Το 2012 ο γερμανοαμερικανός συγγραφέας Μάικλ Σκοτ Μουρ μετέβη στη Σομαλία με στόχο να γράψει ένα βιβλίο για μια συμμορία σομαλών πειρατών που κρατούνταν σε φυλακές του Αμβούργου. Είχαν συλληφθεί δύο χρόνια νωρίτερα, όταν αποπειράθηκαν να καταλάβουν ένα γερμανικό εμπορικό πλοίο κοντά στις ακτές της Σομαλίας. Η μαραθώνια δίκη τους ήταν η πρώτη υπόθεση κατά πειρατών που εξεταζόταν σε γερμανικό έδαφος για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων αιώνων. Ο Μουρ είχε καλύψει το γεγονός για το Spiegel Online και θεωρούσε πως ένα βιβλίο για τη συμμορία αυτή αλλά και για την πειρατεία, γενικότερα, στη Σομαλία θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Επειτα από δέκα ημέρες ο γερμανοαμερικανός συγγραφέας, παρότι είχε ολοκληρώσει την έρευνά του, επέλεξε να παραμείνει μερικές ημέρες ακόμη στη χώρα για να συλλέξει περαιτέρω υλικό. Η απόφασή του όμως αυτή αποδείχθηκε μοιραία καθώς συνελήφθη από μια ομάδα πειρατών.


Με ψωμί και κονσέρβα

«Το φορτηγό μάς πλησίασε με το οπλοπολυβόλο του να σημαδεύει το παρμπρίζ μας. Περίπου δώδεκα άνδρες πήδηξαν κάτω και όρμησαν προς την πόρτα μου. Πυροβόλησαν στον αέρα και προσπάθησαν να την ανοίξουν. Προσπάθησα να την κρατήσω αλλά έσπασαν τον καρπό μου με τα Καλάσνικοφ, με τράβηξαν έξω και με χτύπησαν στο κεφάλι. Εσπασαν τα γυαλιά μου, ενώ ο εγκέφαλός μου αποστασιοποιήθηκε από όλα όσα συνέβαιναν. Προτού πυροβολήσουν με τα όπλα τους είχα πείσει τον εαυτό μου ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να δουν τα ταξιδιωτικά μου έγγραφα. Καθώς με έσερναν προς ένα αυτοκίνητο αισθάνθηκα τρόμο για την οικογένειά μου και για το πόσο επρόκειτο να τους επιβαρύνω. Ηθελα να γυρίσω τον χρόνο πίσω» αναφέρει ο ίδιος σε εκτενές κείμενό του στον βρετανικό «Guardian», περιγράφοντας τα 977 μερόνυχτα που πέρασε τελικά στα χέρια των σομαλών πειρατών.


Αλυσοδεμένος

Κατά τη διάρκεια των δύο ετών και των οκτώ μηνών που διήρκεσε η ομηρεία του ο Μουρ περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες του περιορισμένος σε μικρά κελιά, συχνά αλυσοδεμένος. Οι απαγωγείς του, ανησυχώντας ότι αμερικανοί πεζοναύτες θα προσπαθούσαν να τον σώσουν, άλλαζαν καταφύγιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Κατά την κράτησή του ο Μουρ συνάντησε και άλλους ομήρους των πειρατών από διάφορες χώρες. Μπορούσε να συνομιλεί τόσο μαζί τους όσο και με τους άνδρες που τον φύλαγαν (ακόμη και για το Ισλάμ και όλα όσα ορίζει το Κοράνι), οι οποίοι ωστόσο δεν γνώριζαν καλά αγγλικά και συνήθως περνούσαν τις ώρες τους μασώντας φύλλα κατ, ενός ήπια διεγερτικού φυτού στη χρήση του οποίου είναι εθισμένοι πολλοί Σομαλοί. Ολο αυτό το διάστημα ο Μουρ τρεφόταν κυρίως με ψωμί και τόνο σε κονσέρβα, ενώ ενίοτε του πρόσφεραν μακαρόνια ή ρύζι. Οσον αφορά τον χρόνο που πέρασε κοντά στους σομαλούς πειρατές, ο Μουρ λέει: «Ενας όμηρος δεν κάνει τίποτε. Αλλά οι ατέλειωτες ώρες καταλήγουν σε κρίση νοσταλγίας. Η αίσθηση του εαυτού μου, δηλαδή η πνευματική μου υγεία, άλλοτε ανέκαμπτε και άλλοτε υποχωρούσε. Συνήθιζα να ξυπνάω πανικόβλητος και να προσεύχομαι μη ζητώντας τίποτε παραπάνω από το να ξημερώσει».

Διαφορετική προσέγγιση Γερμανίας και ΗΠΑ

Για να αφήσουν ελεύθερο τον γερμανοαμερικανό όμηρό τους, οι Σομαλοί ζητούσαν 20 εκατ. δολάρια. «Οι πειρατές ζητούσαν πάρα πολλά. Ακόμη και ο διαπραγματευτής φάνηκε έκπληκτος με τα 20 εκατομμύρια» σημειώνει στο κείμενό του ο Μουρ, προσδιορίζοντας ότι η υπόθεσή του ήταν εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας της διπλής, γερμανικής και αμερικανικής, υπηκοότητάς του αλλά και της διαφορετικής προσέγγισης μεταξύ της Γερμανίας και των ΗΠΑ όσον αφορά την αντιμετώπιση υποθέσεων ομηρείας.
«Πέρασαν οι μήνες και μετά τα χρόνια. Οι επικεφαλής (σ.σ.: των πειρατών) νόμιζαν πως μπορούσα να τους κάνω πλούσιους καθώς κοιμόμουν αλυσοδεμένος στα σπίτια τους […] Πέρασα 32 μήνες ως όμηρος και δεν αποκλείεται η μετάθεση της ευθύνης μεταξύ των Γερμανών και των Αμερικανών να παρέτεινε την παραμονή μου στη Σομαλία. Στο τέλος κατέληξα να οφείλω την ελευθερία μου στα λύτρα που κατάφεραν να συγκεντρώσουν η οικογένειά μου και μερικά ιδρύματα της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Αλλά αυτό συνέβη χωρίς προειδοποίηση. Οι φήμες για καταβολή των λύτρων επανέρχονταν κάθε μήνα και εγώ είχα σταματήσει να τις προσέχω. Το ανάλαφρο κουτσομπολιό και οι υποσχέσεις για ελευθερία των πειρατών ήταν πιο εξοργιστικά από το σκληρό πέρασμα του χρόνου, οπότε έμαθα να τους ακούω με την απόμακρη σύγχυση ενός ηλικιωμένου άνδρα που παρακολουθεί τηλεόραση» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μουρ.
Τελικά η οδύσσειά του ολοκληρώθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους με τους απαγωγείς του να λαμβάνουν ως λύτρα το ποσό του 1,6 εκατ. δολαρίων. «Αργότερα άκουσα ότι η ομάδα (σ.σ.: των πειρατών) είχε δαπανήσει 2 εκατ. δολάρια για την κράτησή μου. Οι επικεφαλής πρέπει να απογοητεύτηκαν βαθιά» προσδιορίζει ο ίδιος.

HeliosPlus