Τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ. Την ίδια στιγμή, οι διαπραγματεύσεις έδειξαν τις αδυναμίες του ενιαίου νομίσματος. Θα πάρει καιρό να εκτιμήσουμε όλες τις συνέπειες, αλλά στον απόηχο μιας ακόμη απόφασης της τελευταίας στιγμής βλέπουμε τρεις ουσιώδεις κινδύνους και τρεις βασικές προκλήσεις.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός. Πολλοί στην Ευρώπη έχουν συμφέρον να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως μια μεμονωμένη ειδική περίπτωση αλλά η ελληνική κρίση είναι ενδεικτική περισσότερων βασικών διαφωνιών για τη λειτουργία της ευρωζώνης. Αν είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, δύο προκλήσεις-κλειδιά παραμένουν αναπάντητες: πώς θα επιτύχουμε μεγαλύτερο επιμερισμό του κινδύνου και πώς θα επιτύχουμε μεγαλύτερο επιμερισμό της κυριαρχίας. Το να υποβαθμίσουμε τις επιπτώσεις των συνομιλιών με την Ελλάδα ισοδυναμεί με το να μην αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις αυτές.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να επιδοθούμε σε ένα μακροχρόνιο παιχνίδι επίρριψης ευθυνών. Αναπόφευκτα, μερικοί συνεχίζουν να λένε ότι αυτή η συμφωνία επιβλήθηκε από μια συγκεκριμένη οπτική για το πώς πρέπει να λειτουργεί η ζώνη του ευρώ. Αλλοι λένε ότι αποτελεί συνέπεια της έλλειψης συνεργασίας από την ελληνική κυβέρνηση. Δεν πιστεύουμε ότι τέτοιες εκτιμήσεις μπορούν να συμβάλουν σε μια θετική συζήτηση για το πώς θα ολοκληρώσουμε περαιτέρω την ευρωζώνη και την ΟΝΕ.
Ο τρίτος κίνδυνος είναι η συνέχιση θολωμένων πολιτικών. Αν η Ευρώπη απαιτεί περισσότερο επιμερισμό της κυριαρχίας και του κινδύνου, η συμφωνία με την Ελλάδα είναι ένα ακόμη παράδειγμα ενός ad-hoc επιμερισμού κυριαρχίας με πολύ περιορισμένη νομιμότητα και ενός ad-hoc επιμερισμού του κινδύνου μέσω αδιαφανών καναλιών όπως ο ELA. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι οι γρήγορες λύσεις εμπεριέχουν τον κίνδυνο να παραμελήσουμε τη μεγάλη εικόνα των συνεπειών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι συζητήσεις γύρω από την Ελλάδα συνεπάγονται τρεις συγκεκριμένες προκλήσεις που παροτρύνουμε τους ευρωπαϊκούς φορείς χάραξης πολιτικής να αντιμετωπίσουν με ήρεμη αποφασιστικότητα. Χρειαζόμαστε έναν ισορροπημένο συνδυασμό περισσότερων επενδύσεων, έξυπνων μεταρρυθμίσεων και ενός άλματος προς την ολοκλήρωση, βασισμένου ιδίως σε μια πολύ πιο ισχυρή γαλλογερμανική συνεργασία.
Οσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, πρέπει να απομακρυνθούμε από τη λογική της «λίστας εργασιών» και των ασύνδετων μεταρρυθμίσεων οι οποίες υπονοούν ότι υπάρχει μια μέθοδος που ταιριάζει σε όλες τις χώρες. Οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πολιτικές εκτιμήσεις για το ποιο είναι το μοντέλο ανάπτυξης μια χώρας και με ποιον τρόπο, μέσω καλά συνδεδεμένων και ολοκληρωμένων πακέτων μεταρρυθμίσεων, μια χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μονοπάτι ανάπτυξης. Μερικές μεταρρυθμίσεις έχουν μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, άλλες μπορούν να εφαρμοστούν πιο εύκολα σε ένα ευνοϊκό οικονομικό πλαίσιο. Επίσης, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη απορρύθμιση ή διάλυση του κοινωνικού μοντέλου. Η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει μια νέα ατζέντα μεταρρυθμίσεων που να είναι κοινωνικά δίκαιη και να βασίζεται σε ένα υψηλών προδιαγραφών ρυθμιστικό μοντέλο.
Οσον αφορά τις επενδύσεις, η Ευρώπη πρέπει να παραδεχθεί ότι υπάρχει μόνο μια λύση στο αίνιγμα του υψηλού χρέους στα κράτη-μέλη και ότι οφείλει να αλλάξει τη δημοσιονομική πολιτική της ευρωζώνης: να αυξήσει τις επενδύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων στην Ευρώπη πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη ρυθμιστική και πολιτική αβεβαιότητα σε βασικούς τομείς, αλλά οι ρυθμιστικές λύσεις δεν θα είναι επαρκείς. Χρειαζόμαστε μια πραγματική επενδυτική επίθεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το Ταμείο Γιούνκερ με την παρούσα του μορφή δεν θα παράσχει αυτή την ώθηση αν δεν του διαθέσουμε νέο χρήμα. Επιπλέον, η ευρωζώνη χρειάζεται ένα δικό της όχημα για να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις, που θα συνδυάζει κεφάλαια από τα κράτη-μέλη αλλά και δικά του χρήματα βασισμένα στο χρέος της ευρωζώνης. Γνωρίζουμε ότι η οικοδόμηση ενός τέτοιου εργαλείου απαιτεί εκτεταμένες και πολύπλοκες συζητήσεις αλλά η Ευρώπη πρέπει να βρει χρόνο τώρα να οικοδομήσει το όχημά της. Αυτό θα ήταν μια εξαιρετικά σημαντική απάντηση στα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων.
Οσον αφορά το απαραίτητο άλμα προς την ολοκλήρωση, χρειάζεται περισσότερη δουλειά σε τέσσερα μέτωπα. Πρώτον, η Ευρώπη πρέπει να οικοδομήσει μια αληθινή Οικονομική Ενωση, ξεπερνώντας το παρόν έλλειμμα σύγκλισης, αλληλεγγύης, επιμερισμού του κινδύνου και της κυριαρχίας που χαρακτηρίζει την ευρωζώνη. Δεύτερον, το δημοσιονομικό πλαίσιο πρέπει να βελτιωθεί με τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου του οποίου θα ηγείται ένας υπουργός Οικονομικών της Ευρώπης και θα βασίζεται σε μια περιορισμένη ποσότητα του κοινού χρέους της ευρωζώνης. Τρίτον, η χρηματοοικονομική ένωση πρέπει να ολοκληρωθεί με ένα ενιαίο ταμείο τραπεζικής εξυγίανσης και ένα κοινό σύστημα ασφάλειας των καταθέσεων ή αντασφάλισης. Τέταρτον, οι πηγές νομιμοποίησης της ΟΝΕ πρέπει να αναθεωρηθούν προκειμένου πολύ σημαντικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο να βρίσκουν άμεση νομιμοποίηση στο Ευρωκοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια.
Η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να παίξουν έναν ειδικό ρόλο για να επαναφέρουν σε τροχιά το σχέδιο του ευρώ. Αυτό όμως απαιτεί περισσότερα από επίσημες κοινές δηλώσεις οι οποίες συχνά κρύβουν διαφωνίες επί της ουσίας. Υπάρχει πολλή διστακτικότητα στη Γαλλία για τον επιμερισμό περισσότερης κυριαρχίας και πολλή διστακτικότητα στη Γερμανία για τον επιμερισμό περισσότερου κινδύνου. Και οι δύο πλευρές πρέπει να παραδεχθούν ότι η προσκόλληση σε αυτές τις θέσεις θα παράγει όλο και περισσότερα αδιέξοδα, οδηγώντας σε κρίσεις όπως αυτή που περάσαμε με την Ελλάδα.
Ο κ. Ζακ Ντελόρ είναι πρώην πρόεδρος της Επιτροπής και ιδρυτής του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ, ο κ. Γκέρχαρντ Κρόμε είναι πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Siemens, ο κ. Χένρικ Εντερλάιν είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στο Βερολίνο, ο κ. Πασκάλ Λαμί είναι πρώην επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και ο κ. Αντόνιο Βιτορίνο είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ.

HeliosPlus