Το μήνυμα, στην ουσία μια προειδοποίηση, ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε κανείς: από το Γραφείο Μελετών του Πενταγώνου. Αφορούσε τις συνέπειες ενδεχόμενης στρατιωτικής εμπλοκής της Αμερικής στο «δογματο-φυλετικο-πολιτικό μπέρδεμα» της Μέσης Ανατολής και αποδέκτες του ήταν, αόριστα, οι υποψήφιοι και των δύο κομμάτων για την προεδρία των ΗΠΑ. Ουσιαστικά το μήνυμα εκφράζει τις αντιλήψεις της αμερικανικής στρατιωτικής ηγεσίας για την εξωτερική πολιτική και ένα μέρος τουλάχιστον της αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ. Πηγές στην Ουάσιγκτον βεβαιώνουν ότι τα «συμπεράσματα» του Γραφείου Μελετών είναι αποτέλεσμα πολιτικής και στρατιωτικής ανάλυσης πολλών μηνών και σε καμία περίπτωση δεν στοχεύουν κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο ή κόμμα.
Μήνυμα στους πολιτικούς


Το μήνυμα δεν μπορούσε να ήταν πιο σαφές: Οι ΗΠΑ δεν πρέπει να «παρασυρθούν για οποιονδήποτε λόγο» στις συγκρούσεις με τους τζιχαντιστές επειδή «μεταξύ άλλων»: πρώτον, θα αυξηθεί και δεν θα περιοριστεί ο κίνδυνος τρομοκρατικών επιδρομών στην Αμερική, κατά αμερικανών πολιτών και αμερικανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό· δεύτερον, θα προκαλέσει οικονομική αφαίμαξη στη χώρα «ακριβώς τη στιγμή που (η χώρα) χρειάζεται ενδυνάμωση και συνέχιση της οικονομικής προσπάθειας»· τρίτον, θα δημιουργηθούν «συνθήκες οι οποίες οδηγούν στη συρρίκνωση της ενεργητικής παρουσίας (των ΗΠΑ) στον διεθνή χώρο» και, τέταρτον, επειδή «οι επιπτώσεις στο εσωτερικό (της Αμερικής) ίσως προκαλέσουν σοβαρή διατάραξη του κοινωνικού ιστού της χώρας», ανάλογη εκείνης που «προκάλεσε η περίπτωση του πολέμου στο Βιετνάμ και στο Ιράκ».
Ο ανώνυμος σχολιαστής του (νεοσυντηρητικού) αμερικανικού «National Review» πιστεύει ότι όχι τόσο η στρατιωτική αλλά η πολιτική ηγεσία του Πενταγώνου «έχει ενοχληθεί» από την επιθετικότητα, τις φραστικές ακρότητες και τον «φιλοπόλεμο τόνο» των δηλώσεων και των γραπτών όλων σχεδόν των προεδρικών υποψηφίων, «γεγονός (…) το οποίο δημιουργεί μια ψεύτικη ψύχωση» στην αμερικανική κοινή γνώμη και μάλιστα «δίχως πρακτικό αντίκρισμα», κατά τους φίλους και τους συμμάχους της Αμερικής. Το περιοδικό πιστεύει ότι το Γραφείο Μελετών του Πενταγώνου «παρακινήθηκε, ίσως μάλιστα να έλαβε εντολή» από τον Λευκό Οίκο, δεν αμφισβητεί όμως την ουσία του μηνύματος.
Το σχετικό κείμενο, το οποίο προωθήθηκε στο Κογκρέσο αλλά και σε ΜΜΕ, τεκμηριώνει πειστικά τα επιχειρήματά του. Τους τελευταίους 18 μήνες έχουν γίνει επιθέσεις ή δολοφονικές απόπειρες εναντίον 11 αμερικανικών στόχων στο εξωτερικό, σκοτώθηκαν, εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν από τρομοκράτες επτά Αμερικανοί, έγιναν επιθέσεις και προκλήθηκαν υλικές ζημιές σε 81 επιχειρήσεις αμερικανικού ενδιαφέροντος και ανάγκασαν 200 και πλέον επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό να λάβουν μέτρα ασφαλείας με σοβαρό οικονομικό βάρος.
Μια ουσιαστική συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο εναντίον των τζιχάντ θα στοιχίσει όχι λιγότερο από 30 δισ. δολάρια στην πρώτη φάση της και σχεδόν διπλάσιο ποσό αν συνεχιστεί πέραν του ενός έτους. Υπενθυμίζεται ότι ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου –του πατέρα Τζορτζ Μπους –στοίχισε 60 δισ. δολάρια (σημερινά περίπου 88 δισ.), ο δεύτερος, η λεγόμενη σταυροφορία του Τζορτζ Μπους υιού, κόστισε 1.700 δισ. δολάρια και ένα επιπρόσθετο κονδύλι 615 δισ. για συντάξεις και περίθαλψη πολεμιστών, συνολικά σχεδόν σημερινά 3 τρισ. δολάρια. Ο «New Yorker» σχολιάζοντας τελευταία το «χάος και αδιέξοδο» της (πολύ περιορισμένης) συμμετοχής της Αμερικής στον λεγόμενο παναραβικό συνασπισμό εναντίον των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους υπολόγισε ότι το ημερήσιο κόστος για το αμερικανικό θησαυροφυλάκιο ξεπερνά τα 6,5 εκατ. δολάρια.
Πολλαπλές επιπτώσεις


Οι Jelani Cobb και Ian Frazier σε αναλυτικό άρθρο τους στον «New Yorker» για τον ρατσισμό στην Αμερική και τις ευρύτερες επιπτώσεις του διαπιστώνουν ότι η «αμερικανική εμπλοκή» σε στρατιωτικές συγκρούσεις είχε και έχει αρνητικές κοινωνικές συνέπειες στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η «ψυχική κρίση» και οι οικονομικές συνέπειες από τις πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες έλαβαν μέρος οι ΗΠΑ τα τελευταία 50 χρόνια «χαλάρωσαν» ακόμη περισσότερο τον κοινωνικό ιστό της χώρας, ο οποίος είχε διαρραγεί στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, προκάλεσαν πολιτικούς εξτρεμισμούς (π.χ., το φαινόμενο του νεοσυντηρητισμού) και οδήγησαν την αμερικανική πολιτική σε αδιέξοδα όσον αφορά το εξωτερικό και σε ρατσιστικές υπερβολές στο εσωτερικό. Αυτά, κατά τους δύο αρθρογράφους, φέρνουν τη χώρα σε σημείο κρίσης το οποίο «δεν αποκλείει τις κοινωνικές αναστατώσεις».

Πολιτικό και διπλωματικό κόστος
Οι εισβολές στο Ιράκ απομόνωσαν τις ΗΠΑ

Η αναφορά του Γραφείου Μελετών του Πενταγώνου στο παρελθόν των σχέσεων της Ουάσιγκτον με τον υπόλοιπο κόσμο είναι εντυπωσιακή. Οι επίσημες εκτιμήσεις, τις οποίες, με χρονική καθυστέρηση, αποδέχθηκαν το Κογκρέσο και ο Λευκός Οίκος, δείχνουν ότι οι δύο αμερικανικές εκστρατείες στο Ιράκ «ψύχραναν ως σε βαθμό διάστασης» τις σχέσεις των ΗΠΑ ακόμη και με τη Βρετανία, την Ιαπωνία και τον μουσουλμανικό κόσμο.
Οι σχέσεις με την Κίνα «υπέστησαν κάποια καθίζηση» όταν άρχισε η εκστρατεία στο Αφγανιστάν και στην «επιφανειακή αδιαφορία της Ουάσιγκτον να ασχοληθεί ουσιαστικά» με τα προβλήματα του μουσουλμανικού κόσμου αποδίδεται η «απροθυμία» της Ευρώπης να δεχθεί την «αμερικανική πρόσκληση για το εμπόριο και τις διατλαντικές» τραπεζικές σχέσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ