Μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης μετά την οικονομική κρίση του 2008 επικεντρώθηκε σε διάφορες οικονομικές ανισορροπίες που είτε απείλησαν είτε εμπόδισαν την ανάπτυξη. Εκτοτε τα ζητήματα αυτά επανέρχονται. Για παράδειγμα, οι εντυπωσιακά αδύναμες επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του 2014 προκάλεσαν αβεβαιότητα για την πορεία της και σύγχυση στους αναλυτές.
Αλλά, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, η διεθνής πολιτική ανασφάλεια, οι πιθανές συγκρούσεις και οι επιδεινούμενες διεθνείς σχέσεις αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο για την οικονομική πρόοδο απ’ όσο είχε διαβλέψει η δημόσια συζήτηση αμέσως μετά την κρίση.
Η Ασία, λαμπρός τόπος από απόψεως ανάπτυξης τα χρόνια αμέσως μετά την κρίση, βιώνει σήμερα αυξανόμενες εντάσεις που θέτουν σε κίνδυνο το παγκόσμιο εμπόριο και την ανάπτυξη. Η μάλλον εύθραυστη ανάκαμψη της Ιαπωνίας μπορεί να εκτροχιαστεί αν κλιμακωθεί η εδαφική της σύγκρουση με την Κίνα, η οποία αποτελεί μεγάλη αγορά για τα γιαπωνέζικα προϊόντα και είναι βαθιά ενσωματωμένη στις τροφοδοτικές αλυσίδες των γιαπωνέζικων εταιρειών.
Ενώ οι εδαφικές διαφορές είναι ιστορικά και πολιτικά σημαντικές, η οικονομική τους σημασία είναι συνήθως μικρή, ακόμη και μικροσκοπική, εκτός αν εντάσεις όπως εκείνες στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας αφεθούν να ξεφύγουν εκτός ελέγχου. Ο διφορούμενος ρόλος της Αμερικής στην ασφάλεια της Ασίας –λόγω του ότι προσπαθεί να υποστηρίξει τους περιφερειακούς της συμμάχους χωρίς να δυσαρεστήσει την Κίνα –συμβάλλει στην αβεβαιότητα.

Κυβερνοασφάλεια, εμπόριο, επενδύσεις και τεχνολογία

Η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι επίσης αναμεμειγμένες σε μια μάχη για την κυβερνοασφάλεια που έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τη ροή αγαθών, επενδύσεων και τεχνολογίας. Οι διαφωνίες για την ηλεκτρονική παρακολούθηση έχουν προκαλέσει ένταση και ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Η κατάρριψη της πτήσης της Malaysia Airlines πάνω από την Ανατολική Ουκρανία προσθέτει μια νέα διάσταση στην αβεβαιότητα. Οταν οι εμπορικές πτήσεις δεν προστατεύονται πλέον από επιθέσεις, δίκαια θα αναρωτηθεί κάποιος για την αποτελεσματικότητα των βασικών συστημάτων διακυβέρνησης που θεμελιώνουν το παγκόσμιο εμπόριο.
Η Μέση Ανατολή, εν τω μεταξύ, έχει εισέλθει σε μια περίοδο εξαιρετικής αστάθειας που θα έχει αναμφίβολα αρνητικές οικονομικές συνέπειες τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, η διελκυστίνδα ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση για την Ουκρανία και άλλους πρώην σοβιετικούς δορυφόρους θα επηρεάσει αρνητικά την περιφερειακή σταθερότητα, την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη.
Η παγκόσμια οικονομία είναι ένας πολύ πιο αλληλοσυνδεδεμένος χώρος απ’ όσο ήταν πριν από 40 χρόνια. Οι διασυνοριακές ροές αγαθών, πληροφοριών, ανθρώπων και κεφαλαίου που αποτελούν τη ζωογόνο δύναμή της βασίζονται σε ένα κατώτατο όριο ασφάλειας, σταθερότητας και προβλεψιμότητας. Αυτό το κατώτατο όριο βρίσκεται υπό απειλή. Η συνεχιζόμενη οικονομική πρόοδος στον αναπτυσσόμενο κόσμο και η ανάκαμψη στις ανεπτυγμένες χώρες απαιτεί να εμποδίσουμε τις τοπικές και περιφερειακές συγκρούσεις από το να προκαλέσουν μεγάλα συστημικά σοκ.
Από απόψεως προτεραιοτήτων είναι ομολογουμένως πιο σημαντικό για τις κυβερνήσεις του G20 να ενισχύσουν τα βασικά συστήματα που επιτρέπουν τις παγκόσμιες ροές παρά να αντιμετωπίσουν αυστηρώς οικονομικά ζητήματα. Επιπλέον, υπάρχει ένας σαφές, κοινό συμφέρον να το κάνουν: κανείς δεν ωφελείται από την επέκταση του συστημικού κινδύνου.
Η αποτυχία στον περιορισμό των επιπτώσεων των περιφερειακών συγκρούσεων και των διμερών προστριβών ενδεχομένως να έχει περισσότερες συνέπειες από απλά σοκ στην προσφορά σε τομείς όπως η ενέργεια. Η κυριότερη συνέπεια θα είναι μάλλον μια σειρά από αρνητικά σοκ στη ζήτηση: οι επενδυτές θα αποσυρθούν, οι ταξιδιώτες θα μείνουν σπίτι τους και οι καταναλωτές θα κλείσουν τα πορτοφόλια τους. Σε μια παγκόσμια οικονομία στην οποία η συνολική ζήτηση αποτελεί περιορισμό-κλειδί της ανάπτυξης, αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται το σύστημα.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και τη σύντομη κυριαρχία των ΗΠΑ

Εχουμε φθάσει περίπου όσο μακριά μπορούμε με ένα παγκόσμιο σύστημα το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, κυβερνάται και ρυθμίζεται μερικώς. Καθώς η παγκόσμια τάξη που καθόρισε ο Ψυχρός Πόλεμος (και στη συνέχεια η σύντομη κυριαρχία της Αμερικής) περνάει στην Ιστορία, μια νέα σειρά θεσμών και συμφωνιών πρέπει να αναπτυχθούν για να προστατεύσουν τη βασική σταθερότητα του συστήματος.
Αυτό ευκολότερα λέγεται παρά γίνεται. Αλλά το σημείο εκκίνησης είναι να παραδεχθούμε το ευρύ πλήγμα στις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας που θα επιφέρει η αποτυχία αντιμετώπισης των ζητημάτων. Η αναποτελεσματική ρύθμιση σε τομείς όπως η ασφάλεια τροφίμων, οι μολυσματικές ασθένειες, η κυβερνοασφάλεια, οι ενεργειακές αγορές και η ασφάλεια των αερομεταφορών, σε συνδυασμό με την ανικανότητα να διαχειριστούμε περιφερειακές εντάσεις και συγκρούσεις, θα υπονομεύσουν τις παγκόσμιες ροές και θα μειώσουν την ευημερία παντού.
Κατά κάποιον τρόπο, το παρόν παγκόσμιο περιβάλλον αποτελεί κλασική περίπτωση αρνητικών εξωγενών επιδράσεων. Αρκετά στενότερα οικονομικά ζητήματα –για παράδειγμα, ελαττωματικά μοντέλα ανάπτυξης, υποεπενδύσεις σε υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία και η απουσία μεταρρυθμίσεων σχεδιασμένων να ενισχύσουν την διαρθρωτική ευελιξία –παραμένουν αιτία ανησυχίας.
Αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή της Ιστορίας, οι κυριότερες απειλές στην ευημερία –αυτές που χρειάζονται επειγόντως την προσοχή των παγκόσμιων ηγετών και αποτελεσματική διεθνή συνεργασία –είναι οι τεράστιες ανεξέλεγκτες επιπτώσεις των περιφερειακών εντάσεων, οι συγκρούσεις και οι αλληλοσυγκρουόμενες σφαίρες επιρροής. Το πιο ισχυρό εμπόδιο στην ανάπτυξη και στην ανάκαμψη δεν είναι η μια ή η άλλη οικονομική ανισορροπία. Είναι η απώλεια εμπιστοσύνης στα συστήματα που κατέστησαν δυνατή την αυξανόμενη παγκόσμια αλληλεξάρτηση.
Ο κ. Michael Spence είναι νομπελίστας Οικονομίας, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, συνεργάτης του Council on Foreign Relations στην Ουάσιγκτον και του Hoover Institution στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

HeliosPlus