Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι αναμφισβήτητα πρόσωπο-σύμβολο όχι μόνο της χώρας του αλλά και ενός υψηλού παγκόσμιου ιδεώδους: της ελευθερίας και της ισότητας των ανθρώπων ανεξαρτήτως γένους, φυλής και χρώματος. Η επίδρασή του, διαχρονικά, από τα μέσα του 19ου αιώνα στην εθνική και πολιτική εξέλιξη της Αμερικής δεν είναι μικρότερη από του Τζορτζ Ουάσιγκτον, του πρωτεργάτη της ανεξαρτησίας της. Η παρουσία του Αβραάμ Λίνκολν στην ιστορία της χώρας του έγινε θρύλος, καθώς το όνομά του δεν καταγράφεται μόνο σε λόγους, άρθρα και διακηρύξεις, όλα σχεδόν μνημειακής αξίας. Προβάλλει σε έργο. Συνδέεται θετικά με τον εμφύλιο πόλεμο και την απελευθέρωση των έγχρωμων δούλων, συνδέεται και με ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους.

Ο χωρικός που ήθελε να γίνει πρόεδρος
Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1809 σε μια καλύβα ενός χωριού του Κεντάκι, γιος του μικροκαλλιεργητή Τόμας Λίνκολν και της Νάνσι Χανκς, τρίτο παιδί τους, ύστερα από ένα κορίτσι και ένα αγόρι, που όμως πέθαναν μωρά ακόμη. Οκτώ χρόνων χάνει την 34χρονη μητέρα του, και αυτό τον τραυμάτισε ψυχικά ως το τέλος της ζωής του. Η οικογένεια είχε μετακινηθεί στην Ιντιάνα όπου ο πατέρας του «καταλαμβάνει» μια λωρίδα γόνιμης γης –πολύ συνηθισμένη απόκτηση κτηματικής περιουσίας εκείνη την εποχή –και εκεί βοηθά τον πατέρα του ακόμη και στο όργωμα.
Ο πατέρας του δεν άργησε να ξαναπαντρευτεί –τη χήρα Σάρα Μπους Τζόνσον, μητέρα τριών παιδιών. Ο μικρός Αβραάμ συνδέθηκε πολύ μαζί της, θαυμάζει τον ευθύ, ντόμπρο χαρακτήρα της. Μολονότι αγράμματη, όπως και ο πατέρας του Τόμας, η Σάρα Μπους τον πίεζε «να μάθει να γράφει, να διαβάζει και να μετρά». Ηταν μια άγνωστη ως τότε απασχόληση για το 10χρονο χωριατόπουλο, αλλά από την πρώτη στιγμή «κυριολεκτικά μαγεύθηκε», όπως θα δηλώσει 30 και πλέον χρόνια αργότερα, όταν αυτοδίδακτος δικηγόρος έθετε υποψηφιότητα για βουλευτής της Πολιτείας Ιλινόι, όπου είχε εγκατασταθεί από το 1834. Η Βίβλος, ο «Ροβινσώνας Κρούσος» και οι «Μύθοι του Αισώπου» ήταν «τα τρία πρώτα και τα πιο πολυαγαπημένα βιβλία» που διάβασε, αποκάλυψε αργότερα. Για να τα εξασφαλίσει στην αραιοκατοικημένη εκείνη την εποχή Ιντιάνα, έπρεπε να περπατήσει ως και οκτώ ώρες ώσπου να βρει κάποιον ταχυδρομικό σταθμό όπου, συνήθως, έφθαναν εφημερίδες και άλλα έντυπα από τις πόλεις.
Η ανάμειξη με την πολιτική
Τύπος μοναχικός τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του, πανύψηλος και σκελετώδης, με φωνή βροντώδη και μάτι σκληρό, αποκτά αντίληψη κοινωνίας και κοινωνικής ζωής όταν μόνος του μετακινείται στο Νιου Σάλεμ και για να ζήσει δουλεύει διαδοχικά ταχυδρόμος, νυχτοφύλακας σε αποθήκη και τελικά αγοράζει ένα μαγαζί όπου «ο καθένας μπορούσε να βρει το καθετί», όπως έγραψε στην είσοδο. Αυτό το μαγαζί κυριολεκτικά μεταμόρφωσε τον νεαρό Αβραάμ. Εμαθε να επικοινωνεί με τον κόσμο, να βλέπει τη ζωή τους, τα προβλήματά τους, να δίνει συμβουλές σε κοπέλες που φοβούνταν τον κληρικό τους και να χωρίζει διαδίκους έτοιμους να σκοτωθούν για ένα κομμάτι άγονης γης. Ηταν αυτός ο κόσμος που το 1832 τον έθεσε επικεφαλής μιας διμοιρίας στον ψευτοπόλεμο με κάποια τοπική φυλή Ινδιάνων. Δεν έδρεψε πολεμικές δάφνες, έκανε όμως γνωριμίες με πρόσωπα οικονομικής και πολιτικής ισχύος τα οποία τον έριξαν στην πολιτική. Θα το μετανιώσουν αργότερα.
Εγγράφεται στο συντηρητικό κόμμα των Whigs, έρχεται σε τακτική επικοινωνία με την άρχουσα τάξη της Πολιτείας και για πρώτη φορά διαμορφώνει κάποιες σκέψεις και ιδέες για τους μαύρους που είναι σκλάβοι. Δεν βλέπει την κατάστασή τους ως θέμα ηθικής και ανθρώπινης τάξης, όπως αρκετοί μορφωμένοι και κληρικοί συμπολίτες του. Διακρίνει την οικονομική πλευρά του, σημειώνει ότι ένας ελεύθερος μαύρος αποδίδει διπλάσια σχεδόν από έναν σκλάβο μαύρο για την ίδια δουλειά. Το συζητεί με τους γνωστούς του στο κόμμα αλλά τους βρίσκει όχι απλώς απαθείς αλλά εχθρικούς. Ηταν αυτή η στάση τους που τον κάνει να αποκτήσει νομικές γνώσεις ώστε «τουλάχιστον στα δικαστήρια» να παρουσιάσει το «απάνθρωπο πρόβλημα της δουλείας».
Το 1837, με γνώσεις που απέκτησε διαβάζοντας νομικά βιβλία και δικαστικά πρακτικά ως και 12 ώρες την ημέρα επί ενάμιση χρόνο, εμφανίζεται σε επιτροπή δικαστών, πολιτευτών και μεγαλοκτηματιών η οποία δίδει τις άδειες άσκησης επαγγέλματος. Είναι όλοι εκτός από έναν προκατειλημμένοι εναντίον του. Δεν μπόρεσαν όμως να αγνοήσουν την ευφράδεια, τις νομικές γνώσεις και τη φιλοσοφική σκέψη του.
Η ικανοποίηση για την απόκτηση της άδειας και η πρόσληψή του σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Ιλινόι δέχεται πλήγμα όταν η Ανι Ράτλεντζ, με την οποία είχε δεσμό, πεθαίνει από επιδημία τύφου σε ηλικία 22 χρόνων. Ηταν ένα γεγονός το οποίο τον έσπρωξε, ως διέξοδο, στην πολιτική. Δεν δυσκολεύθηκε να εκλεγεί το 1847 βουλευτής αλλά δεν τον ικανοποιούσε η πολιτική του κόμματός του. Τάχθηκε το 1846 εναντίον του Μεξικανο-Αμερικανικού Πολέμου, γεγονός που του δημιούργησε εχθρούς, υποστήριξε αντίπαλο των Whigs για πρόεδρο και έγινε ο μόνιμος σχεδόν συνήγορος υπεράσπισης μικροαγροτών τους οποίους οι μεγαλοκτηματίες έσερναν στα δικαστήρια για δήθεν καταπάτηση της γης τους. Το 1842 παντρεύεται τη Μαίρη Τοντ, μια κοπέλα με σκληρό ταμπεραμέντο, ιδέες υψηλές και ενδιαφέροντα κοινωνικά, η οποία τον έσπρωξε να διεκδικήσει υψηλά κρατικά αξιώματα. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά, αλλά μόνο ένα επιβίωσε.
Η θητεία στον Λευκό Οίκο
Ενας «συμβιβασμός» το 1854 μεταξύ Κάνσας και Νεμπράσκα με τον οποίο στο εξής η κάθε Πολιτεία θα μπορούσε να επιτρέψει τη δουλεία ήταν η ευκαιρία να εκπληρωθεί η επιθυμία της Μαίρης Τοντ. Ο «συμβιβασμός» προκάλεσε έξαψη στο Ιλινόι, η συντηρητική παράταξη των Whigs διασπάστηκε, ένα νέο κόμμα πρόβαλε, το Ρεπουμπλικανικό, στο οποίο εγγράφηκε ο Αβραάμ Λίνκολν. Εδειξε τις γνώσεις και την αξία του όταν το Ανώτατο Δικαστήριο, το 1857, έκρινε ότι οι Αφροαμερικανοί δεν είναι πολίτες και δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα. Δεν δίστασε να αντικρούσει, με κάποιον τρόπο, την απόφαση. Δεν έβλεπε τους μαύρους ως ίσους με τους λευκούς αλλά τόνιζε ότι οι πατέρες του έθνους είχαν διακηρύξει πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα. Ετσι κατέβηκε αντίπαλος του γερουσιαστή Στιβ Ντάγκλας για την έδρα της Πολιτείας στη Γερουσία. Ο προεκλογικός αγώνας του ήταν χωρίς προηγούμενο. Παραβιάζοντας το «κλίμα» των ήπιων τόνων που κατά παράδοση επικρατούσε στις εκλογές του Ιλινόι, ο Αβραάμ Λίνκολν επιτέθηκε εναντίον του Ντάγκλας, εναντίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και του προέδρου Μπιουκάναν, τους οποίους κατηγόρησε ότι «προάγουν τη δουλεία», και εκστόμισε μια φράση η οποία έγινε έκτοτε σύμβολο για έγχρωμους αλλά και λευκούς: «Σπίτι διχασμένο δεν μπορεί να επιβιώσει». Μαύροι και λευκοί πρέπει να συμβιώσουν, αλλιώς η Αμερική δεν θα επιζήσει.
Οι έξι αυτές λέξεις δεν άργησαν να κάνουν τον γύρο της Αμερικής και ο Λίνκολν τις συμπλήρωνε και με άλλες –«εκείνοι που αρνούνται την ελευθερία στους άλλους δεν τη δικαιούνται οι ίδιοι», «όταν ακούω κάποιον να συμπαθεί τη δουλεία, έχω μεγάλη διάθεση να δω πώς θα περνούσε εκείνος ως δούλος» κ.ά. Εγινε γνωστός σε πανεθνική κλίμακα, γεγονός το οποίο παρακίνησε μια ομάδα επιχειρηματιών να τον προωθήσει για υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών στην προεδρία της Δημοκρατίας. Σε σκληρή μάχη για το χρίσμα στο συνέδριο του κόμματος, με αντιπάλους προσωπικότητες που στήριζαν γαιοκτήμονες και νεόπλουτοι, ο Αβραάμ Λίνκολν θριάμβευσε. Στις προεδρικές εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1860 κέρδισε, αλλά χωρίς την υποστήριξη του Νότου. Ούτε μία Πολιτεία του τον ψήφισε.
Μόνος στις φλόγες του Εμφυλίου
Η προεδρία Λίνκολν είναι ίσως η πλέον δραματική και πολυτάραχη της ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η καταψήφισή του στον Νότο ήταν το προμήνυμα της απόσχισης των νότιων Πολιτειών από τον κορμό του ενιαίου κράτους. Η κίνηση, η προπαγάνδα και κάποιες ενέργειες για «αποχωρισμό» από τους Βόρειους δεν ήταν κάτι το καινούργιο αλλά η εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν, γνωστού «προαγωγού της συμβίωσής μας με νέγρους» –όπως τον κατηγορούσαν –ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο έναν χρόνο μετά την εκλογή του ξέσπασε αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως πόλεμος Βορείων και Νοτίων, ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι ως έναν βαθμό μόνος του ο Λίνκολν έκανε αυτόν τον πόλεμο. Καμία στρατιωτική είτε πολιτική πρωτοβουλία του δεν πήρε την έγκριση του Κογκρέσου, άνοιξε τα δημόσια ταμεία για να αντιμετωπίσει τα έξοδα του πολέμου δίχως απόφαση των οικονομικών υπηρεσιών, είχε στρατιωτικούς ηγέτες «άσους στη χαρτοπαιξία αλλά μηδενικά στο πεδίο της μάχης», όπως τόλμησε να κατηγορήσει μισή ντουζίνα στρατηγούς οι οποίοι δεν κέρδισαν καμία μάχη. Μόνο την τελευταία, με έναν στρατηγό που ο ίδιος επέλεξε, τον Γιουλίσες Γκραντ. Και θα είναι λάθος να δεχθούμε ότι κίνητρό του ήταν η απελευθέρωση των δούλων –άποψη την οποία ανέκαθεν υποστηρίζουν, καλόπιστα, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Λίνκολν είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί –και να ενεργήσει ανάλογα –ότι αν δεν συνέτριβε την «ανταρσία του Νότου» θα διαλυόταν το αμερικανικό κράτος. Στον λόγο του ευθύς μετά την ορκωμοσία του έκανε σαφή υπαινιγμό σε αυτό. Κατέληγε με το ρητορικό: «Θα έχουμε ειρήνη ή ξίφος;».
Διακινδύνευσε επανεκλογή το 1864, με τον εμφύλιο να μην έχει τερματιστεί, αλλά με πρόδηλη τη νίκη των Βορείων, με σκληρή εσωτερική αντιπολίτευση που «ανησυχούσε» μήπως η απελευθέρωση των εγχρώμων «εξασθενίσει τους δεσμούς (των λευκών) με την Εκκλησία» –την οποία υποτίθεται ότι θα κατελάμβαναν οι μαύροι –και με τους τραπεζίτες να προβλέπουν την οικονομική τους κατάρρευση, καθώς οι μεγαλοκτηματίες του Νότου θα έχαναν λίγο-λίγο τις περιουσίες τους, αφού οι δούλοι τους που τις δημιούργησαν θα ήταν ελεύθεροι.
Η «κινηματογραφική» δολοφονία
Γνώριζε τους αντιπάλους και τους εχθρούς του. Είχε κάποτε εκμυστηρευθεί ότι είχε δύο εχθρούς –στο εξωτερικό τον στρατό των Νοτίων και στο εσωτερικό τους τραπεζίτες δανειστές του κράτους. Και όμως στην ομιλία του μετά την ορκωμοσία της επανεκλογής του, στις 4 Μαρτίου 1865, ο Αβραάμ Λίνκολν διακήρυξε ότι δεν τρέφει «κακίες για κανέναν», ότι ζητεί «ευσπλαχνία για όλους» και ότι επιθυμεί πάνω απ’ όλα «ειρήνη ανάμεσά μας».
Δεν είχε τη χαρά να δει το τέλος του πολέμου. Το βράδυ της 14ης Απριλίου 1865 ενώ παρακολουθούσε στο θέατρο Φορντ της Ουάσιγκτον την παράσταση της κωμωδίας «Ο αμερικανός ξάδερφος» με τη σύζυγό του, τον υπασπιστή του και τον υπουργό Εξωτερικών Γουίλιαμ Χένρι Σιούαρντ, πυροβολήθηκε από έναν «σκληρό Νότιο», τον Τζον Γουίλκς Μπουθ. Πέθανε εννέα ώρες αργότερα σε ένα σπίτι απέναντι από το θέατρο, όπου τον μετέφεραν. Ο Μπουθ είχε κατορθώσει να διαφύγει αλλά συνελήφθη την επομένη και, όπως αποδείχθηκε, ήταν μέλος σπείρας. Εκτελέστηκαν όλοι, πέντε συνολικά. Πολλοί αμερικανοί ιστορικοί με βάση αστυνομικές καταθέσεις, τραπεζικούς λογαριασμούς και άλλα στοιχεία υποστηρίζουν ότι η σπείρα χρηματοδοτήθηκε από τραπεζίτες και μεγαλοκτηματίες.

ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

  • Εκείνοι που αρνούνται την ελευθερία σε άλλους δεν δικαιούνται να είναι ελεύθεροι.
  • Κανένας δεν είναι τόσο ικανός να κυβερνήσει άλλους χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
  • Μια κυβέρνηση του λαού, από τον λαό και για τον λαό δεν εξαφανίζεται ποτέ. (*)
  • Το δίκαιο δεν εξασφαλίζεται με ματωμένες σφαίρες αλλά μόνο με εκλογές ειρηνικές.
  • (*) Φράση από τον λόγο του στα εγκαίνια του Κοιμητηρίου των Νεκρών Στρατιωτών στο Γκέτισμπεργκ της Πενσυλβανίας στις 19 Νοεμβρίου 1863. Επαναλαμβάνεται έκτοτε σχεδόν από όλους τους αμερικανούς προέδρους ως όρκος πίστεως στις αξίες της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ