Οι κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Ρωσία ήταν ένα από τα θέματα που απασχόλησαν στο παρασκήνιο αλλά εν γνώσει της Κομισιόν αρκετούς ευρωπαίους υπουργούς Εξωτερικών στο συμβούλιό τους την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες. Την πρωτοβουλία είχε ιταλός διπλωμάτης ο οποίος πιστεύεται ότι ενεργούσε με υπόδειξη του υπουργού Εξωτερικών Πάολο Τζερτιλόνι. Η συνέχιση των κυρώσεων ή μια επέκτασή τους και προς άλλους τομείς της ρωσικής οικονομίας θα απασχολήσει όλους τους υπουργούς τους ερχόμενους τρεις μήνες και η σχετική απόφαση θα πρέπει να ληφθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο τέλος Μαρτίου. Τότε εκπνέει η ισχύς του πρώτου κύματος των ευρωπαϊκών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας Βικτόρ Γιανούκοβιτς, ο οποίος έχει καταφύγει στη Ρωσία, και σε μια μεγάλη ομάδα συνεργατών του.
Διαφωνίες στην ΕΕ


Τουλάχιστον τρεις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ενημερώσει την Κομισιόν ότι δεν θα συμφωνούσαν σε επέκταση των κυρώσεων –μάλιστα, μία από αυτές, η ουγγρική, θα ήθελε να ανακληθούν ορισμένες από αυτές που εφαρμόζονται ήδη, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν εξαγωγές νωπών προϊόντων. Απαιτείται ομοφωνία και των 28 ηγετών για να ληφθεί η οποιαδήποτε απόφαση για τις κυρώσεις. Τέσσερις χώρες –Πολωνία, Ολλανδία, Βρετανία και Φινλανδία –έχουν ήδη εκδηλωθεί υπέρ της διεύρυνσης των κυρώσεων σε πρόσωπα του επιστημονικού, καλλιτεχνικού και αθλητικού κόσμου της Ρωσίας. Οι τρεις χώρες της Βαλτικής ακολουθούν.
Δεν προκάλεσε έκπληξη η επανεμφάνιση του ζητήματος των κυρώσεων στις Βρυξέλλες. Είναι γνωστό ότι η Μόσχα έχει δραστηριοποιηθεί από καιρό, έχει κάνει «δελεαστικές προτάσεις» στην Ουγγαρία, στην Κύπρο και στην Ιταλία και υπάρχουν επαφές που θα συνεχιστούν. Ιταλικές πηγές σημειώνουν δύο στοιχεία: πρώτον, η Ιταλία έχει «στενούς ενεργειακούς δεσμούς» με τη Ρωσία και ανησυχεί μήπως η Μόσχα λάβει αντίμετρα· δεύτερον, ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έφερε το ζήτημα των κυρώσεων στο Συμβούλιο του περασμένου Οκτωβρίου τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να βαρύνουμε με αρνητικές κινήσεις μας τη σταθερότητα των σχέσεών μας» με τη Μόσχα. Ο εβδομαδιαίος «ΕU-Observer» αποκάλυψε προ ημερών ότι ο ιταλός πρωθυπουργός «επί μισή ώρα και πλέον τόνιζε στους ομολόγους του ότι πρέπει η ΕΕ να έχει δημιουργικές σχέσεις με τη Ρωσία».
Οι φήμες και οι συνέπειες


Γερμανικές πηγές διέψευσαν την περασμένη εβδομάδα «κάποιες φήμες» ότι το Βερολίνο έχει αποφασίσει να μην επεκταθούν σε άλλους οικονομικούς τομείς οι κυρώσεις, παραδέχονται όμως ότι οι κυρώσεις έχουν αρνητικές συνέπειες για τη γερμανική οικονομία και ότι το ζήτημα «απασχολεί» την καγκελαρία. Αμφίβολη είναι και η στάση της Γαλλίας. Ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς λέγεται ότι έχει έρθει σε σύγκρουση με τον πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ επειδή, όπως δήλωσε στον «Monde», οι κυρώσεις πρέπει να συνεχιστούν και να επεκταθούν «για να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα». Αντίθετα, ο γάλλος πρόεδρος πιστεύει ότι, «έστω και αν η Γαλλία βρεθεί μόνη, πρέπει να επιμείνει να περιοριστούν οι κυρώσεις μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις που βρίσκονται στην Κριμαία». Αυτή την ιδέα εξέφρασε στον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά την (απρόβλεπτη) συνάντησή τους στο αεροδρόμιο της Μόσχας πριν από τρεις εβδομάδες.


«Μαύρη λίστα»
Αμερικανικές γκάφες

Η επέκταση των κυρώσεων σε επιχειρήσεις της Κριμαίας –τις οποίες η Ουκρανία και η ΕΕ θεωρούν «τυπικά ουκρανικής ιδιοκτησίας» –απασχολεί την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Ενα προσχέδιο του σκεπτικού και των επιχειρήσεων που στοχεύονται –μεταφορών, υποδομών, τραπεζών –παρουσιάστηκε σε ορισμένους υπουργούς στη συνάντηση της περασμένης Δευτέρας στις Βρυξέλλες.
Εμπλοκή με τις κυρώσεις στη Ρωσία δημιουργήθηκε και στην Αμερική. Διαπιστώθηκε, κατόπιν εορτής, ότι θίγονται πολλές μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχουν με ποσοστό ως και 25% ρωσικά κεφάλαια και ρωσικές επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται στον μαύρο πίνακα των αμερικανικών κυρώσεων. Σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία αυτές οι πολυεθνικές –στην πραγματικότητα αμερικανικές –πρέπει να τιμωρηθούν με βαρύτατο πρόστιμο και με ποινική δίωξη της διοίκησής τους επειδή συνεργάζονται με κεφάλαια της «μαύρης λίστας». Κάποιες απόπειρες να εξαγοραστεί το ρωσικό μερίδιο αυτών των εταιρειών από αμερικανικές τράπεζες απέτυχαν, έγραψε η «Wall Street Journal».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ