Η ρωσική οικονομία θα ανακάμψει και το ρούβλι θα σταθεροποιηθεί, διαβεβαίωσε τους Ρώσους ο Βλαντίμιρ Πούτιν, κατά τη διάρκεια της μαραθώνιας συνέντευξης Τύπου την Πέμπτη, την οποία δίνει παραδοσιακά λίγο πριν από το τέλος του έτους. «Δύο χρόνια, στο δυσμενέστερο σενάριο, θα κρατήσουν οι δυσκολίες» εκτίμησε, λέγοντας πως η Ρωσία θα προσαρμοστεί σε αυτές εάν επιμείνουν.

Η εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του Πούτιν την Πέμπτη ξεκίνησε με εκτενή αναφορά στα οικονομικά στοιχεία. Η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε στενωπό ενώ το ρούβλι κινείται σε χαμηλά ετών, αλλά η δημοτικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν βρίσκεται στο 80% -έστω κι αν η δυσφορία για την οικονομία όπως και τις επιπτώσεις από τις κυρώσεις ενισχύεται, κυρίως στη Μόσχα.

Σε κάθε περίπτωση, ο ρώσος πρόεδρος προειδοποίησε τους πολίτες ότι υπό τις πιο δυσμενείς συνθήκες θα χρειαστούν δύο χρόνια για να βγει η Ρωσία από τη νομισματική κρίση – τη χειρότερη στη χώρα από το 1998. Και τους προετοίμασε ότι η ρωσική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να λάβει πρόσθετα μέτρα.

Η έξοδος από την κρίση είναι «αναπόφευκτη», κατ’ αρχάς διότι η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, υποστήριξε ο Πούτιν ενώπιον χιλίων δημοσιογράφων. «Θα χρησιμοποιήσουμε τα μέτρα που είχαν επιτυχία το 2008», επισήμανε χωρίς ωστόσο να δίνει την εντύπωση ότι έχει συγκεκριμένη εικόνα της εξέλιξης της κατάστασης.

Ο ρώσος πρόεδρος αναφέρθηκε στους «εξωτερικούς παράγοντες» οι οποίοι συνέβαλαν στη ραγδαία πτώση της αξίας του ρωσικού νομίσματος, υπογραμμίζοντας ότι οι δυτικές κυρώσεις υπήρξαν από τους πιο σημαντικούς. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι δεν ήταν οι κυρώσεις ο μοναδικός παράγοντας επισημαίνοντας ότι η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να είχε αντιδράσει νωρίτερα. Η κεντρική τράπεζα «δεν πρέπει να λησμονεί τις ευθύνες της», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Σε μία προσπάθεια να καθησυχάσει τους ρώσους πολίτες, ο Πούτιν διαβεβαίωσε ότι τα κοινωνικά προγράμματα της αύξησης των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων θα διατηρηθούν. Δεν απέκλεισε όμως το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να υποχρεωθεί να μειώσει ορισμένες κοινωνικές δαπάνες.

Σε ένα κλίμα αστάθειας που επικρατούσε από το πρωί, το ρούβλι έπεσε μετά τις πρώτες δηλώσεις του προέδρου της Ρωσίας. Η ισοτιμία διαμορφώθηκε στα 63,10 ρούβλια έναντι του δολαρίου και στα 77,69 έναντι του ευρώ. Το ρούβλι έχει χάσει το 40% της αξίας του από την αρχή του έτους, εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων κατά της ρωσικής οικονομίας, αλλά και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου.

«Παρά τη θυελλώδη κατάσταση στις αγορές, τα ρωσικά έσοδα θα είναι υψηλότερα των εξόδων» του ρωσικού προϋπολογισμού είπε το μεσημέρι της Πέμπτης ο Βλ.Πούτιν, επισημαίνοντας επίσης ότι η ρωσική Κεντρική Τράπεζα έχει αναλάβει τις σωστές πρωτοβουλίες.

«Η ανατίμηση του ρουβλίου είναι αναπόφευκτη» διαβεβαίωσε ο ρώσος πρόεδρος, λέγοντας επίσης πως η Κεντρική Τράπεζα «δεν θα εξαντλήσει απερίσκεπτα τα αποθεματικά της».

«Χτίζεται νέο Τείχος γύρω μας»

Περνώντας στην ευρύτερη κρίση στις σχέσεις μεταξύ Δύσης και ΕΕ λόγω Ουκρανίας, ο Πούτιν επανέλαβε την άποψή του πως «ό,τι κι αν κάνει η Ρωσία, αντιμετωπίζεται με κριτική και αντίθεση».

Η επέκταση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη, είπε, «είναι σαν να χτίζεται ένα νέο Τείχος του Βερολίνου γύρω μας».

Συνέδεσε άμεσα με αυτό την αντίδραση της Μόσχας ιδιαίτερα στην κρίση με το Κίεβο: «Η θέση μας στην Ουκρανία πρέπει να δείξει στους εταίρους της Ρωσίας ότι οφείλουν να σταματήσουν να χτίζουν αυτό το τείχος».

Ο ρώσος πρόεδρος είπε πως η ουκρανική κρίση πρέπει «να επιλυθεί το συντομότερο δυνατόν με πολιτικά μέσα». «Εάν η Ουκρανία θέλει ειρήνη, πρέπει να σεβαστεί όλες τις περιοχές της» είπε.

Λέγοντας πως «η στάση του προέδρου Ποροσένκο είναι να επιλυθεί η κρίση», επέκρινε τον «οικονομικό αποκλεισμό» όπως είπε του Κιέβου στις ανατολικές περιοχές.

Υψηλή η δημοτικότητα του Πούτιν, παρά το «κραχ του ρουβλίου»

Σε δημοσκόπηση του αμερικανικού Associated Press και του κέντρου ερευνών NORC, το 81% των Ρώσων εμφανίζονται να υποστηρίζουν αρκετά ή πολύ τον Πούτιν.

Η δυσφορία για την κατάσταση της οικονομίας όμως είναι απτή, ιδιαίτερα στη Μόσχα όσον αφορά τις κυρώσεις λόγω Ουκρανίας.

Έξι στους δέκα Μοσχοβίτες δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί από τις κυρώσεις και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό αποτιμά την οικονομική του κατάσταση χειρότερη από ό,τι πριν από τρία χρόνια. Στην επαρχία ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά, με λιγότερους από τους μισούς να απαντούν το ίδιο.