Το 2015, προτελευταία χρονιά της θητείας του στον Λευκό Οίκο, ο Μπαράκ Ομπάμα αναμένεται να εργαστεί εντατικά για την υστεροφημία του. Το ζήτημα στο οποίο «ποντάρει» είναι η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και γενικότερα η προσέγγιση με την Τεχεράνη, με την οποία ήδη συνεργάζεται η Ουάσιγκτον εναντίον του ISIS. Απόδειξη του καλού κλίματος είναι ότι, αν και εξέπνευσε η προθεσμία για την εξεύρεση συμφωνίας στα τέλη Νοεμβρίου, οι δύο πλευρές αποφάσισαν ήρεμα επτάμηνη παράταση χωρίς εκατέρωθεν απειλές και μεγαλοστομίες.
Σε ανάλογη κατεύθυνση τείνει και η, εξίσου ιστορική, αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο κομμουνιστικό καθεστώς της Κούβας, του προέδρου Ραούλ Κάστρο, έπειτα από μυστικές διπλωματικές επαφές. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έγινε και η προσέγγιση με την Τεχεράνη.

«Ο Ομπάμα πρέπει να ισορροπήσει την επιτακτική ανάγκη να αποκαταστήσει το κράτος στο Ιράκ και στα σύνορα της Συρίας απέναντι στην απειλή του Ισλαμικού Κράτους χωρίς να αφιερώσει υπερβολικά πολλούς αμερικανικούς πόρους. Ο αμερικανός πρόεδρος πρέπει να δείξει ότι επιτυγχάνει την υποχώρηση των τζιχαντιστών χωρίς να στείλει πολλούς αμερικανούς στρατιώτες στην περιοχή ούτε να ξοδέψει πολλά χρήματα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε τοπικούς παράγοντες. Κατά ειρωνικό τρόπο, ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνεται το Ιράν. Η Αμερική βρίσκεται ήδη στην «άβολη» θέση να μοιράζεται τους αιθέρες του Ιράκ με τους Ιρανούς»
λέει στο «Βήμα» ο Γιουτζίν Ρόγκαν, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας της Μέσης Ανατολής και διευθυντής του Κέντρου για τη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Βρετανία. Το βιβλίο του «Η πτώση των Οθωμανών» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια εντός του 2015.

«Τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για το Ιράν η διαδικασία των διαπραγματεύσεων για τα πυρηνικά έχει ήδη παράξει σημαντικά αποτελέσματα. Η κατάρρευση της συμφωνίας δεν αποτελεί επιλογή. Η επτάμηνη παράταση, την οποία συμφώνησαν όλες οι πλευρές, είναι πολύς χρόνος, πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν βρίσκονται και πολύ κοντά σε συμφωνία. Αλλά το σημαντικό είναι ότι η διαδικασία συνεχίζεται και ότι η Ουάσιγκτον αποκρούει τα εμπόδια –για παράδειγμα, βάζει τέλος στην πίεση του Ισραήλ για λήψη σκληρότερων μέτρων εναντίον της Τεχεράνης»
τονίζει ο κ. Ρόγκαν.
Ο κ. Ρόγκαν πιστεύει ότι «το 2015 θα συνεχιστεί η πρόοδος στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν μέσω μιας παρατεταμένης διαδικασίας. Ακόμη κι αν δεν υπάρξει συμφωνία, όλα δείχνουν ότι θα προκύψει κάποια διευθέτηση».
Και οι δύο πλευρές έχουν συμφέρον να βρεθεί λύση, ο μεν Ομπάμα για την υστεροφημία του και για να πλήξει ακόμη περισσότερο την πετρελαιοπαραγωγό Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, η οποία απειλείται από την κατρακύλα της τιμής του πετρελαίου, το δε Ιράν «επειδή έχει επιτακτική ανάγκη να τερματίσει την πίεση που ασκούν στην οικονομία του οι κυρώσεις. Ιρανοί επιχειρηματίες και άλλοι επιθυμούν διακαώς να αρθούν οι οικονομικές κυρώσεις. Η ιρανική κυβέρνηση ανησυχεί μήπως η δυσαρέσκεια λόγω της οικονομίας μετατραπεί σε κίνημα διαμαρτυρίας εναντίον της» καταλήγει ο κ. Ρόγκαν.
Την ίδια άποψη περί «επιτακτικότητας» της εξεύρεσης συμφωνίας έχει και η Κάρλα Αν Ρόμπινς, ειδική στην αμερικανική εξωτερική πολιτική από το Council on Foreign Relations και πρώην δημοσιογράφος στους «New York Times» και στη «Wall Street Journal», βραβευμένη δύο φορές με Πούλιτζερ. «Είναι ενδιαφέρον ότι όλες οι πλευρές ήταν πρόθυμες να παρατείνουν τις διαπραγματεύσεις» λέει στο «Βήμα». «Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο έχουν προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις αλλά όσο συνεχίζουν να συνομιλούν μεταξύ τους υπάρχει ελπίδα για εξεύρεση συμφωνίας».

«Είναι βέβαιο ότι η ιρανική οικονομία έχει πληγεί. Αυτό και οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου ασκούν μεγάλη πίεση στην Τεχεράνη να συμβιβαστεί. Αλλά και ο Ομπάμα βρίσκεται υπό πίεση, διότι έχει μόνο δύο χρόνια μπροστά του. Το κατά πλειοψηφία Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο από τον Ιανουάριο θα προσπαθήσει να περάσει νέες κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο πρόεδρος καταφεύγει σε απόρριψη των αποφάσεων του Κογκρέσου. Ο Ομπάμα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Κογκρέσο σαν τον «κακό μπάτσο». Το Κογκρέσο όμως θα μπορούσε να κάνει άνω κάτω την όλη διαδικασία»
τονίζει.
Είναι βέβαιο επίσης ότι η Τεχεράνη έχει καταφέρει να λάβει τη δέσμευση της άλλης πλευράς πως θα διατηρήσει κάποια δυνατότητα εμπλουτισμού ουρανίου. «Αν το πυρηνικό της πρόγραμμα είναι ειρηνικό, δεν υπάρχει λόγος να εμπλουτίζει ουράνιο –η Ρωσία έχει δηλώσει ότι θα την προμηθεύει εφ’ όρου ζωής με όσο χρειάζεται» εξηγεί η κυρία Ρόμπινς.
Και καταλήγει: «Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η εμμονή του Ιράν να διατηρήσει κάποια δυνατότητα εμπλουτισμού οφείλεται σε λόγους εθνικής υπερηφάνειας, στο ότι όντως επιθυμεί να διατηρήσει ανοιχτή την πιθανότητα κατασκευής πυρηνικών όπλων ή σε λόγους εσωτερικής πολιτικής».

«Η στροφή προς τον Ειρηνικό έχει προς το παρόν αποτύχει»
Πριν από πέντε και πλέον χρόνια ο Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε με πολλές φανφάρες τη «στρατηγική στροφή» των ΗΠΑ προς την Ασία με το σκεπτικό ότι η μερίδα του λέοντος της οικονομικής και πολιτικής ιστορίας του 21ου αιώνα θα γραφτεί στην περιοχή του Ειρηνικού. Προκειμένου να επωφεληθούν οι ΗΠΑ τόσο οικονομικά όσο και γεωστρατηγικά από τη νέα δυναμική περιοχή που αναδύεται, ο Ομπάμα φιλοδοξεί να οικοδομήσει εκτενείς οικονομικές, διπλωματικές και στρατηγικές σχέσεις με τις χώρες της Ασίας – Ειρηνικού.

«Υπάρχουν δύο τρόποι για να εξετάσουμε τη στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία»
λέει στο «Βήμα» η αμερικανίδα αναλύτρια Κάρλα Αν Ρόμπινς. «Σε μακροχρόνιο επίπεδο, δηλαδή δεκαετιών, η στροφή αυτή έχει βαθύ νόημα. Σε βραχυχρόνιο όμως επίπεδο η στροφή αυτή δεν αφορά τόσο το προς τα πού κατευθύνονται οι ΗΠΑ αλλά το από πού επιθυμούν να απομακρυνθούν: από τη Μέση Ανατολή» εκτιμά. Από αυτή την άποψη, ο Ομπάμα «δεν έχει πετύχει τον σκοπό του, καθώς όχι μόνο δεν απομακρύνθηκε από τη Μέση Ανατολή το 2014 αλλά και ενίσχυσε την αμερικανική ανάμειξη λόγω του Ισλαμικού Κράτους». Οσο για τη στρατηγική παρουσία αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην Ασία, «αυτή δεν πρόκειται να γίνει πραγματικότητα για πολύ καιρό ακόμη. Από διπλωματικής πλευράς, οι ΗΠΑ έχουν αναβιώσει την παρουσία τους στην Ασία. Από οικονομικής, η Διειρηνική Συνεργασία (ΤΡΡ) έχει αυξημένες πιθανότητες να προχωρήσει με το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο. Ωστόσο η πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή δείχνει ότι εκείνη η περιοχή θα παραμείνει για καιρό μείζον εθνικό ζήτημα των ΗΠΑ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ