέρι δεν είναι πλέον της Ουάσιγκτον, ούτε το ότι όλο και συχνότερα η αμερικανική εξωτερική πολιτική αναγκάζεται να μην έχει συνέπεια. Να κάνει ανατροπές.

ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ
Ενώ ως τώρα ο Λευκός Οίκος απέκλειε το ενδεχόμενο να συμμετάσχει σε διεθνή διάσκεψη για τη Συρία στην οποία θα συμμετείχε το Ιράν, προχθές ο αμερικανός υπουργός Τζον Κέρι παρακάθησε σε διάσκεψη στη Βιέννη μαζί με τους ομολόγους του του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας.

Ως και την περασμένη Κυριακή η Ουάσιγκτον δεν απέκλειε την αποστολή «επίλεκτων μονάδων» στρατού στη Συρία. Την Τετάρτη εκδόθηκε ανακοίνωση του Λευκού Οίκου η οποία ρητά αποκλείει την εμπλοκή μονάδων ξηράς του αμερικανικού στρατού στη Συρία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ