Είναι μια θεωρία που ακούστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στον απόηχο της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, και πάλι τώρα, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία. Ορισμένοι αναλυτές μιλάνε για «Ρωσία της Βαϊμάρης» βλέποντας ομοιότητες με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης στη Γερμανία του 1920-30. Δηλαδή με μια πρώην υπερδύναμη που δεν ηττήθηκε απλώς, αλλά πίστεψε ότι ταπεινώθηκε, και αντέδρασε με απρόβλεπτους, και πολύ επικίνδυνους τρόπους.
Η αναλογία είναι βέβαια προβληματική, διότι προϋποθέτει την σύγκριση του Πούτιν με τον Χίτλερ, και σχεδόν κανείς δεν φτάνει μέχρι αυτού του σημείου.
Οπως λέει ο Μαρκ Σαάμοφ, Ρώσος αναλυτής στο πανεπιστήμιο της Βρέμης στη Γερμανία και ένας από τους ένθερμους οπαδούς της «Ρωσίας της Βαϊμάρης», «δεν υπάρχει σύγκριση εδώ. Ο Ρώσος πρόεδρος είναι ένας υπολογιστής της realpolitik. Ο Χίτλερ ήταν ένας φανατικός παράφρων, με ιδεοληψίες φυλετικής ανωτερότητας και παγκόσμιας κυριαρχίας».
Αλλά ο Σαάμοφ συνεχίζει λέγοντας ότι «ενεργούν με παρόμοιο τρόπο ως αποτέλεσμα παρόμοιων συνθηκών».

«Βλέπετε αναλογίες μεταξύ της Γερμανίας της Βαϊμάρης και της σημερινής Ρωσίας;» ρωτήσαμε τον Αλεξάντερ Μότιλ, Σοβιετολόγο καθηγητή Πολιτικών Επιστημών, στο πανεπιστήμιο Rutgers στις ΗΠΑ.

«Η σύγκριση τείνει να γίνει, σε μεγάλο βαθμό, εύστοχη. Και οι δύο έζησαν την κατάρρευση. Και οι δύο πέρασαν τρομερές οικονομικές δυσκολίες στον απόηχό της. Και οι δύο κατηγόρησαν για την κατάρρευση και τις οικονομικές δυσκολίες τους δημοκράτες. Και οι δύο αναζήτησαν παρηγοριά στις αυτοκρατορικές παραδόσεις των λαών τους.

Και οι δύο είδαν την άνοδο στην εξουσία δεξιών εθνικιστών και αυταρχικών ηγετών, που υποσχέθηκαν να αποκαταστήσουν τη δόξα του έθνους και την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπειά του. Και οι δύο ξεκίνησαν επιθέσεις με ήπια και στρατιωτική ισχύ σε γείτονές τους», μας λέει ο Μότιλ.

Ο Σαάμοφ αρχίζει παρατηρώντας ότι «η ιστορία είναι κυκλική και ότι πολλές πολιτικές, οικονομικές και άλλες διαδικασίες έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται δεκαετίες ή ακόμη και αιώνες, αφότου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά, κάτι που ισχύει και στη Ρωσία».


Στη δεκαετία του 1990, η Δύση ήλπιζε ότι η Ρωσία θα ξεπερνούσε σταδιακά την κληρονομιά της σοβιετικής περιόδου, αλλά αυτές οι ελπίδες αποδείχθηκαν μάταιες: «Η οικονομία της αγοράς και η δυτική δημοκρατία δεν ρίζωσε ποτέ στη Ρωσία. Και αυτό δεν προκαλεί έκπληξη αν σκεφθεί κανείς τί πέρασε η Ρωσία στη δεκαετία του 1990 και τις ομοιότητες με αυτό που συνέβη στη Βαϊμάρη της Γερμανίας το 1920», λέει ο Σαάμοφ.
«Αντιμέτωπος με την απώλεια του κύρους και την οικονομική δυσπραγία, ο Πούτιν, όπως ο Χίτλερ πριν από αυτόν, επικεντρώθηκε στην αρχή στη βελτίωση της ζωής των πολιτών, χρησιμοποιώντας τις ψηλές τιμές του πετρελαίου. Η ζωή έγινε καλύτερη, και πιο ευτυχισμένη για τους περισσότερους Ρώσους σε σύγκριση με όσα είχαν βιώσει στη δεκαετία του 1990», τονίζει.
«Αλλά μετά την επικράτηση σχετικής τάξης στο εσωτερικό της χώρας, ο Πούτιν, και πάλι όπως ο Χίτλερ, έστρεψε την προσοχή του στην εξωτερική πολιτική. Η Δύση έγινε πάλι υπ΄αριθμόν ένα εχθρός, ένοχη για όλες τις δυστυχίες της χώρας και μόνο εκείνος (σσ ο Πούτιν) είναι ικανός να πάρει την πολυαναμενόμενη εκδίκηση για όλα αυτά», συνεχίζει ο Ρώσος αναλυτής.
«Καθώς η κατάσταση στη ρωσική οικονομία γίνεται όλο και χειρότερη, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων και του φθηνού πετρελαίου, ο Πούτιν αντιμετωπίζει το δίλημμα: είτε θα αναγνωρίσει την αδυναμία του να ξεπεράσει την κρίση, κάτι που μάλλον δεν είναι διατεθειμένος να κάνει, ή θα αυξήσει την καταστολή στο εσωτερικό για να κρατήσει τον πληθυσμό υπό έλεγχο.

Υπάρχει και μια τρίτη επιλογή: ένας «μικρός νικηφόρος πόλεμος» για να αποσπάσει την προσοχή των πολιτών, να τονώσει τον εθνικισμό, και να κρατηθεί στην εξουσία», καταλήγει ο Σαάμοφ.

«Η έκβαση των προσπαθειών του Πούτιν είναι ακόμα ασαφής. Αλλά αυτό που προκαλεί εντύπωση σχετικά με τον σημερινό ρωσο-ουκρανικό πόλεμο είναι ο βαθμός στον οποίο οι μεγάλες δυνάμεις – οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο – έχουν ταχθεί με το μέρος της Ουκρανίας. Αυτό υποδηλώνει ότι το αυτοκρατορικό έργο του Πούτιν τελικά θα αποτύχει, αν και δεν γνωρίζουμε πότε θα συμβεί αυτό, και πόσες ζωές θα χαθούν», μας λέει ο Μότιλ.