Οι συμφωνίες αυτού του μήνα για την ελληνική κρίση και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αποτελούν αναμφίβολα σημαντικά επιτεύγματα. Αλλά οι συγκρίσεις που συνόδευσαν τις δύο συμφωνίες τείνουν προς την υπερβολή, παρεμποδίζοντας την ορθολογική συζήτηση σχετικά με τις συνέπειές τους για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τις προοπτικές για τη διεθνή διπλωματία.
Η συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, για παράδειγμα, έχει συγκριθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, με τους Ελληνες αναγκασμένους να αποδεχθούν τους καταστροφικούς όρους της «παράδοσης». Ωστόσο, η οικονομική ύφεση, όσο δύσκολη κι αν είναι, δεν είναι πόλεμος, και η θέση της σημερινής Ελλάδα δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των ηττημένων Γερμανών το 1918.
Εν τω μεταξύ, όλοι όσοι αντιτίθενται στη συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν για τα επόμενα 15 χρόνια την έχουν παρομοιάσει με τη Συμφωνία του Μονάχου (έναν επαίσχυντο κατευνασμό ενός κακού εχθρού), ενώ οι υποστηρικτές της την έχουν συγκρίνει με την επαναπροσέγγιση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας στη δεκαετία του ’70. Αλλά οι Ιρανοί δεν μοιάζουν σε τίποτα με τους ναζί, και δεν υπάρχει καμία χώρα σαν τη Σοβιετική Ενωση που να αποτελεί εκείνου του είδους την απειλή που ενέπνευσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον να στραφεί προς το Πεκίνο το 1972.
Εξίσου προβληματική υπήρξε η τάση να συγκρίνονται οι δύο διαπραγματεύσεις μεταξύ τους. Πέραν της χρονικής στιγμής, έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία. Αυτό που όντως μοιράζονται είναι το γεγονός ότι η «επιτυχία» τους προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την αίσθηση ότι οι ισχυρές εξωτερικές απειλές καθιστούσαν την εναλλακτική λύση –τη μη συμφωνία –πολύ χειρότερη.
Το μόνο άλλο χαρακτηριστικό που μοιράζονται οι δύο συμφωνίες είναι η ατέλειά τους. Καμία από τις δύο δεν επέλυσε το πρόβλημα και αμφότερες αγόρασαν απλώς χρόνο –χρόνο προκειμένου να γίνει αντιληπτό αν η Ελλάδα μπορεί πραγματικά να παραμείνει στην ευρωζώνη και χρόνο χωρίς το Ιράν στον κλαμπ των πυρηνικών δυνάμεων.
Εδώ είναι που οι ελληνικές και ιρανικές διαπραγματεύσεις αποκλίνουν. Πράγματι, πέραν του γεγονότος ότι αμφότερες περιπτώσεις εμφανίστηκαν ως επιτυχίες, τα αποτελέσματα υπήρξαν πολύ διαφορετικά, αν όχι εκ διαμέτρου αντίθετα. Ενώ η Ελλάδα, η ασθενέστερη πλευρά στις διαπραγματεύσεις, ταπεινώθηκε άσκοπα από τους ευρωπαίους εταίρους της, το Ιράν, επίσης η ασθενέστερη πλευρά στις διαπραγματεύσεις του, έλαβε μια νέα νομιμοποίηση από τους αντιπάλους του στη Δύση. Τα μέλη της οικογένειας, όπως φαίνεται, τυγχάνουν δυσμενέστερης μεταχείρισης απ’ ό,τι οι ξένοι.
Αν είναι αλήθεια ότι αποσπάστηκαν υπερβολικά πολλά από την Ελλάδα και πολύ λίγα από το Ιράν μοιάζει πιο πιθανό αυτό να αντανακλά μια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της ελληνικής και της ιρανικής διαπραγματευτικής θέσης παρά μια διαφορά στην ικανότητα των διαπραγματευτών. Το Ιράν καθίσταται όλο και πιο απαραίτητο για οποιαδήποτε επίλυση των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής, γεγονός το οποίο του δίνει μια κάποια επιρροή, που η Ελλάδα, την οποία πολλοί στην Ευρώπη εξακολουθούν να θεωρούν περιττή, δεν διαθέτει.
Αυτό εξηγεί γιατί ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και ο επικεφαλής διαπραγματευτής του, ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, ήταν αμετακίνητα προσηλωμένοι στην επίτευξη συμφωνίας με το Ιράν. Οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας, αντίθετα, ήταν βαθιά διχασμένοι γύρω από το αν θα έδιναν στη χώρα την ελάφρυνση που χρειαζόταν προκειμένου να διατηρηθεί στην ευρωζώνη.
Ενώ η Γερμανία και η Γαλλία διαφωνούσαν σχετικά με τις παραχωρήσεις που ήταν πρόθυμες να προσφέρουν, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντιπαραθέσει τη μία θέση έναντι της άλλης. Ανεξαρτήτως των προσόντων του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ και της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ως διαπραγματευτών, είναι γεγονός ότι, με την ελληνική οικονομία πλήρως εξαρτώμενη από την επίσημη χρηματοδότηση της Ευρώπης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν ήταν σε θέση να απορρίψει μια συμφωνία εν είδει τελευταίας ευκαιρίας.
Ισως η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο συμφωνιών είναι πως η μοίρα της Ελλάδας, αν και σχετίζεται με την παγκόσμια οικονομία, αφορά κυρίως την Ευρώπη, ενώ η συμφωνία με το Ιράν έχει εκτεταμένες συνέπειες, από την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή ως την παγκόσμια μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Αμφότερες είναι ατελείς και προσωρινές, γεγονός που πυροδοτεί τον σκεπτικισμό μεταξύ των επικριτών τους. Αλλά μοιάζει επίσης σαφές ότι αμφότερες οι συμφωνίες ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να επιτύχουν οι διαπραγματευτές. Στον βαθμό που ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές, αυτό αρκεί ως λόγος για να ελπίζει κανείς.


Ο κ. Ντομινίκ Μουαζί είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ανώτατος σύμβουλος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI) και επισκέπτης καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου.

HeliosPlus