«Πρέπει να εξευρωπαΐσουμε τα Βαλκάνια, ώστε να αποφύγουμε τη βαλκανοποίηση της Ευρώπης». Εγραψα αυτά τα λόγια το 1991, όταν ξεσπούσε ο πόλεμος ανάμεσα στα κράτη που διαδέχθηκαν τη Γιουγκοσλαβία.
Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, τα Βαλκάνια συνεχίζουν να αποτελούν απειλή για την ευρωπαϊκή ειρήνη. Οι πρόσφατες συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ) που άφησαν οκτώ αστυνομικούς και 14 αλβανούς μαχητές νεκρούς επαναφέρουν το ενδεχόμενο της βίας. Δεν γνωρίζουμε αν η αιματοχυσία αυτή αποτελεί το άνοιγμα μιας παλαιάς πληγής ή κάτι νέο, μια αντίδραση κατά της σλαβικής κυβέρνησης που φαίνεται αποφασισμένη να αγκαλιάσει τον εθνοτικό σοβινισμό.
Είναι σαφές ότι η περιοχή παραμένει μια εκρηκτική και συγκεχυμένη πραγματικότητα, μια πυριτιδαποθήκη ικανή να απειλήσει τη σταθερότητα της Ευρώπης που ήδη βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού ύστερα από τον τυχοδιωκτισμό της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η περιοχή αποτελεί ένα ασταθές μείγμα αυξανόμενου εθνικισμού, βαθιάς οικονομικής απογοήτευσης και διάψευσης των ελπίδων για την πρόοδο προς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).
Πρόσφατα επισκέφθηκα το Βελιγράδι όπου, από την πλευρά των Σέρβων, οι επιθέσεις των αλβανών εθνικιστών είναι πιθανότατα η αρχή της προσπάθειας να επεκτείνουν τα εδάφη τους εις βάρος των χριστιανών γειτόνων τους, ξεκινώντας από τον πιο αδύναμο.
Η διεύρυνση και η βαθιά αμφιθυμία της ΕΕ

Απόψεις σαν αυτή κινδυνεύουν να ενισχύσουν τη βαθιά αμφιθυμία εντός της ΕΕ για την προοπτική μιας νέας διεύρυνσης. Το προηγούμενο της Ελλάδας, που κάθε άλλο παρά πρότυπο αποτελεί για την ένταξη στην ΕΕ, μοιάζει ιδιαιτέρως σχετικό όταν αναφερόμαστε στους βόρειους γείτονές της οι οποίοι μαστίζονται και αυτοί από υψηλή διαφθορά και ανεργία. Και ορισμένοι στην ΕΕ θεωρούν απωθητικά την εγγύτητα ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν και τον μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό της περιοχής.
Με τόσο κρύο άνεμο να φυσά από τη Δύση, δεν είναι περίεργο που στο Βελιγράδι η ευρωφιλία έχει αρχίσει να δίνει τη θέση της στη νοσταλγία για την εποχή της Γιουγκοσλαβίας.
Παρόμοια αισθήματα είναι εμφανή στη Βοσνία, ακόμη και στην Κροατία που είναι μέλος της ΕΕ από το 2013. Στην κομμουνιστική εποχή, η Γιουγκοσλαβία ερχόταν σε αντίθεση με το σοβιετικό μπλοκ. Οικονομικά και πολιτικά, οι πολίτες της ήταν πολύ καλύτερα από τους πολίτες στην Κεντρική Ευρώπη. Σήμερα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Η Πολωνία ανθεί, ενώ τα κράτη που διαδέχθηκαν τη Γιουγκοσλαβία (με εξαίρεση τη Σλοβενία) μοχθούν, θύματα των ανοιχτών πληγών του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος.

Δεν υπάρχει «ρωσικό μοντέλο» για τα Βαλκάνια

Η απόφαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να καταργήσει τη θέση του επιτρόπου για τη Διεύρυνση είναι εξαιρετικά συμβολική και κάνει πολλούς να αναζητούν ένα εναλλακτικό μοντέλο. Η ρωσική επανακατάκτηση της Κριμαίας αποτελεί παράδειγμα για τους σέρβους υπερεθνικιστές που θρηνούν την απώλεια του Κοσσυφοπεδίου όπου πλειοψηφούν οι Αλβανοί. Εν τω μεταξύ το γραφείο της Gazprom στο κέντρο του Βελιγραδίου αποτελεί μια μεγάλη, απτή απόδειξη της ενεργειακής παρουσίας της Ρωσίας στη χώρα.
Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι δεν υπάρχει «ρωσικό μοντέλο» για τα Βαλκάνια πέρα από τη χρήση της ωμής βίας. Οι όλο και στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη παραμένουν ο καλύτερος τρόπος προς τα εμπρός τόσο για τους κατοίκους της περιοχής όσο και για την ΕΕ. Σε μια εποχή σοβαρής οικονομικής κρίσης, τα ευρωπαϊκά ιδανικά παραμένουν το μοναδικό αποτελεσματικό αντίδοτο προς τον τοξικό εθνικισμό. Για τα Βαλκάνια, όπως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, η ΕΕ αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική σε ένα μέλλον τόσο κακό όσο το χειρότερο παρελθόν.

HeliosPlus