Ποιος θα το πίστευε ότι έξι χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες θα κολυμπούσαν ακόμη στα ακρωνύμια –ZIRP, QE, CE, FG, NDR και U-FX Int –των μη συμβατικών νομισματικών πολιτικών; Καμία κεντρική τράπεζα δεν είχε εξετάσει παρόμοια μέτρα πριν από το 2008. Σήμερα αποτελούν τη βάση των εργαλείων χάραξης πολιτικής. Μόλις πριν από ενάμιση χρόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υιοθέτησε τη δική της εκδοχή του FG, ύστερα προχώρησε στη ZIRP και στη συνέχεια αγκάλιασε τη CE προτού αποφασίσει να δοκιμάσει την NDR. Τον Ιανουάριο υιοθέτησε πλήρως την QE. Ως σήμερα η Fed, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες διαφόρων μικρότερων προηγμένων οικονομικών, όπως της Ελβετίας, έχουν όλες τους βασιστεί σε τέτοιες αντισυμβατικές πολιτικές. Ενα αποτέλεσμα αυτού του παγκόσμιου ακτιβισμού στη νομισματική πολιτική ήταν η επανάσταση ανάμεσα στους ψευτο-οικονομολόγους. Αυτό το σύνολο «αυστριακών» οικονομολόγων, ριζοσπαστικών μονεταριστών και φανατικών των bitcoins είχε προειδοποιήσει επανειλημμένως ότι τέτοια τεράστια αύξηση στην παγκόσμια ρευστότητα θα οδηγούσε σε υπερπληθωρισμό, στην κατάρρευση του δολαρίου και σε δυσθεώρητες τιμές χρυσού.
Καμία από αυτές τις δυσοίωνες προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα. Ο πληθωρισμός είναι χαμηλός και μειώνεται σε όλες σχεδόν τις προηγμένες οικονομίες –ορισμένες μάλιστα αγωνίζονται να αποφύγουν τον αποπληθωρισμό. Η ισοτιμία του δολαρίου αυξάνεται έναντι του γεν, του ευρώ και του νομίσματος των περισσότερων αναδυόμενων αγορών. Οι τιμές του χρυσού από το φθινόπωρο του 2013 έχουν κατρακυλήσει από 1.900 δολάρια η ουγκιά σε περίπου 1.200. Και το bitcoin είχε τις χειρότερες επιδόσεις από όλα τα νομίσματα το 2014 χάνοντας σχεδόν το 60% της αξίας του.

Επιστημονικά ανεπαρκείς οι μάντεις κακών

Οι περισσότεροι μάντεις κακών έχουν ελάχιστη γνώση των βασικών οικονομικών. Αλλά αυτό δεν σταμάτησε τις απόψεις τους από το να τροφοδοτούν τη δημόσια συζήτηση. Γι’ αυτό έχει σημασία να ρωτήσουμε γιατί οι προβλέψεις τους ήταν τόσο θεαματικά λανθασμένες. Η ρίζα του λάθους τους βρίσκεται στη σύγχυση αιτίας και αποτελέσματος. Ο λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες αγκαλιάζουν όλο και περισσότερο μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές είναι ότι η ανάκαμψη μετά το 2008 υπήρξε ιδιαιτέρως αδύναμη. Με απλά λόγια, ζούμε σε έναν κόσμο όπου υπάρχει υπερβολικά πολλή προσφορά και υπερβολικά λίγη ζήτηση. Το αποτέλεσμα είναι έντονη αποπληθωριστική πίεση, παρά την επιθετική νομισματική χαλάρωση. Η ανικανότητα των μη συμβατικών νομισματικών πολιτικών να αποτρέψουν τον αποπληθωρισμό αντικατοπτρίζει εν μέρει το γεγονός ότι τέτοιες πολιτικές επιχειρούν να αποδυναμώσουν το νόμισμα προκειμένου να βελτιώσουν τις εξαγωγές και τον αυξανόμενο πληθωρισμό. Με αυτόν τον τρόπο όμως απλώς εξάγονται ο αποπληθωρισμός και η ύφεση σε άλλες οικονομίες.

Δημοσιονομική λιτότητα και αποσταθεροποίηση

Σημαντικότερη ίσως υπήρξε η βαθιά αναντιστοιχία με τη δημοσιονομική πολιτική. Για να είναι αποτελεσματική μια νομισματική τόνωση πρέπει να συνοδεύεται από προσωρινή δημοσιονομική τόνωση που σήμερα λείπει από όλες τις μεγαλύτερες οικονομίες. Η ευρωζώνη, η Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία συνεχίζουν να εφαρμόζουν διάφορους συνδυασμούς δημοσιονομικής λιτότητας και σταθεροποίησης. Ακόμη και το ΔΝΤ έχει παρατηρήσει ορθά ότι μέρος της λύσης για έναν κόσμο με υπερβολικά πολλή προσφορά και υπερβολικά λίγη ζήτηση πρέπει να είναι οι δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές, το οποίο απουσιάζει από τις περισσότερες προηγμένες και αναδυόμενες οικονομίες (με εξαίρεση την Κίνα). Με τα μακροχρόνια επιτόκια κοντά στο μηδέν (και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και αρνητικά), οι δαπάνες στις υποδομές είναι απολύτως αναγκαίες. Αλλά διάφοροι πολιτικοί περιορισμοί συγκρατούν την άνθηση στις υποδομές. Ολα τα παραπάνω συνθέτουν μια συνταγή για συνεχιζόμενη αργή ανάπτυξη και αποπληθωρισμό. Γι’ αυτό, απουσία των κατάλληλων νομισματικών πολιτικών για να αντιμετωπιστεί η ανεπαρκής συνολική ζήτηση, οι μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές θα παραμείνουν κεντρικό στοιχείο του μακροοικονομικού τοπίου.
Ο κ. Nouriel Roubini, καθηγητής στη Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πρόεδρος του Roubini Global Economics, έχει εργαστεί στον Λευκό Οίκο επί Κλίντον, στο ΔΝΤ, στην αμερικανική Fed και στην Παγκόσμια Τράπεζα.

HeliosPlus