Απορούσε ο αρθρογράφος της βελγικής εφημερίδας «Le Soir» την περασμένη Τρίτη γιατί οι πρόεδροι της Ρωσίας και της Αμερικής δεν ασχολούνται με το «πραγματικό ενδιαφέρον» των λαών της Ευρώπης για ειρήνη και ειρηνική συμβίωση αλλά, αντίθετα, παίρνουν μέτρα τα οποία κάθε άλλο παρά την ενισχύουν.
Τα όπλα δεν είναι λύση


Η εφημερίδα αντιπαρέθετε τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης πανευρωπαϊκής δημοσκόπησης –τα οποία δείχνουν απέχθεια στον πόλεμο –με τις δηλώσεις και τις ανακοινώσεις που έγιναν αυτές τις ημέρες στη Μόσχα και στην Ουάσιγκτον για ενίσχυση των πυρηνικών οπλοστασίων, για μετακινήσεις δυνάμεων και για μεταφορά βαρέων όπλων στην Ανατολική Ευρώπη κ.τ.λ. Η διαπίστωση του αμερικανού διπλωμάτη, πρώην πρέσβη στην Κίνα και στη Σαουδική Αραβία Τσας Φρίμαν ότι η Ουάσιγκτον «όλο και περισσότερο αγνοεί τη διπλωματία και προσφεύγει στη δύναμη των όπλων όταν δημιουργείται κάποια κρίση» δεν αποτελεί ασφαλώς απάντηση. Ούτε και η δήλωση του ρώσου στρατιωτικού αρθρογράφου Ιγκόρ Κοροτσένκο ότι η χώρα του «κάνει ακριβώς ό,τι κάνουν οι Δυτικοί. Ο ρωσικός στρατός επιστρέφει στις κανονικές δραστηριότητές του: γυμνάσια και θέσεις μάχης».
Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης του αμερικανικού Pew Research Center, του πιο αξιόλογου ίσως δημοσκοπικού κέντρου των ΗΠΑ, τα οποία ανακοινώθηκαν στις 10 Ιουνίου ενόχλησαν την ηγεσία του ΝΑΤΟ, της Αμερικής και πολλές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Με εξαίρεση την Πολωνία, τις τρεις χώρες της Βαλτικής και τη Βρετανία, η πλειονότητα όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι αντίθετη στην εμπλοκή τους σε πόλεμο αν «η Ρωσία προχωρήσει σε σοβαρή στρατιωτική σύγκρουση με μία από τις γειτονικές χώρες της η οποία είναι σύμμαχός μας στο ΝΑΤΟ». Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί και Νορβηγοί σε ποσοστό άνω του 53% είναι αντίθετοι στην «προσφυγή στα όπλα (…) για λύση της κρίσης» της Ουκρανίας. Ακόμη και οι Βρετανοί, σε ποσοστό 42%, δεν θα ήθελαν μια «στρατιωτική σύγκρουση Ρωσίας – ΝΑΤΟ». Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι Ευρωπαίοι δεν κόπτονται να τιμήσουν το άρθρο 5 της Ατλαντικής Συνθήκης το οποίο «δεσμεύει» τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να υποστηρίξουν στρατιωτικά έναν σύμμαχο αν αυτός δεχθεί επίθεση. Γενική όμως είναι η πεποίθηση των Ευρωπαίων, όπως και των Καναδών, ότι «η Αμερική θα επέμβει στρατιωτικά αν η Ρωσία επιτεθεί στην Ουκρανία ή στις χώρες της Βαλτικής».
Αλλά και στις ΗΠΑ το ποσοστό εκείνων που θα ήθελαν στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία είναι μεν υψηλό αλλά κατώτερο του αναμενομένου: Μόλις 56% και αυτό στηρίζεται σε κομματική βάση –69% είναι Ρεπουμπλικανοί και 47% Δημοκρατικοί εκείνοι που θέλουν πόλεμο.
Οπως ήταν επόμενο, οι διαθέσεις των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά τις συμμαχικές υποχρεώσεις τους ανησύχησαν την ηγεσία του ΝΑΤΟ και τον Λευκό Οίκο. Αλλωστε οι Ευρωπαίοι δεν είναι αντίθετοι μόνο σε στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία, είναι αντίθετοι και για την αποστολή όπλων και νατοϊκών μονάδων στην Ουκρανία –σε ποσοστό 82% (Γερμανία) ως 66% (Ιταλία). Ακόμη και οι Πολωνοί είναι διστακτικοί –μόλις το 50% είναι υπέρ.
Τα «γεράκια» συνεχίζουν


Οι απόψεις, οι διαθέσεις των Ευρωπαίων δεν βρήκαν ανταπόκριση. Αμερικανικά «βαρέα όπλα» θα μετακινηθούν και θα εγκατασταθούν σε χώρες της Βαλτικής και στην Πολωνία, ανακοίνωσε το Πεντάγωνο την περασμένη Δευτέρα. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλενμπεργκ συναντήθηκε με τον αμερικανό πρόεδρο και δικαιολόγησε τις «κινήσεις ασφαλείας» της Συμμαχίας κατηγορώντας τη Ρωσία ότι «αποσταθεροποιεί» την Ευρώπη και ότι «όλο και περισσότερο παίρνει επιθετική στάση». Η απάντηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν ήρθε 24 μόλις ώρες αργότερα. Σαράντα διηπειρωτικοί πύραυλοι θα προωθηθούν και θα εγκατασταθούν στα δυτικά (ουκρανικά) σύνορα της Ρωσίας εντός του έτους. Μόνο μια «Ρωσία στρατιωτικά ισχυρή, με τεχνολογικά υψηλό οπλισμό και σε επιφυλακή» εξασφαλίζει ειρήνη και ανάπτυξη στους Ρώσους, σχολίασε ο αρθρογράφος της «Πράβδα».

Το παράπονο της Μόσχας
«Οι Δυτικοί μάς γέλασαν πολλές φορές»

Στη Μόσχα δικαιολογούν «τα αντίμετρα» στο ΝΑΤΟ με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορεί να έχει κανένας εμπιστοσύνη στους Δυτικούς επειδή αυτοί «παραβίασαν» τις υποσχέσεις τους –όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση και διαλύθηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας –ότι δεν θα προωθούσαν το ΝΑΤΟ ανατολικότερα της Γερμανίας. Ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν είχε δηλώσει τον Μάρτιο 2014 ότι εκσυγχρονίζει και ενισχύει τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις επειδή «οι Δυτικοί μάς γέλασαν πολλές φορές (…) Οπως με την επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά». Οι Δυτικοί βεβαιώνουν ότι ουδέποτε έδωσαν τέτοια υπόσχεση. Μάλιστα, προβάλλουν και δήλωση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι «θέμα επέκτασης του ΝΑΤΟ δεν τέθηκε ποτέ», όταν το 1990 συμφώνησε με τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Κολ την ενοποίηση των δύο Γερμανιών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ