Η Ρωσία διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσει τη σοβαρότερη νομισματική κρίση της τελευταίας 15ετίας χωρίς να παρέμβει στις αρχές της οικονομίας της αγοράς, διαβεβαίωσε την Τετάρτη ο πρωθυπουργός της χώρας Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ενώ το ρούβλι συνεχίζει να πέφτει.

Παρά την αύξηση της συναλλαγματικής ρευστότητας και τη δράση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας το νόμισμα κατέγραψε νέες απώλειες την Τετάρτη, παρά την άνοδο που σημείωνε αρχικά. Ενδεικτικό της αναταραχής και του φόβου που έχει προκληθεί είναι ότι οι Ρώσοι σπεύδουν σε αγορές προϊόντων κυριως εισαγόμενων πριν εφαρμοστούν οι νέες ισοτιμίες.

Κανέναν δεν συμφέρει εκτεταμένη κρίση στη Ρωσία τονίζουν οι Βρυξέλλες.

Νέα πτώση για το ρούβλι

Νέες απώλειες σημείωσε την Τετάρτη το εθνικό νόμισμα της Ρωσίας έναντι του ευρώ και του δολαρίου σε σχέση με τις χθεσινές επίσημες ισοτιμίες και αυτές που ανακοίνωσε για αύριο, Πέμπτη, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας.

Οι νέες, αυριανές επίσημες ισοτιμίες διαμορφώνονται στα 84,5890 ρούβλια για ένα ευρώ (έναντι 76,1516 σήμερα) και τα 67,7851 ρούβλια για ένα δολάριο (έναντι 61,1512), ενώ παραμένει το αρνητικό κλίμα στα ανταλλακτήρια της χώρας και στις διαπραγματεύσεις αγοραπωλησίας συναλλάγματος, όπου προσφέρονται πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά των επισήμων ισοτιμιών.

Η αρνητική για το ρούβλι τάση διατηρήθηκε, παρά τις συντονισμένες πυροσβεστικές δηλώσεις που αρχικά έκανε οικονομικός σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, Αντρέι Μπελαούσοφ, ο οποίος είπε ότι κυβέρνηση και Κεντρική Τράπεζα εργάζονται σοβαρά «για να σταματήσουν το όργιο στις συναλλαγματικές αγορές».

Ο Μπελαούσοφ ομολόγησε βέβαια ότι «πάρα πολλά θα εξαρτηθούν από την περαιτέρω διακύμανση των τιμών του πετρελαίου» κι αναφέρθηκε στην έκτακτη σύσκεψη της προηγουμένης υπό τον πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, που κατέληξε σε σειρά μέτρων υποστήριξης του ρουβλίου, κυρίως με αύξηση της συναλλαγματικής ρευστότητας και απέρριψε—τουλάχιστον προς το παρόν— περιοριστικά διοικητικά μέτρα εναντίον τραπεζών, που πραγματοποιούν έντονο κερδοσκοπικό παιχνίδι ή άλλους τεχνητούς περιορισμούς της διακίνησης συναλλάγματος.

Μετά την Κεντρική Τράπεζα, που «έριξε» στην αγορά μέσα σε ένα 24ωρο σχεδόν 2 δισεκ. δολάρια, το υπουργείο Οικονομικών της χώρας αποφάσισε να αρχίσει την άμεση πώληση των διαθεσίμων του στον ενιαίο λογαριασμό του προϋπολογισμού, ύψους περί τα 7 δισεκ. δολάρια. Άγνωστο παραμένει ποιο μέρος των διαθεσίμων αυτών πουλήθηκε εντός της ημέρας για να αγοραστούν ρούβλια.

Θετικό ρόλο εκτιμούν οι ειδικοί έπαιξε κατά τη διάρκεια της ημερήσιας διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο η είδηση της μικρής αύξησης του πετρελαίου σε τιμές άνω των 60 δολαρίων το βαρέλι, αλλά και η ετοιμότητα του ρωσικού υπουργείου Οικονομικών να ρίξει στην αγορά ως και 7 δισεκ. δολάρια, γεγονός, που προκάλεσε προς στιγμήν θετικές διακυμάνσεις για το ρούβλι και συγκράτησε τη συνολική του πτώση.

Ρώσοι οικονομικοί αναλυτές όπως ο Αντρέι Γέσιν και ο Αντόν Σορόκο επέκριναν την Κεντρική Τράπεζα για «καθυστερημένες αντιδράσεις» και εκτίμησαν μιλώντας σε ρωσικά ΜΜΕ ότι το πιθανότερο είναι πως η τάση εξασθένησης του ρουβλίου ολοκλήρωσε τον κύκλο της.

Απορρίπτει η Μόσχα μια υπερβολικά αυστηρή ρύθμιση

Με νέες «υποστηρικτικές» του δηλώσεις σήμερα, Τετάρτη, ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβιέντεφ είπε ότι «το ρούβλι είναι υποτιμημένο και η συναλλαγματική ισοτιμία του δεν αντανακλά την πραγματική κατάσταση της οικονομίας της χώρας», υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα το ταχύτερο δυνατό «να μπει μια τάξη στην αγορά συναλλάγματος».

«Είναι προς το συμφέρον μας να επαναφέρουμε στην τάξη το συντομότερο δυνατόν την αγορά συναλλάγματος. Κανείς, ούτε οι πολίτες, ούτε οι τράπεζες δεν χρειάζονται μια τέτοια αστάθεια», υπογράμμισε.

«Το ρωσικό ρούβλι δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από τις κυρώσεις, ωστόσο οι αριθμοί, που βλέπουμε στα ανταλλακτήρια τις τελευταίες αρκετές ημέρες δεν ανταποκρίνονται στην αντικειμενική εικόνα της χώρας και έχουν τεθεί αδικαιολόγητα εκτός των ορίων του άνετου για την οικονομία και τους πολίτες διαπασών», είπε ο Ρώσος πρωθυπουργός.

Πάτνως απέρριψε την πιθανότητα η Μόσχα να προχωρήσει σε «υπερβολικά αυστηρή ρύθμιση» της αγοράς, καθώς κάτι τέτοιο, όπως είπε, «δεν θα είναι για καλό».

«Η χώρα διαθέτει τους απαραίτητους νομισματικούς πόρους για να επιτύχει τους οικονομικούς στόχους της. Έχει επίσης τα μέσα της χρηματαγοράς που απαιτούνται για να διασφαλίσει την αντίστοιχη ζήτηση», εξήγησε.

«Οι μελλοντικές ενέργειές μας θα πρέπει να βασιστούν στους μηχανισμούς της αγοράς», επέμεινε.

Η αποτυχία της Κεντρικής Τράπεζας να συγκρατήσει την κατακρήμνιση του ρουβλίου την Τρίτη, παρά την αύξηση των επιτοκίων της από το 10,5% στο 17% και τις παρεμβάσεις της στην αγορά συναλλάγματος, επανέφεραν στο τραπέζι των συζητήσεων την ιδέα λήψης διοικητικών μέτρων, για παράδειγμα, τον περιορισμό της ροής κεφαλαίων. Όμως προς το παρόν οι ρωσικές αρχές απορρίπτουν αυτές τις λύσεις.

Ορισμένοι βουλευτές έχουν προτείνει να υποχρεωθούν οι μεγάλοι εξαγωγικοί όμιλοι να μετατρέψουν σε ρούβλια τα μισά από τα έσοδά τους σε άλλο νόμισμα.

Σε αγορές προχωρούν οι Ρώσοι

Η αναταραχή στις συναλλαγματικές αγορές προκάλεσε μαζικό κύμα πωλήσεων (κυρίως εισαγόμενων) ηλεκτρικών συσκευών και κινητών τηλεφώνων, που εξαφανίζονται από τα ράφια πολλών καταστημάτων, καθώς οι—συνηθισμένοι εν πολλοίς σε παρόμοια φαινόμενα— Ρώσοι πολίτες σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις υπάρχουσες τιμές, πριν αυτές προσαρμοστούν στις νέες ισοτιμίες.

Ενόψει των εορτών το φαινόμενο γίνεται ακόμη μαζικότερο καθώς το ίδιο σπεύδουν να πράξουν και χιλιάδες πολίτες γειτονικών, πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών και ιδιαιτέρως της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, οι οποίες συνδέονται με τελωνειακή ένωση με τη Ρωσία και μπορούν εύκολα να μεταφέρουν τα ψώνια τους στην πατρίδα τους χωρίς άλλους ελέγχους. Σημαντική αύξηση στις πωλήσεις καταγράφηκε ήδη και σε αυτοκίνητα ή ακίνητα.

Όσοι έχουν μικρότερο πορτοφόλι προτιμούν να αγοράσουν μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων, που μπορούν να αποθηκευτούν, εν μέσω του χειμώνα και των φόβων ότι ο πληθωρισμός και η αύξηση της ισοτιμίας θα μετακυλισθούν τάχιστα στα εισαγόμενα προϊόντα και εν συνεχεία στα περισσότερα είδη διατροφής ανεξαρτήτως προέλευσης.

Σε ορισμένες τράπεζες τόσο στη Μόσχα, όσο και στην επαρχία παρατηρήθηκε σήμερα έλλειψη συναλλάγματος, ιδίως από τα ΑΤΜ τους, που ξέμειναν από ευρώ και δολάρια, τα οποία σπεύδουν να προμηθευτούν οι Ρώσοι πολίτες.

Μερικές από τις μάλλον θετικές συνέπειες για τη ρωσική οικονομία επισημαίνεται ότι είναι η υποχρεωτική ενίσχυση της εσωτερικής ρωσικής παραγωγής σε πολλούς κλάδους, που είχαν παραμεληθεί και προπαντός στον αγροτικό τομέα, αλλά και η εθελουσία αποχώρηση παράνομων μεταναστών και εργαζομένων, που θα δυσκολεύονται πλέον, λόγω του ακριβού συναλλάγματος, να αγοράζουν και να αποστέλλουν συνάλλαγμα στις πατρίδες τους.